Δημοσίευση άρθρου του συμπολίτη μας κ. Γιώργου Κουγιά (κάτοικος Καρέα)
Ο Υμηττός έχει έκταση 81.230 στρέμματα. Πρόκειται για ένα μακρύ και στενό βουνό με συνολικό μήκος 20 χλμ. Ένα βαθύ φαράγγι χωρίζει το βόρειο από το νότιο τμήμα του βουνού. Έχει περίπου 50 σπήλαια και βάραθρα. Απέχει μόλις 8 χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης και επεκτείνεται στα ανατολικά, από την Αγία Παρασκευή έως και τη Βουλιαγμένη.
Τα πολλά οικοσυστήματα, πευκοδάση, φρύγανα, ποώδης βλάστηση και βραχώδης περιοχές, προσδίδουν στο βουνό ιδιαίτερο οικολογικό ενδιαφέρον. Περίπου όλο το βουνό είναι ενταγμένο στο δίκτυο «ΦΥΣΗ 2000», δηλαδή στο πανευρωπαϊκό δίκτυο Natura 2000 που στόχο έχει την προστασία των σπάνιων οικοσυστημάτων.
Στο ανατολικό τμήμα της Αθήνας υψώνεται ο ορεινός όγκος του Υμηττού! Αν και έχει καταπονηθεί αρκετά τόσο με τις άναρχες οικοδομήσεις, όσο και με τις πυρκαγιές που τον έχουν πλήξει, αν και το μεγαλύτερο μέρος του έχει καταστραφεί, μέχρι τις μέρες μας συνεχίζει να παραμένει ζωντανός!
Ουσιαστικά αποτελεί δύο ξεχωριστά βουνά και πιο συγκεκριμένα τον Μέγα Υμηττό ο οποίος βρίσκεται στο βόρειο τμήμα και έχει ως υψηλότερη κορυφή τον “Εύζωνα” ο οποίος αγγίζει τα 1026 μέτρα και τον Ελάσσονα και Άνυδρο Υμηττό με την κορυφή “Μαυροβούνι” να αγγίζει τα 764 μέτρα!
Το έντονο ανάγλυφο και η ύπαρξη 125 ρεματιών δημιουργούν μια μεγάλη ποικιλία στους τύπους της βλάστησης, συγκεντρώνοντας ιδιαίτερο οικολογικό ενδιαφέρον για τα πουλιά. Η Ορνιθολογική Εταιρεία έχει καταγράψει 134 είδη πουλιών, δηλαδή περίπου το 1/4 όσων παρατηρούνται στην Ελλάδα. Αρκετά είναι σπάνια και απειλούμενα.
Η διατήρηση σημαντικών πληθυσμών πουλιών στον Υμηττό κάνει δυνατή την παρουσία των πουλιών και μέσα στην πόλη. Ιδιαίτερα στις ψυχρότερες μέρες του χειμώνα, πολλά είδη που διαβιούν στον Υμηττό, μετακινούνται και στα πάρκα της πόλης. Ένα από τα σπανιότερα είδη που έχει παρατηρηθεί στον Υμηττό είναι ο Στικταετός, ένα είδος μεγάλου αετού. Ακόμα, στις γυμνές εκτάσεις πάνω από την Ηλιούπολη και τη Γλυφάδα έχει επανεμφανιστεί η αετογερακίνα. Τα πευκοδάση του Υμηττού φιλοξενούν αλεπούδες, αρουραίους, ασβούς, κουνάβια, λαγούς, νυφίτσες, σκαντζόχοιρους, νυχτερίδες, χελώνες, σαύρες, φίδια και διάφορα έντομα, μερικά από τα οποία είναι σπάνια και προστατευμένα.
Ο ΒΙΟΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΥΜΗΤΤΟΥ
Ένας από τους σημαντικότερους πνεύμονες πρασίνου που απλώνεται στην Αττική γη και τις χαρίζει οξυγόνο, καθαρό αέρα και ζωή είναι ο Υμηττός. Ο Υμηττός από μόνος του αποτελεί ένα σημαντικό χερσαίο οικοσύστημα με εξαιρετικά πλούσιο βιόκοσμο στον οποίο μετέχουν πολλά ενδημικά, σπάνια και προστατευμένα είδη του φυτικού και ζωικού βασιλείου.
Η πλούσια βιοποικιλότητα που παρουσιάζει ο Υμηττός είναι εξαιρετικά σημαντική καθώς αυτή συμβάλλει ουσιαστικά στην ισορροπία, την σταθερότητα και την βιωσιμότητα των οικοσυστημάτων του. Η μοναδικότητα και σπουδαιότητα της έγκειται ακριβώς στα πολλά και σπάνια είδη που αυτή που η βιοκοινότητα του Υμηττού εμπεριέχει.
Το βουνό αυτό, μοναδικό σε χλωρίδα, με περισσότερα από 600 είδη φυτών, από τα οποία τα 40 είναι ενδημικά της Ελλάδας, είναι ισάξιο του Πάρνωνα και του Ελικώνα! Μερικά από τα είδη αυτά προστατεύονται με Προεδρικό Διάταγμα, με τη Συνθήκη της Βέρνης καθώς και με Αποφάσεις της Ε.Ε.
Γενικά η βλάστηση του Υμηττού ανήκει στη κατώτερη ζώνη των πλατύφυλλων, σκληρόφυλλων και των μεσογειακών κωνοφόρων. Εκτός από αυτά συναντά κανείς πολλά αρωματικά και μελιγόνα φυτά, όπως το θυμάρι. Πιο συγκεκριμένα περιλαμβάνει πάνω από 600 είδη φυτών, από τα οποία τα 44 ανήκουν στις ορχιδέες και τα 30 είναι ενδημικά της Ελλάδος. Μάλιστα η συγκέντρωση τόσων ειδών ορχιδέας είναι η μεγαλύτερη στην Ευρώπη σε σχέση με τη χιλιομετρική έκταση του βουνού. Άλλα φυτά που στολίζουν το τοπίο είναι κυκλάμινα, φθινοπωρινοί κρόκοι και πανέμορφα κίτρινα κρινάκια.
Στη χαμηλή ζώνη βλάστησης του Υμηττού υπάρχουν οι μεσογειακοί θαμνώνες. Από αυτούς πιο γνωστά είδη είναι: πουρνάρια, φρύγανα, κουμαριές, αγριοτσικουδιές, αγριελιές, χαρουπιές, φιλίκια, μονοετή φυτά, βολβώδη κ.ά. Τη χαμηλή αυτή βλάστηση συμπληρώνει η παρουσία ψηλών πεύκων. Η ανώτερη ζώνη που εκτείνεται από τα 700 μέτρα κι επάνω, περιλαμβάνει μόνο μικρά φυτά. Στην κορυφή υπάρχουν πολλά από τα σπάνια είδη φυτών που ευδοκιμούν στο βουνό.
Χαρακτηριστικό φυτό του Υμηττού, φυσικά είναι το θυμάρι το οποίο φυτρώνει και προσφέρει απλόχερα το νέκταρ του στις μέλισσες που εκτρέφονται στην περιοχή σε μεγάλες ομάδες! Έτσι το “θυμαρίσιο μέλι του Υμηττού” είναι κάτι το μοναδικό κι αποτελεί κομμάτι της ιστορίας μας. Επίσης στο βουνό φυτρώνουν πάρα πολλά είδη λουλουδιών ενώ τα δάση που διαθέτει καλύπτονται κυρίως από Πεύκα και Κυπαρίσσια.
Από άποψη βλάστησης (Χλωρίδα) διακρίνονται τα ακόλουθα οικοσυστήματα:
Α) Οικοσύστημα Χαλεπίου Πεύκης (Pinus halepensis),
Β) Οικοσύστημα Τραχείας Πεύκης (Pinus brutia),
Γ) Οικοσύστημα Αείφυλλων Πλατύφυλλων και
Δ) Χορτολιβαδικές εκτάσεις.
Α. ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑ ΧΑΛΕΠΙΟΥ ΠΕΥΚΗΣ
Στον Υμηττό αναπτύσσονται καλά δάση Χαλεπίου Πεύκης. Σημειώνεται ότι το 92,21% των δασών κωνοφόρων της Αττικής είναι δάση Χαλεπίου Πεύκης και το 87,82% επί του συνόλου των δασών της Ελλάδας.
Γενικότερα η Αττική ανήκει στην ευμεσογειακή ζώνη βλάστησης (στην οποία και υπάγεται και ο Υμηττός) και πιο συγκεκριμένα στην υποζώνη Oleo-ceratonion και κυρίως στον αυξητικό χώρο Oleo-lentiscetum.
Η Χαλέπιος Πεύκη είναι φωτόφιλο, λιτοδίαιτο και ξηροθερμόβιο είδος με αντοχή στις μεγάλες θερμοκρασίες καθώς και με μεγάλη προσαρμοστική ικανότητα σε εδάφη διαφορετικής προέλευσης (ασβεστόλιθους, σχιστόλιθους, μάργες, κ.τ.λ.) ακόμη και σε άγονα, ξηρά, αβαθή εδάφη όπως και του Υμηττού.
Σ’ αυτήν την πλευρά του Υμηττού, συναντιούνται, σε διάφορες περιοχές, αμιγείς συστάδες Χαλεπίου Πεύκης όπως στον Δήμο Παπάγου, στον Δήμο Βύρωνα στους Κουταλάδες, στο Ρέμα Βαμβακιά πάνω από τον οικισμό Συνεταιρισμού Καφεπωλών μέχρι τα σύνορα Αργυρούπολης Γλυφάδας, στην Βούλα.
Όμως όπου οι συνθήκες δεν είναι τόσο ευνοϊκές η Χαλέπιος Πεύκη εμφανίζεται με θαμνώδη μορφή όπως στην περιοχή Πυρνάρι Γλυφάδας ή και με νανώδη μορφή όταν τα εδάφη είναι αβαθή.
Από εκεί και πέρα στο Οικοσύστημα αυτό συναντόνται και άλλα είδη σε μίξη, όπως στην Καισαριανή όπου έχει γίνει εισαγωγή Τραχείας Πεύκης και Κυπαρισσιού αν και η Τραχεία Πεύκη δεν ενδείκνυται λόγω του ότι είναι έξω από τα όρια της γεωγραφικής της εξάπλωσης και από το Κυπαρίσσι ενδείκνυται κυρίως η ορθόκλαδη ποικιλία έναντι της οριζοντιόκλαδης λόγω του ότι η δεύτερη είναι λιγότερο ανθεκτική σε προσβολές από ασθένειες.
Ανάλογη τέτοια μίξη παρατηρείται και στην Ηλιούπολη χαμηλά όπου έχει απομείνει δάσος ύστερα από τις μεγάλες πυρκαγιές του 1995 και 1998 καθώς επίσης συναντάμε και άλλα είδη όπως Ceratonia siligua (Χαρουπιά), Cercis siliguastrum (Κουτσουπιά), Quercus coccifera (Πουρνάρι), ύστερα από εκτεταμένες Αναδασώσεις που έγιναν στην περιοχή και Asparagus acutifolius.
Συναντιόνται και άλλα είδη όπως : Pinus pinea (Κουκουναριά), Robinia pseudoacacia (Ψευδακακία), Acacia cyanophylla (Ακακία κυανόφυλλη), Olea europea var. sylvestris (Αγριελιά), Nerieum oleander (Πικροδάφνη), Medicago arborea (Δενδρομηδική), Pistacia lentiscus (Σχίνος), Erica manipuliflora (Ρείκι), Myrtus communis (Μυρτιά), , Arbutus unedo (Κουμαριά), Arbutus andrachne (Γλιστροκουμαριά), Lonicera etrusca (Λονικέρα) κ.τ.λ. δηλαδή βρίσκουμε και πολλούς θάμνους – ειδικά εκεί που δεν αυξάνει τόσο καλά η Χαλέπιος Πεύκη – και φρύγανα καθώς και ποώδη βλάστηση.
Επιπλέον παρατηρούνται και οι ακανθώδεις θάμνοι Calicotome villosa (Ασπάλαθος), Euphorbia acanthothamnos και στην ποώδη βλάστηση όπως αναφέρθηκε, συναντάτε επίσης το είδος Asphodelus aestivus που δηλώνει ότι υπάρχουν έντονες ανθρώπινες επιδράσεις.
Β. ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑ ΤΡΑΧΕΙΑΣ ΠΕΥΚΗΣ
Η Τραχεία Πεύκη είναι είδος της ευμεσογειακής ζώνης βλάστησης όπως και η Χαλέπιος Πεύκη αλλά είναι πιο ψυχρόβια. Έχει ανάλογες χαμηλές βιολογικές απαιτήσεις αλλά ανήκει σε άλλη ζώνη εξάπλωσης δηλαδή πιο ψηλά.
Στον Υμηττό έχει εισαχθεί μετά από Αναδασώσεις με Χαλέπιο Πεύκη και Κυπαρίσσι ειδικά στην περιοχή της Καισαριανής και συγκεκριμένα περί της Μονής Καισαριανής όπου και υπάρχει τεχνητό δάσος στο οποίο επικρατεί η Τραχεία Πεύκη έναντι του Κυπαρισσιού, ενώ η Χαλέπιος Πεύκη λείπει.
Υπάρχουν και άλλα είδη όπως Quercus pubescens (Δρυς χνοώδης), Cercis siliguastrum (Κουτσουπιά), κ.τ.λ.. Από θάμνους έχουμε τα είδη Genista acanthoclados, Cistus parvifollius (Κίστος μικρανθής), Pirus amygdaliformis (Γκορτσιά), κ.τ.λ. και από ποώδη τα Asphodelus aestivus, Cyclamen graecum, Dactylis glomerata, κ.τ.λ.
Σημειώνεται ότι συνίσταται η αποφυγή της Τραχείας Πεύκης πέραν του ότι είναι ψυχρόβιο είδος και ανήκει σε άλλη ζώνη εξάπλωσης για τον λόγω ότι είναι ευάλωτη σε ασθένειες. Δεν είναι ακόμη γνωστά τα αποτελέσματα των υβριδίων Τραχείας – Χαλεπίου Πεύκης στον Υμηττό.
Γ. ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑ ΑΕΙΦΥΛΛΩΝ ΠΛΑΤΥΦΥΛΛΩΝ
Γίνεται αναφορά για το Οικοσύστημα Αείφυλλων Πλατύφυλλων όταν εκεί όπου τα δεντρώδη ή θαμνώδη είδη της διάπλασης κυριαρχούν έναντι των μεσογειακών κωνοφόρων.
Τα δέντρα που συναντώνται εδώ είναι χαμηλού ύψους σε αντίθεση με τους θάμνους που φτάνουν τα 4m και είναι περισσότερα από τα δέντρα καθώς είναι προσαρμοσμένα στην ξηρασία και υψηλή θερμοκρασία.
Γενικά απαντώνται τα Αείφυλλα Πλατύφυλλα Quercus coccifera (Πουρνάρι), Robinia pseudoacacia (Ψευδακακία), Acacia cyanophylla (Ακακία κυανόφυλλη), Olea europea var. sylvestris (Ελιά), Pistacia lentiscus (Σχίνος), Phillyrea latifolia (Φιλίκι πλατύφυλλο), Arbutus unedo (Κουμαριά), Myrtus communis (Μυρτιά), οι Φυλλοβόλοι θάμνοι Calycotome villosa (Ασπάλαθος), Cercis siliguastrum (Κουτσουπιά), Prunus spinosa (Προύνος ακανθώδης), τα αναρριχώμενα Smilax aspera, Asparagus acutifolius και τα ποώδη Dactylis glomerata, Melia ciliata, Briza maxima.
Κατά μήκος του Υμηττού γενικώς συναντώνται:
Στα Βόρεια στην περιοχή του Δήμου Χολαργού (450m υψόμετρο) όπου υπάρχει θαμνώνας από αείφυλλα πλατύφυλλα επικρατεί το Πουρνάρι ενώ υπάρχει και η παρουσία της Χαλεπίου Πεύκης καθώς και τα είδη που προαναφέραμε όπως και φρύγανα π.χ. Cistus parviflorus (Κίστος μικρανθής), Anthyllis hermaniae (Αλογοθύμαρο), κ.τ.λ. όπου τα αείφυλλα πλατύφυλλα γίνονται πιο αραιά.
Ανατολικά της Μονής Καισαριανής και κάτω από το Ραντάρ υψόμετρο 750m υπάρχει θαμνώνας αείφυλλων Πλατύφυλλων ο οποίος είναι αραιός και κάπως υποβαθμισμένος παρουσίας της Τραχείας, Χαλεπίου Πεύκης και Κυπαρισσιού.
Νοτιότερα στην περιοχή της Άνω Ηλιούπολης 850m υψόμετρο υπάρχει θαμνώνας αείφυλλων Πλατύφυλλων με κάποια άτομα Χαλεπίου Πεύκης.
Ακόμη πιο Νότια προς την Κάτω Ηλιούπολη – Αργυρούπολη 680m υψόμετρο η βλάστηση γίνεται ακόμη πιο αραιή. Εδώ έχουμε και Juniperus phoenicea (Άρκευθος) που είναι πιο έντονη νοτιότερα όπου υπάρχει η επίδραση της θάλασσας. Η Medicago arborea (Δεντρομηδική) που απαντάται σε θαμνώνες Αείφυλλων Πλατύφυλλων σε υψόμετρο 260m έχει εισαχθεί τεχνητά με σκοπό την βελτίωση του εδάφους και της υπάρχουσας βλάστησης.
Στην Νότια πλευρά του Υμηττού και συγκεκριμένα στην περιοχή της Βούλας χαμηλά κάτω από το νεκροταφείο της Βούλας υπάρχουν Αείφυλλα Πλατύφυλλα κυρίως πουρνάρι και φρύγανα.
Ομοίως και στην περιοχή της Βάρης νοτιοανατολικά του Υμηττού όπου κυριαρχούν τα φρύγανα όπως π.χ. Cistus parviflorus (Κίστος μικρανθής), Anthyllis hermaniae (Αλογοθύμαρο), κ.τ.λ. όπου τα αείφυλλα πλατύφυλλα γίνονται πιο αραιά.
Στην περιοχή του Κορωπίου συναντώνται χαμηλά πουρνάρια, ελιές σε συνύπαρξη με Χαλέπιο Πεύκη αλλά και άλλα αείφυλλα πλατύφυλλα σε μικρές όμως ποσότητες.
Ανατολικότερα του Υμηττού στην περιοχή της Παιανίας λόγω της ύπαρξης πολλών βράχων και σκληρών πετρωμάτων στις πλαγιές με μικρό βάθος εδάφους κυριαρχούν πλέον τα φρύγανα και το πουρνάρι..
Τέλος στα Βορειοανατολικά του Υμηττού στην περιοχή των Γλυκών Νερών και σε αντίθεση με την γειτονική περιοχή της Παιανίας παρατηρείται ότι λόγω του πυκνού δάσους Χαλεπίου πεύκης εκλείπουν τα αείφυλλα πλατύφυλλα ή εμφανίζονται σε πολύ μικρό ποσοστό.
Δ. ΧΟΡΤΟΛΙΒΑΔΙΚΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ
Εμφανίζονται νότια προς την Γλυφάδα, Βούλα, Βάρη και καταλαμβάνουν εδάφη αβαθή, ξηρά και υποβαθμισμένα. Εδώ μπορεί να τεθεί ως στόχος, ο σχηματισμός θαμνώνα ή όπου οι εδαφικές συνθήκες το επιτρέπουν να εγκατασταθεί η Χαλέπιος Πεύκη κατά ομάδες.
Πέραν όμως των τυπικών Οικοσυστημάτων συναντώνται Φυτείες Ευκαλύπτου καθώς και Αγροί.
ΦΥΤΕΙΕΣ ΕΥΚΑΛΥΠΤΟΥ
Φυτείες Ευκαλύπτου υπάρχουν στην Καισαριανή και Αργυρούπολη μαζί με Κυπαρίσσι και άλλα είδη. Οι ευκάλυπτοι μπορούν να φυτευτούν κοντά σε κατοικημένες περιοχές και σε χώρους αναψυχής όπου δεν έρχονται σε αντίθεση με το φυσικό τοπίο.
Στην Ελλάδα, οι Ευκάλυπτοι έχουν εισαχθεί και από το σύνολο των ειδών Ευκαλύπτου προτιμήθηκαν είδη που παρουσιάζουν αντοχή στις ψηλές θερμοκρασίες, στην ξηρασία αλλά και στις χαμηλές θερμοκρασίες και έχουν μικρές απαιτήσεις όσον αφορά το έδαφος χαρακτηριστικά συνθηκών δηλαδή της Νότιας Ελλάδας.
ΤΕΤΟΙΑ ΕΙΔΗ ΕΙΝΑΙ:
α) Eucalyptus camaldulensis είδος που έχει μεγάλη πλαστικότητα και προσαρμόζεται σε εδαφικές ποικιλίες και κλιματικές συνθήκες αλλά και στους ανέμους,
β) Eucalyptus botryoides είδος που μπορεί να αναπτυχθεί σε άγονα, ξηρά και σε παραθαλάσσιες περιοχές και αντέχει στους ανέμους,
γ) Eucalyptus gunnii είδος που προσαρμόζεται σε μικρά και μεγάλα υψόμετρα αλλά και σε υγρά ή ξηρά εδάφη.
Μπορούν να χρησιμοποιηθούν και άλλα είδη Ευκαλύπτων όπως τα Eucalyptus torquata ως καλλωπιστικό, Eucalyptus corynocalyx ως καλλωπιστικό και μελισσοτροφικό και είναι ανθεκτικό στους ανέμους, Eucalyptus melliodota ως καλλωπιστικό και μελισσοτροφικό και είναι είδος που αναπτύσσεται καλά σε άγονα λοφώδη και επικλινή εδάφη, Eucalyptus polyanthemos ως καλλωπιστικό και μελισσοτροφικό με μεγάλη αντοχή σε ανέμους και άσχημα περιβάλλοντα.
Αγροί: Υπάρχουν εκτάσεις που εμφανίζονται ως Αγροί ειδικά στις περιοχές Βάρη, Κορωπί και Παιανία.
ΠΑΝΙΔΑ:
Επειδή στις πλαγιές του Υμηττού έχουν αναπτυχθεί πολλά οικοσυστήματα χλωρίδας και λόγω της παρουσίας ποικιλομορφίας οικοτόπων, χαρακτηριστικών των ξηροθερμικών Μεσογειακών οικοσυστημάτων, παρουσιάζει ιδιαίτερο οικολογικό ενδιαφέρον από άποψη πανίδας. Η ζωοκοινότητα τέτοιων οικοσυστημάτων χαρακτηρίζεται από την μικρή σχετικά ποικιλομορφία ειδών, την επικράτηση εκείνων με μικρές οικολογικές απαιτήσεις και την παρουσία ειδών με χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα. Αυτό οφείλεται στην χρόνο με το χρόνο έντονη υποβάθμιση από ανθρωπογενείς επιδράσεις στο γενικότερο περιβάλλον του Υμηττού
Από τουλάχιστον 134 είδη πτηνών που έχουν καταγραφεί από το 1988 έως σήμερα όπως αρπακτικά, μεταναστευτικά, χειμερινούς επισκέπτες, φωλιάζοντα και μη, χρησιμοποιούν την περιοχή είτε ως μόνιμοι κάτοικοι είτε ως εποχιακοί επισκέπτες στην διάρκεια των μεταναστευτικών τους μετακινήσεων κατοικείται ο Υμηττός . Τα είδη ανήκουν σε 29 οικογένειες από τις οποίες κυρίαρχη είναι η οικογένεια Turdidae όπου αντιπροσωπεύεται με τα περισσότερα είδη (αηδόνι, κελαηδότσιχλα, κοκκινολαίμης, κ.τ.λ.) και ακολουθούν οι οικογένειες Muscicarpidae (θαμνοτσιροβάκος, μαυρονυγοχάφτης, κ.τ.λ.), Accipitridae (σαΐνι, αετοβαρβακίνα, κ.τ.λ.), Fringiilidae (καρδερίνα, σπίνος, κ.τ.λ.), Emberizidae (κρασοπούλι, βουνοτσίχλανο, κ.τ.λ.).
Πιο συγκεκριμένα σύμφωνα με την ελληνική ορνιθολογική εταιρία αυτή τη στιγμή στον Υμηττό έχουν καταγραφεί 134 είδη, που είναι ένας πολύ καλός αριθμός, αναλογιζόμενοι ότι ο συνολικός αριθμός των ειδών είναι 435 δηλαδή από το ¼ των ειδών που έχουν παρατηρηθεί στην Ελλάδα, έχουν παρατηρηθεί και στον Υμηττό. Απ’ αυτά τα 134 είδη, τα 53 φωλιάζουν, δηλαδή κάνουν φωλιές και παραμένουν είτε όλο το χρόνο στον Υμηττό, είτε για την καλοκαιρινή περίοδο και απ’ αυτά τα 134, τα 55 είναι είδη, που τα λέμε SPEC, (species of European concern), δηλαδή ήδη Ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, είναι κάποια δηλαδή ήδη τα οποία είτε λόγω της περιορισμένης εξάπλωσής τους πανευρωπαϊκά ή και παγκόσμια, είτε λόγω της μειωμένης, τού καθεστώτος στο οποίο βρίσκονται αυτή τη στιγμή, δηλαδή είναι σπάνια και απειλούμενα, έχουν τεθεί υπό την προστασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δηλαδή ουσιαστικά ένα στα τρία είδη, περίπου, είναι είδος που ενδιαφέρει την Ευρωπαϊκή Ένωση να προστατευτεί.
Αντίστοιχα από τα θηλαστικά καταγράφηκαν 7 είδη τα οποία ανήκουν σε 5 οικογένειες από τις οποίες η πολυπληθέστερη είναι η Mustelidae (ασβός, αλεπού, Νυφίτσα, πετροκούναβο) και ακολουθούν οι οικογένειες Muridae (αρουραίος), Leporidae (λαγός), Erinacidae
(σκαντζόχοιρος).
Τέλος στον Υμηττό υπάρχουν αρκετά είδη ερπετών όπως οχιές, χελώνες κρασπεδωτές, εντόμων όπως μέλισσες, πεταλούδες, νυχτερίδων κι αμφιβίων.
Με όλα τα παραπάνω προαναφερόμενα είδη γίνεται φανερή η οικολογική αξία της περιοχής. Αξίζει ως επίλογο να σημειώσουμε ότι τα είδη των πτηνών που φιλοξενεί ο Υμηττός στις πλαγιές του αποτελούν περίπου το ¼ όλων των ειδών που έχουν καταγραφεί στον ελλαδικό χώρο.
ΙΣΤΟΡΙΑ – ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ – ΑΡΧΑΙΑ ΜΝΗΜΕΙΑ – ΣΠΗΛΑΙΑ ΚΑΙ ΒΑΡΑΘΡΑ
Αποτελεί σημείο αναφοράς και στην ιστορία της Αθήνας καθώς πάνω του είναι χτισμένα αρχαία μνημεία αλλά και μοναστήρια βυζαντινής εποχής. Η Μονή Καισαριανής στο αισθητικό δάσος της Καισαριανής στην δυτική πλευρά του βουνού, η μονή του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου στην ίδια περιοχή πιο χαμηλά, το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην δυτική επίσης πλευρά του Υμηττού στην περιοχή Παπάγου, το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Κυνηγού στο βόρειο τμήμα του βουνού, η Μονή Αστερίου σε υψόμετρο περίπου 580 μέτρων στην δυτική πλευρά του βουνού, η Μονή του Αγίου Ιωάννη Καρέα στην δυτική επίσης πλευρά στην ομώνυμη περιοχή κι η Μονή Αγίου Γεωργίου Κουταλά στην περιοχή Καλοπούλα ή Κουταλά στον Βύρωνα αποτελούν τα ιστορικά μοναστήρια του βουνού!
Σπήλαιο Λεονταρίου |
Επιπλέον ο Υμηττός διαθέτει πολλά σπήλαια και βάραθρα. Μέχρι τις μέρες μας είναι γνωστά παραπάνω από 50 σπήλαια και βάραθρα. Το γνωστότερο ίσως σπήλαιο του Υμηττού είναι φυσικά το σπήλαιο της Παιανίας στην ανατολική πλευρά του βουνού στην ομώνυμη περιοχή. Επίσης στην περιοχή της Βάρης στο νότιο μέρος του Υμηττού υπάρχει το σπήλαιο Νυμφόληπτου ή Αρχέδημου.
Βάραθρο Μονής Αστερίου |
ΤΕΛΟΣ ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΑΝΑΦΕΡΟΥΜΕ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ ΦΟΡΑ ΩΣ ΕΠΙΛΟΓΟ ΟΤΙ ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΤΟΥ ΥΜΗΤΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΑΙΣΘΗΤΙΚΟ ΔΑΣΟΣ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΤΑΓΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΣΥΝΘΗΚΗ NATURA 2000 ΜΕ ΤΟΝ ΚΩΔΙΚΟ GR3000006 ΚΑΘΩΣ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΕΝΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΒΙΟΤΟΠΟ.
Γιώργος Κουγιάς - Μάρτιος 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου