Αναδημοσίευση από εδώ.
Ο Σόιμπλε, το Grexit και ο ιταλικός εφιάλτης (τους)
Όταν ο τότε πρωθυπουργός της Βρετανίας Νέβιλ Τσάμπερλεν γύρισε από το Μόναχο, όπου μόλις είχε υπογράψει την επαίσχυντη συνθηκολόγηση με τη ναζιστική Γερμανία, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ τον μαστίγωσε με την ιστορική φράση: “Είχες να διαλέξεις ανάμεσα στον πόλεμο και την ατίμωση. Επέλεξες την ατίμωση. Δεν θα αποφύγεις τον πόλεμο”.
Με ένα πολύ διαφορετικό, αλλά εξίσου αναπόδραστο δίλημμα βρέθηκε αντιμέτωπος ο Αλέξης Τσίπρας το δραματικό καλοκαίρι του 2015, όταν κλήθηκε να επιλέξει ανάμεσα στον οικονομικό πόλεμο της Γερμανίας και την πολιτική ταπείνωση της κυβέρνησής του. Επέλεξε το δεύτερο, για να μείνει πάσει θυσία η Ελλάδα στο ευρώ. Στο τέλος της ημέρας, η Ελλάδα- όπως και άλλες χώρες που στενάζουν- δεν θα αποφύγει την έξοδο. Κάθε μήνα που περνάει, γίνεται πιο σαφές, για πιο πολλούς, ότι το ερώτημα δεν είναι αν φύγουμε, αλλά πότε, με ποιανού πρωτοβουλία και προς όφελος ποιων θα φύγουμε. Και πόσο αίμα, πόσο ιδρώτα και πόσα δάκρυα θα έχουμε σπαταλήσει μέχρι να το πάρουμε απόφαση.
Την καμπάνα ήρθε να χτυπήσει για λογαριασμό μας, για άλλη μια φορά, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Δεν πρόλαβαν να κοπάσουν οι ανόητοι πανηγυρισμοί της κυβέρνησης για τη δήθεν ελάφρυνση του χρέους και το επικείμενο κλείσιμο (με τι κόστος!) της δεύτερης αξιολόγησης, κι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών ανέλαβε να τους προσγειώσει με τη συνηθισμένη του ωμότητα: Ή σκληρά μέτρα για πολλά, πολλά ακόμη χρόνια, ή Grexit- τρίτος δρόμος δεν υπάρχει, όπως μας είπε, λατινιστί, το αφεντικό του Eurogroup.
Δεν πρόκειται για τη μνησικακία ενός εμμονικού γέροντα, όπως με μεγάλη ελαφρότητα γράφουν κάποιοι. Είναι πασίγνωστο πλέον ότι ο Σόιμπλε είχε προτείνει ευθέως στον Ευ. Βενιζέλο το Grexit και δεν μπλόφαρε. Από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε η κρίση χρέους της ευρωζώνης, η Γερμανία είχε σαφή στρατηγική, με Σχέδιο Α και Σχέδιο Β και Σχέδιο Γ, για τη διαχείρισή της.
Το Σχέδιο Α ήταν να τιμωρηθεί παραδειγματικά η Ελλάδα με τα Μνημόνια- όχι μόνο και όχι τόσο για να μη ζημιωθούν οι γερμανικές τράπεζες που ήταν εκτεθειμένες στο ελληνικό χρέος, όσο για να τρομοκρατηθούν οι άλλες δημοσιονομικά απείθαρχες χώρες- σε πρώτη φάση Ισπανία και Πορτογαλία, έπειτα οι πολύ μεγαλύτερες Ιταλία και Γαλλία. Δηλαδή, οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης με τα μεγαλύτερα ΚΚ μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, με τις πιο πλούσιες παραδόσεις του εργατικού κινήματος και τις μεγαλύτερες “καθυστερήσεις” αναφορικά με την προσαρμογή τους στη νεοφιλελεύθερη Ορθοδοξία.
Το Σχέδιο Β, που αποσύρθηκε μετά τον Ιούλιο του 2015 από το τραπέζι, αλλά μόνο για να μπει στο συρτάρι του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ήταν να εξωθηθεί η Ελλάδα στο Grexit, αφού προηγουμένως θα την είχαν απομυζήσει στον μέγιστο δυνατό βαθμό και θα είχαν θωρακίσει τις γερμανικές και άλλες ξένες τράπεζες απέναντι στον κίνδυνο “μόλυνσης” από τη χρεοκοπία της. Και το σχέδιο Γ, που συνδυάζεται με οποιοδήποτε από τα δύο προηγούμενα, ήταν να χρησιμοποιηθεί η ελληνική τραγωδία ως μοχλός για μια νέα αρχιτεκτονική της ευρωζώνης, με την καθιέρωση δύο ή και περισσότερων “ταχυτήτων”, που θα διαχωρίζουν έναν πυρήνα βορείων χωρών από τη Μεσογειακή περιφέρεια, με τη Γαλλία να αποτελεί τον μεγάλο άγνωστο Χ της δύσκολης, ούτως ή άλλως, εξίσωσης.
Στον ενάμιση χρόνο που μεσολάβησε, το πρόβλημα της ευρωζώνης δεν λύθηκε, απλώς μπήκε κάτω από το χαλί. Οι αντιθέσεις μέσα στον παραδοσιακό, υπό αποδόμηση, γαλλογερμανικό πυρήνα εμποδίζουν την αντιμετώπιση των θεμελιακών προβλημάτων της ευρωζώνης, ακόμη και του πλέον επείγοντος, της τραπεζικής ένωσης. Η Γερμανία είναι η τελευταία που έχει λόγους να βιάζεται, καθώς συνεχίζει να ωφελείται από το ισχύον καθεστώς, ληστεύοντας με νόμιμο τρόπο τους πιο αδύναμους εταίρους της. Ήδη, το γερμανικό κράτος εκδίδει πενταετή ομόλογα με αρνητικά επιτόκια, που σημαίνει ότι οι υπόλοιποι πληρώνουμε για να… δανείζουμε τη Γερμανία! Μια εντελώς σχιζοφρενική κατάσταση πραγμάτων, που είναι φυσικό να εντείνει τα αντιγερμανικά και αντι- ΕΕ αισθήματα σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης.
Σ’ αυτό το φόντο, ήρθαν οι καινούργιοι κραδασμοί από το ΟΧΙ του ιταλικού δημοψηφίσματος. Αν και, σε αντίθεση με την περίπτωση της Βρετανίας, το ερώτημα δεν αφορούσε τη συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ, αλλά ένα εσωτερικό ζήτημα (τη συνταγματική αναθεώρηση), οι επιπτώσεις στην ευρωζώνη μπορεί να είναι μακροπρόθεσμα μεγαλύτερες. Η Βρετανία μπήκε απρόθυμα σε μια ήδη σχηματισμένη ευρωπαϊκή κοινότητα, όπου είχε πάντα αμφίθυμη στάση, έμεινε εκτός ευρώ και εκτός Σένγκεν. Αντίθετα, η Ιταλία ήταν ιδρυτικό μέλος της ΕΟΚ (η ιδρυτική συνθήκη των ευρωπαϊκών κοινοτήτων υπογράφτηκε το 1957 στη Ρώμη), μέλος της ευρωζώνης και μέχρι πρόσφατα μια από τις χώρες με την πιο φιλοευρωπαϊκή κοινή γνώμη.
Η κρίση του 2008 και όσα ακολούθησαν άλλαξαν δραματικά την εικόνα. Η Ιταλία έχασε τουλάχιστον το 25% της βιομηχανικής της παραγωγής, η ανεργία της νεολαίας εκτοξεύθηκε στο 40%, το 28% του πληθυσμού κινδυνεύει από ένδεια ή και περιθωριοποίηση, οι τράπεζές της είναι ζόμπι και το δημόσιο χρέος φτάνει το 133% του ΑΕΠ. Η πλειονότητα πλέον των Ιταλών θεωρεί το ευρώ, αν όχι και την ίδια την ΕΕ, βασικό παράγοντα της οικονομικής και κοινωνικής κακοδαιμονίας. Τον περασμένο μήνα, έρευνα του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου έδειξε ότι μόνο το 22% των Ιταλών θεωρούν το ευρώ και την ΕΕ θετικούς παράγοντες για την οικονομία τους, κάτι που τους φέρνει στη δεύτερη θέση ως προς τον “αντιευρωπαϊσμό”, με πρώτους τους Έλληνες, όπου το αντίστοιχο ποσοστό είναι 17%. Οι αντιευρώ δυνάμεις κερδίζουν γρήγορα έδαφος σε όλο το φάσμα, από την άκρα Αριστερά και το Κίνημα Πέντε Αστέρων (που θα διεκδικήσει την πρώτη θέση στις πρόωρες εκλογές) μέχρι την ξενοφοβική Λέγκα του Βορρά.
Το πιο άμεσο πρόβλημα αφορά τον κίνδυνο κατάρρευσης των ιταλικών τραπεζών, που χρειάζονται επειγόντως ανακεφαλαιοποίηση. Μια τραπεζική κρίση στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης, που αντιπροσωπεύει από μόνη της το ένα τρίτο όλων των ευρωπαϊκών κόκκινων δανείων, θα απειλούσε να παρασύρει ολόκληρο το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Η αντιμετώπισή της θα απαιτήσει τεράστια ποσά και θα θέσει υπό δεινή αμφισβήτηση τους κανόνες που ήδη έχει επιβάλει η Γερμανία για τις τραπεζικές διασώσεις.
Υπό αυτό’ το πρίσμα, η επιλογή του Σόιμπλε να ξαναφέρει στο προσκήνιο το φάντασμα του Grexit, μεταφράζεται και ως προειδοποίηση στους Ιταλούς, οι οποίοι θα κληθούν, πριν ή μετά τις εκλογές τους, να κάνουν μια πολύ σκληρή επιλογή: είτε να δεχθούν αυστηρότατους όρους, για τις τράπεζες και τα ελλείμματά τους, από τη Γερμανία (εντάξει, σε μια χώρα- μέλος του G7 δεν θα το πουν Μνημόνιο, αλλά από πολλές απόψεις θα του μοιάζει), είτε να οδηγηθούν, αν όχι εκτός ευρώ, πάντως στη δεύτερη ταχύτητα μιας αναθεωρημένης ευρωζώνης δύο ταχυτήτων.
Σε κάθε περίπτωση, γίνεται ολοένα και σαφέστερο ότι, όπως για την Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία, έτσι και για την Ιταλία, πιθανότατα και για τη Γαλλία δεν υπάρχει προοπτική οικονομικής ανόρθωσης και κοινωνικής σωτηρίας μέσα σε μια ευρωζώνη- θάλαμο βασανιστηρίων του κ. Σόιμπλε. Εάν η Αριστερά σε αυτές τις χώρες δεν υψώσει τολμηρά τη σημαία της αποχώρησης από το ευρώ και της ρήξης με το ευρωσύστημα, τότε υπάρχει ο πολύ άμεσος κίνδυνος (ίσως περισσότερο από ό,τι συνειδητοποιούμε στην Ελλάδα) να αποκτήσει επιταχυνόμενο χαρακτήρα η ήδη απειλητική άνοδος κάθε είδους ακροδεξιών, ξενοφοβικών ή και νεοναζιστικών δυνάμεων.
Η εποχή όπου ο ελληνικός λαός μπορούσε να τρομοκρατηθεί από πραγματικούς ή φανταστικούς κινδύνους ανήκει στο παρελθόν. Ό,τι κακό μας έλεγαν ότι θα συμβεί αν βγαίναμε από την ευρωζώνη, έχει ήδη επισυμβεί, χωρίς να έχουμε κανένα από τα πλεονεκτήματα του εθνικού νοσμίματος και του ελέγχου των δημοσίων οικονομικών και της δημόσιας περιουσίας μας. Επιτέλους, όταν καίγεται όχι στο σπίτι σου, αλλά η φυλακή όπου σε έχουν ρίξει, δεν σκέφτεσαι μην τυχόν και βρέχει εκεί έξω- απλά δραπετεύεις!
Διαζύγιο με την ευρωζώνη δεν σημαίνει- δεν μπορεί να σημαίνει για τη ριζοσπαστική Αριστερά- εθνικιστική περιχαράκωση και οικονομική “αυτάρκεια”. Οφείλει να αποτελεί το πρώτο βήμα, αυτό που μπορεί να κάνει τώρα, ο δικός μας λαός, για μια καινούργια ένωση ελεύθερων λαών, σε βάσεις ισοτιμίας και αλληλεγγύης. Με τα σημερινά δεδομένα, η ελληνική Αριστερά θα μπορούσε και θα έπρεπε να προβάλει το σύνθημα για μια οικονομική, κοινωνική και πολιτική Μεσογειακή Ένωση πάνω σε εντελώς νέες, προοδευτικές βάσεις- κάτι που βέβαια προϋποθέτει την αποδέσμευση από την ΕΕ.
Οι λαοί της Μεσογείου (με την προσθήκη της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας που δεν ανήκουν μεν γεωγραφικά σ’ αυτή τη ζώνη, αλλά οικονομικά και πολιτικά είναι κοντινοί συγγενείς της) δεν αποτελούν μόνο θύματα του γερμανικού, οικονομικού Ράιχ. Έχουν μεγάλες παραγωγικές δυνατότητες, κοινά συμφέροντα και ιστορικούς δεσμούς. Οι χώρες τους έχουν τεράστιο βάρος στη συλλογική συνείδηση της ανθρωπότητας, καθώς στα εδάφη τους βλάστησαν για πρώτη φορά οι αρχές της αρχαίας και της σύγχρονης Δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Η μεγάλη, κλειστή θάλασσα που τους ενώνει, τους έφερε σε επαφή με μια πανσπερμία πολιτισμών και τους χάρισε τους ανοιχτούς ορίζοντες, πέρα από τα τείχη της ξενοφοβίας και της εθνικιστικής περιχαράκωσης. Με την πλούσια παράδοση των εργατικών αγώνων και της κομμουνιστικής Αριστεράς, διαμόρφωσαν ένα σύγχρονο πολιτισμό, όπου ο άνθρωπος δουλεύει για να ζει, και όχι το ανάποδο. Η έξοδος από το πνιγηρό, τοξικό περιβάλλον της ευρωζώνης θα ανοίξει για τις χώρες της Μεσογείου (συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας και των χωρών της Αραβικής Άνοιξης) ένα καινούργιο μέλλον δημιουργίας, αλληλεγγύης και ελευθερίας. Η Ελλάδα, το πρώτο θύμα της κρίσης του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, μπορεί να πρωτοστατήσει σε μια νέα πορεία αναγέννησης.
Πηγή: iskra.gr - 7 Δεκεμβρίου 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου