Τετάρτη 9 Αυγούστου 2017

Κάπως σαν αστείο είπαμε αντίο

Ψιθυριστά, γλυκά, ήσυχα, διακριτικά, όπως έζησε, έτσι κι έφυγε σήμερα, στα 72 της, η Αρλέτα
Αναδημοσίευση από εδώ.
Γράφει ο Αντώνης Μποσκοΐτης - Αναδημοσίευση από το lifo.gr 

Δυστυχώς έγινε αυτό που δε μπόρεσε να αποφευχθεί τους τελευταίους έξι μήνες, όπου η αγαπημένη μας Αρλέτα νοσηλευόταν στο νοσοκομείο: Έφυγε από τη ζωή πριν από λίγη ώρα στα 72 της χρόνια. Τέλος εποχής! Ημέρα θλίψης για το ελληνικό τραγούδι και δεν είναι σχήμα λόγου, σημειώνει ο Αντώνης Μποσκοΐτης στο lifo.gr για το θάνατο της Αρλέτας. Και την αποχαιρετά, μαζί και το Periodiko.GR με ένα αμάλγαμα από τις τέσσερις συνεντεύξεις που της είχε πάρει.

«Τέσσερις συνεντεύξεις αξιώθηκα να πάρω από την Αρλέτα ακριβώς μέσα σε μία δεκαετία, από τον Ιανουάριο του 2005 μέχρι και τον Ιούνιο του 2015. Η πρώτη έγινε κατά ανάθεση του Θανάση Συλιβού και δημοσιεύθηκε στο τεύχος 16 (Ιανουάριος – Μάρτιος 2005) του περιοδικού »Μετρονόμος». Άρεσε τόσο εκείνη η πρώτη μας συνέντευξη στην Αρλέτα, ώστε κάποια στιγμή μού τηλεφώνησε, μου είπε ότι με χρήζει αποκλειστικό δημοσιογράφο της για τα επόμενα χρόνια και μου τό’κλεισε. Τεράστια γενναιοδωρία εκ μέρους της, αν και τη στιγμή του τηλεφωνήματος αυτού την ξέχασα σύντομα.

Λίγα χρόνια μετά, τον Φεβρουάριο του 2008 η Αρλέτα μας λαχτάρησε. Ένα βαρύ αιμορραγικό εγκεφαλικό παραλίγο να τη στείλει στο θάνατο. Ευτυχώς που βρέθηκε κοντά της ο νευροχειρουργός Σλατινόπουλος και έφυγε με χιόνια από τη Λάρισα για τον Βόλο, όπου τη χειρούργησε πραγματικά σε συνθήκες ορεινού χειρουργείου. Αξέχαστη και απερίγραπτη η συγκίνηση που νιώσαμε όλοι στα τέλη του 2009, όταν η Αρλέτα ξαναβγήκε στη σκηνή του »Παλλάς», κρατώντας το χέρι του ιατρού της. Εκεί ήταν ο Σπανός, ο Παπαστεφάνου, ο Κωτούλας, ο Σαββόπουλος, η Κωχ, ο Λόλεκ και το πνευματικό της παιδί, ο Γιώργης Χριστοδούλου.

Βέβαια, η δική μου συγκίνηση ήταν ακόμα μεγαλύτερη, καθώς η ίδια τήρησε ότι μού’χε πει στο προ ετών τηλεφώνημα της. Η συνεργάτιδα της τότε, Σωτηρία Μπαβέλλου, ειδοποίησε το περιοδικό »Δίφωνο» πώς ζητάει εμένα για να μου δώσει την πρώτη, μετά την περιπέτεια της υγείας της, μεγάλη συνέντευξη. Έτσι και έγινε. Ξαναβρεθήκαμε, τα είπαμε, μου χάρισε κιόλας σκίτσα της, ενόσω έπαιρνε τζούρες στα κρυφά από τα τσιγάρα μου.

Η επόμενη συνέντευξη πραγματοποιήθηκε πάλι για το »Δίφωνο» σε λιγότερο από ένα χρόνο με αφορμή την έκδοση του άλμπουμ της, »Και πάλι χαίρετε». Ομολογώ πως είχα ενστάσεις για να δημοσιεύσω ακόμη μία συζήτηση μας με την Αρλέτα με το φόβο να έχουμε »εξαντλήσει» τα θέματα μας. Η ίδια όμως ήξερα ότι το ήθελε και ποιος θα της χάλαγε χατήρι; Τελικά εκεί κατάλαβα πως αν υπήρχε λόγος για να μου δίνει μία συνέντευξη κάθε μήνα, πάλι διαφορετικά πράγματα θα λέγαμε!

Ενδιαμέσως, δε θα ξεχάσω ένα απόγευμα που της κάναμε αρμένικη βίζιτα μαζί με τον Αλέξανδρο Μίαρη από το συγκρότημα Electric Litany. Φορτώσαμε, θυμάμαι, μια μεγάλη τριανταφυλλιά στο λεωφορείο μέχρι την πλατεία Κυψέλης. »Καλώς τα φρικιά με τα λουλούδια» ήταν τα λόγια της Αρλέτας σαν μας υποδέχτηκε στο σαλόνι της.

Η τελευταία μας συνέντευξη αναρτήθηκε στο LIFO.gr κατά παραγγελία του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου. »Μπα» μου είπε στο τηλέφωνο η Αρλέτα, »θέλει από μένα συνέντευξη ο Τσαγκαρουσιάνος; Δε με θεωρεί ξοφλημένη;» Και ίσως γι’ αυτό κιόλας την είχε χαρεί πάρα πολύ την εν λόγω συνέντευξη της στη LIFO. Βρισκόμουν στο Λουξεμβούργο για γυρίσματα, ενάμισι χρόνο πίσω, όταν πάλι μου τηλεφώνησε για να μου δηλώσει την ικανοποίηση της. »Μα εμείς δεν κάνουμε συνεντεύξεις» της είχα πει κι εγώ, »το βιβλίο της ζωής σου σού γράφω αποσπασματικά».

Έτσι, λοιπόν, αποσπασματικά τώρα, στη μνήμη μιας τεράστιας καλλιτέχνιδας, μια πολύ ιδιαίτερης προσωπικότητας και μιας γυναίκας που με τίμησε με τη φιλία της, αποφάσισα αντί μιας αναδημοσίευσης απλής να κάνω ένα κολάζ απ’ αυτές τις τέσσερις συνολικά δημόσιες συζητήσεις μας. Μου φαίνεται αδιανόητο πως φέτος δεν θα γιορτάσουμε πάλι στο σπίτι της τα δεύτερα γενέθλια της μετά το πρώτο εγκεφαλικό που την είχε βρει – αν και γεννημένη τον Μάρτιο του 1943, η Αρλέτα είχε καθιερώσει να εορτάζει με φίλους τη δεύτερη »γέννηση» της, την επάνοδο της στη ζωή σαν από θαύμα. Μ’ αυτή τη λογική, πέρσι τον Φεβρουάριο η Αρλέτα είχε γίνει…οχτώ ετών! Έτσι, εκεί ήμασταν ακριβώς ένα χρόνο πριν η Ντόρα Μπακοπούλου, ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης, η Φωτεινή Βελεσιώτου, ο Γιώργης Χριστοδούλου, ο Γιώργος Παπαστεφάνου, ο Κώστας Κωτούλας, η Γιώτα Γιάννα, ο Κώστας Φαλελάκης. Γελούσαμε, τραγουδούσαμε, πίναμε…Απίστευτο!

Κρατώ ως επίλογο αυτού του τεράστιου προλόγου για ό,τι θα διαβάσετε, την τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τη Μαρίζα Κωχ λίγες μέρες μόλις πριν το κακό τη βρει πάλι. »Πως θα τη βγάλουμε, Μαρίζα μου; Είμαι με 600 ευρώ το μήνα» ήταν τα λόγια της, για να εισπράξει την απάντηση της Κωχ: »Κι εγώ με 660. Πρέπει να πιάσουμε όλες μαζί ένα μεγάλο σπίτι να αλληλοβοηθούμαστε»… »Ναι, να το κάνουμε, ωραίο ακούγεται» ξαναείπε η Αρλέτα και βάλανε τα γέλια. Κι εγώ δεν ξέρω τώρα αν την καθ’ όλα δυνατή Αρλέτα την »γονάτισε» η κρίση, η ίδια κρίση που στέλνει καθημερινά στο θάνατο δεκάδες συμπολίτες μας, το σίγουρο είναι πάντως πώς δεν έφυγε μόνη: Είχε στο πλάι της όλους τους ανθρώπους που τη γνώρισαν, την αγάπησαν και μοιράστηκαν το ταλέντο της. Στο καλό, γλυκιά μου, δεν θα σε ξεχάσω ποτέ!

— Άχαρο πράγμα η ταμπέλα «Νέο Κύμα», όμως κι εσείς ασχοληθήκατε με διαφορετικά μουσικά ρεύματα μέσα στα χρόνια.

Α.: Ό,τι έχω κάνει στη ζωή μου έχει έρθει, έχει συμβεί και τίποτα δεν είχα προσχεδιάσει. Εμένα όλα μου τα εγκλήματα ήταν εγκλήματα πάθους και όχι προμελέτης. Ζω με τη μουσική, με την έννοια ότι προσπαθώ να την ακούω μέσα μου και πολύ περισσότερο όταν ήμουν νεότερη.


— Έχετε πει πως το τραγούδι είναι ο μόνος τρόπος επικοινωνίας σας. Εντούτοις, ζωγραφίζετε. Θεωρείτε τη ζωγραφική μια πιο μοναχική μορφή τέχνης;

Α: Μα είναι ούτως ή άλλως πιο μοναχική. Δεν αναφέρομαι στα εικαστικά γενικότερα, που τώρα τελευταία έχουν μπλεχτεί με το σόου, αλλά στη ζωγραφική, η οποία διαθέτει τη δική της εσωτερική κίνηση. Αυτήν σπούδασα και σ’ αυτήν θα καταλήξω, αν επιβιώσω. Είναι η πρώτη μου αγάπη!

— Πώς γράφετε τα τραγούδια σας, βγάζετε νότες;

Α: Θα ήθελα πάρα πολύ να ‘χω σπουδάσει και την επιστήμη της μουσικής, αλλά δεν έτυχε. Κι αυτό πρέπει να γίνει πολύ νωρίς και πολύ σωστά.

– Τι γνώμη έχετε για το τραγούδι όπως αποδίδεται ζωντανά στις μέρες μας;

Α: Για μένα η ελληνική μουσική κατά 90% είναι τραγούδι. Προτιμώ έτσι να το ακούω ζωντανά, όταν υπάρχουν βέβαια οι κατάλληλες συνθήκες. Ένα είδος τραγουδιού που μου αρέσει πάρα πολύ είναι το ρεμπέτικο, αλλά σπανίως το ακούω όπως θα το ήθελα. Εννοώ ότι προτιμώ ένα πιο σπάνιο ρεπερτόριο, εφόσον συνήθως ακούμε τα ίδια και τα ίδια και μάλιστα σε εκτελέσεις άχρωμες, άγευστες και άοσμες. Το ρεμπέτικο αποτελεί επίσης διασκέδαση, την οποία εγώ είχα προλάβει ατόφια προς το τέλος της. Εκεί, όπου έβλεπες ανθρώπους να χορεύουν και όχι να πατάν σταφύλια. Ηλικιωμένους σε ζεϊμπέκικα που τάραζαν την ψυχή σου και νεότερους που προσπαθούσαν να μάθουν. Συγγνώμη που το λέω έτσι, αλλά αίσθησή μου είναι ότι σήμερα το λαϊκό τραγούδι αντιμετωπίζεται σαν κάτι μεταξύ μπαλέτου και γυμναστικής χωρίς γυμναστική!

— Ξεκινήσατε στα μέσα του 1960 με μια κιθάρα και τη φωνή σας. Την ίδια περίοδο μεσουρανούσε η Τζόαν Μπαέζ…

Α: Η μπαλάντα ή ένας άνθρωπος με ένα όργανο δεν νομίζω πως ήταν μόνο η Μπαέζ. Αν δεν μπορεί το τραγούδι να σταθεί με ένα όργανο και μια φωνή, δεν νομίζω πως είναι τραγούδι. Είναι άλλο είδος, πολύ ωραίο, πολύ ενδιαφέρον, αλλά ενδεχομένως όχι τραγούδι.


— Όταν τραγουδούσατε το «Είχα ένα αγόρι» για τη δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα και την «Κυρία Συνταγματάρχου», που λογοκρίθηκε, σκεφτήκατε αργότερα ότι εσείς και η Μπαέζ ουσιαστικά ασκείτε την ίδια τέχνη;

Α: Όχι, σε καμία περίπτωση. Δεν θα τολμούσα να σκεφτώ κάτι τέτοιο. Είχα ακούσει ξένη μουσική, τις αλληγορικές μπαλάντες που αγαπώ ιδιαίτερα, αλλά τότε εξακολουθούσα να βρίσκομαι αλλού. Εμένα η μεγάλη μου αδυναμία ήταν και είναι η μαύρη μουσική. Αν έχω ζηλέψει κάτι, είναι οι φωνές των μαύρων. Δεν παίζονται οι άνθρωποι! Μου έλεγε μια φίλη μου «μα πώς τραγουδούν έτσι αυτοί;» και της απάντησα ότι η ψυχή τους έχει πιάσει πολύ λίπασμα, γι’ αυτό φυτρώνουν τόσα πράγματα. Για μένα η ελληνική μουσική κατά 90% είναι τραγούδι. Προτιμώ έτσι να το ακούω ζωντανά, όταν υπάρχουν βέβαια οι κατάλληλες συνθήκες. Ένα είδος τραγουδιού που μου αρέσει πάρα πολύ είναι το ρεμπέτικο, αλλά σπανίως το ακούω όπως θα το ήθελα.

— Εντούτοις, η δική σας μουσική όλα αυτά τα χρόνια περισσότερα στοιχεία μπαλάντας φέρει παρά του μπλουζ.

Α: Πολλοί λένε ότι αυτά που κάνω μπλουζίζουν, χωρίς να είναι αυτό ακριβώς.

— Βρεθήκατε στην πορεία σας και με μουσικούς οι οποίοι σνόμπαραν την ελληνική μουσική, αμερικανοτραφείς να τους πούμε;

Α: Με πολλούς! Δεν είναι αμερικανοτραφείς, ηλιθιοτραφείς είναι! Τέλος πάντων… Είναι άνθρωποι που δεν κατέχουν και που εντυπωσιάζονται από το αναμφισβήτητα πολύ υψηλό επίπεδο της ξένης μουσικής. Με μια διαφορά: το δικό σου είναι δικό σου, είναι η ψυχή σου, και αν χάσεις την ψυχή σου, δεν πα να ξέρεις τη μουσική του κόσμου όλου!

—Μου θυμίζετε έναν φίλο πριν πολλά χρόνια που λάτρευε τον Τομ Γουέιτς και έκλεινε τ’ αυτιά του με τα ρεμπέτικα, κι εμείς του λέγαμε πως ο Τομ Γουέιτς είναι το ρεμπέτικο της Αμερικής.

Α: Όταν ήμουν κι εγώ πολύ νέα, άκουγα λαϊκά κι έβγαζα καντήλες! Η παιδεία μου ήταν μάλλον ευρωπαΐζουσα, ενώ από ελληνική μουσική άκουγα μόνο οπερέτες και δημοτικά. Επίσης, γνώριζα τη βυζαντινή μουσική, εφόσον έψελνα στη χορωδία του σχολείου.

— Δεν μπορώ να φανταστώ την πράα αυτή φωνή να ψέλνει!

Α: Ναι, έχω ψάλει όλη τη λειτουργία! Δεν ήταν ακριβώς βυζαντινή, εξευρωπαϊσμένη θα την έλεγα, πάντως ήταν λειτουργία ολόκληρη!

— Τι είναι αυτό που κατά τη γνώμη σας κάνει διαχρονικό έναν ερμηνευτή, ακόμη κι αν έχει πάψει να ηχογραφείται η φωνή του;

Α: Αυτό δεν μπορώ να το προσδιορίσω ακριβώς. Πιστεύω, όταν είναι ο εαυτός του και η αλήθεια του, εξού και βλέπουμε ότι οι πιο πολλοί τραγουδιστές αυτής της κατηγορίας είναι οι λαϊκοί. Αυτοί που μεγάλωσαν μέσα στον συγκεκριμένο χώρο και αυτόν τραγουδούσανε. Όπως έλεγε κι η θείτσα μου, κουκιά ξέρεις, κουκιά μολογάς. Δεν είναι δυνατόν ένας άνθρωπος που έχει μεγαλώσει στο Μπουρνάζι, στο Περιστέρι ή στην Άνω Κωλοπετεινίτσα να μου παρασταίνει ότι τον ενδιαφέρει περισσότερο ο Τομ Γουέιτς και ο Τζίμι Χέντριξ. Ας τους βρει κι ας τους μελετήσει, είναι πολύ σημαντικό, όχι όμως να σνομπάρει τον τόπο του.

— Μην το λέτε αυτό, εγώ τα πιο νοσταλγικά μου ροκ ακούσματα τα έχω σε κάτι σπίτια στα Ταμπούρια, όπου μαζευόμασταν πέντε-δέκα μαλλιάδες κι ακούγαμε τα βινύλια των Led Zeppelin.

Α: Ξέρεις πού είναι το πρόβλημα, αγόρι μου; Στην Ελλάδα εκτιμούμε πάρα πολύ τους ξένους καλλιτέχνες και δεχόμαστε αυτά που λένε, αλλά Έλληνας δεν μπορεί να τα πει! Οι Έλληνες μοιάζουν περιχαρακωμένοι σ’ ένα φρούριο που έχει τέσσερις τάφρους, το πρώτο είναι τα κέντρα, τα μαγαζιά, το δεύτερο η τουρκοκρατία, το τρίτο η ενετοκρατία και το τέταρτο η βυζαντινή εποχή. Άσε που οι περισσότεροι είναι και άσχετοι, αν ρωτήσεις τον μέσο Έλληνα για τα πράγματα που θα ήξερε και το μικρότερο παιδί, οι γνώσεις του είναι ανύπαρκτες. Τα 4/5 των Αθηναίων δεν έχουν ανέβει στην Ακρόπολη καν! Θα μου πεις, είναι σημαντικό; Ναι, είναι πολύ σημαντικό, θα σου απαντήσω. Για ποιο ξένο ροκ να ξέρουν, όταν αγνοείται ο Σεφέρης; Δεν επιτρέπεται δηλαδή οι αριστεροί, επειδή δεν τον είχαν για δικό τους, να τον αγνοούν. Είναι απαράδεκτο! Και ο Σεφέρης πήρε Νόμπελ πριν από τον Ελύτη, ενώ μόνο τον Ελύτη αναφέρουν. Γιατί άραγε; Τι έχουμε κάνει εμείς γι’ αυτούς τους ανθρώπους; Ντροπή που εξάγουμε μόνο τη δολοφονία ενός παιδιού και λέμε κιόλας ότι έφταιγε ο Θεός που το δολοφονήσανε! Για όνομα του Θεού και της Παναγίας! Και να το υποστηρίζει αυτό άνθρωπος ο οποίος έχει ταυτότητα και ψηφίζει με, υποτίθεται, σώας τας φρένας! Ύστερα απ’ αυτό τα είδα όλα, δεν έχω να πω τίποτε άλλο. Γι’ αυτά γινόμαστε γνωστοί έξω και για έκτροπα που γίνονται στα διάφορα θέρετρα από γελοίους νεαρούς από την Αγγλία, τους οποίους θαυμάζουμε κιόλας! Τι είναι, δηλαδή, η Ελλάδα; Σουβλάκι – συρτάκι – μουνάκι; Πάρε για παράδειγμα και τον κινηματογράφο. Εσείς πώς εξηγείτε το γεγονός ότι ορισμένες ταινίες με αποδεδειγμένη διαχρονική αξία, που τότε τις κράζαμε και κοντεύανε να μας δείρουνε, σήμερα βλέπονται με πολύ μεγαλύτερη συμπάθεια; Ακούμπησαν τον ελληνικό λαό αυτές οι ταινίες όσο δεν τους είχε ακουμπήσει τίποτε άλλο.


— Συγγνώμη, αλλά να ξαναδώ ταινία της ΚΛΑΚ ΦΙΛΜ και του Απόστολου Τεγόπουλου, μόνο για την πλάκα μου θα το έκανα σήμερα.

Α: Όχι, εγώ για την πλάκα μου το έκανα τότε. Τώρα τη βλέπω καθαρά κοινωνικά.

— Και την «Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου», λόγου χάριν;

Α: Κι αυτήν, χωρίς να έχω προσωπική εμπειρία επί του θέματος. Εκτός αν πούμε ότι θεωρώ τον εαυτό μου μετανάστη, ξεριζωμένο από τα Εξάρχεια, όπου έζησα όλη μου τη ζωή, στην Κυψέλη, όπου βρίσκομαι δυο-τρία χρόνια τώρα. Εξακολουθώ όμως να νιώθω παιδί του κέντρου, έχοντας ζήσει σε όλο το τρίγωνο του θανάτου: Μεταξουργείο, Εξάρχεια, Κυψέλη.

— Έχουν υπάρξει στην πορεία σας άνθρωποι με τους οποίους έχετε τσακωθεί σε σημείο σκοτωμού;

Α: Όχι. Μία φορά στη ζωή μου μόνο έκανα κάτι για έναν συγκεκριμένο λόγο. Κανείς δεν θα το θυμάται, όμως δεν το έχω μετανιώσει καθόλου. Αρχές του ’70 τρώγαμε με γνωστούς και μη εξαιρετέους φίλους σε ταβέρνα και ήταν μαζί κι ένας πιτσιρικάς ο οποίος είχε πάρει πορδή του ανέμου κι έβριζε τον Χατζιδάκι, με τον οποίο αργότερα ήρθε πολύ κοντά και του οφείλει και την καριέρα του σχεδόν. Σηκώθηκα, πέταξα το τραπέζι και είπα «εγώ με τσογλάνια δεν τρώω!», όπου έμειναν όλοι κόκαλο. Αυτό είναι από τα πιο έντονα πράγματα που έχω κάνει. Κι άλλες φορές άνοιξα το στόμα μου και είπα πράγματα που δεν λέγονται, αλλά όχι δημόσια.

— Με τον Χατζιδάκι δεν συνεργαστήκατε ποτέ, παρόλο που είχατε την έγκρισή του…

Α: Ούτε ήθελα, τον φοβόμουν. Φοβόμουν μη με περιτυλίξει μ’ αυτή την απίστευτη γοητεία του. Ο Χατζιδάκις ήταν ένας από τους γοητευτικότερους ανθρώπους που γνώρισα στη ζωή μου και τις λίγες φορές που συναντηθήκαμε μου φέρθηκε πολύ καλά. Είχα πάει το ’81 στους Πρώτους Αγώνες Κέρκυρας και δεν είχα ούτε εισιτήριο ούτε τίποτα. Βρέθηκα, λοιπόν, σε μια γωνιά του θεάτρου να παρακολουθώ την πρόβα. Ένας φίλος που ήξερε τον Χατζιδάκι προφανώς του μίλησε, οπότε ακούγεται ξαφνικά μια στεντόρεια φωνή: «Αγλέτα!». Εγώ ήθελα να κρυφτώ κάτω από το κάθισμά μου κι αυτός ήρθε κοντά, μου έδωσε εισιτήρια και πολύ καλή θέση, μαλώνοντάς με που δεν τον ειδοποίησα ότι θα πήγαινα. Θυμάμαι και πρωτύτερα, που είχα κάνει τα «12+1 τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι», μια κάρτα πολύ ωραία που μου είχε στείλει από την Αμερική, την οποία κρατάω ακόμα σαν μία από τις πιο έντονες αναμνήσεις. Ήξερα ότι αν συνεργαζόμουν μαζί του, θα ήταν και το τέλος. Αν τραγουδούσα, δηλαδή, ένα από τα σημαντικότερα έργα του, μετά δεν θα ξανατραγουδούσα. Το εννοώ! Με πείραξε πάρα πολύ τώρα που ο γιος του Χατζιδάκι μου απαγόρευσε να πω δύο κομμάτια από τον λατρεμένο μου «Κύκλο του C.N.S.». Τότε δεν ξέρω αν ήταν απόφαση του Χατζιδάκι ή του Πατσιφά να μην ηχογραφήσω το εν λόγω έργο. Η τελευταία μεγάλη συνέντευξη της Αρλέτας, που συνοψίζει τη ζωή της

— Μήπως ο Γιώργος Χατζιδάκις σας το απαγόρευσε με τη λογική τού να μη σπάσει ένας αδιαίρετος κύκλος τραγουδιών; Το συνήθιζε αυτό και ο Μάνος.

Α: Αυτά είναι σαχλαμάρες. Δεν συμφωνώ με τον τρόπο που έχει χειριστεί το έργο του θετού του πατέρα, πιστεύω, αντίθετα, ότι του έχει κάνει και κακό. Τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι είναι για να τραγουδιούνται, όχι για να εξαφανίζονται ή να εμφανίζονται ως πολύ βαρύγδουπα πράγματα. Έχει κάνει έργα επιπέδου λιντ, σαν τον «Κύκλο του C.N.S.» και μερικά άλλα, όμως η πλειονότητα του έργου του είναι τραγούδια και μάλιστα λαϊκά. Του άρεσε – δεν του άρεσε του ίδιου, ο Χατζιδάκις έγραψε για τον κόσμο ή αγαπήθηκε πολύ από τον κόσμο. Και σήμερα δεν τραγουδιέται πολύ ο Χατζιδάκις, κακά τα ψέματα.

— Δεν θα το έλεγα, εδώ μέχρι και η Άντζελα Δημητρίου βγήκε και τραγούδησε «Χάρτινο το φεγγαράκι».

Α: Κι αυτά χαζομάρες είναι. Γιατί, το «Δεν ήταν νησί» δεν το είπε κι η Κλειώ Δενάρδου; Το θέμα δεν είναι εκεί, έχω την άποψη πως το έργο του Χατζιδάκι δεν είναι ακόμη σωστά προβεβλημένο. Εγώ τον Χατζιδάκι τον σεβάστηκα και με σεβάστηκε κι αυτός. Κι ακόμα τον σέβομαι, όπως σέβομαι και τον τελευταίο αλήτη. Δεν χρωστάω τίποτε άλλο στον Χατζιδάκι πέραν πολύ ωραίων τραγουδιών που θα τραγουδάω μια ζωή χωρίς να τα βαριέμαι. Χρωστάω, δηλαδή, μεγάλη ευχαρίστηση, όμως ποτέ δεν με βοήθησε ιδιαίτερα, δεν ανήκα στις παρέες του και δεν τραγούδησα ποτέ σε πρώτη εκτέλεση ούτε μισό τραγούδι του. Ο Χατζιδάκις είχε την ευαισθησία και τη γλύκα ενός Έλληνα που δεν υπάρχει πια, όπως ακριβώς εξαφανίζονται τα σπάνια είδη της πανίδας. Όχι είδος ανθρώπου προς εξαφάνιση, αλλά που έχει ήδη χαθεί.

— Ποια είναι η άποψή σας για την επιδερμικά ερωτική θεματολογία στο σύγχρονο ελληνικό τραγούδι;

Α: Δεν είναι καν ερωτική θεματολογία, αλλά της καψούρας, και μάλιστα της δήθεν καψούρας. Πραγματική καψούρα είναι το «I put a spell on you» ή το «Άνοιξε – άνοιξε, γιατί δεν αντέχω». Χωρίς να το περιορίζουμε στον στίχο, βλέπουμε πως η εποχή μας δεν έχει χρόνο, παρ’ ότι έχει πολύ μεγαλύτερη χρονική ελευθερία απ’ ό,τι εμείς παλιότερα. Όταν πρωτοανακάλυψα τα μηνύματα στο κινητό, και μόνο σε δύο ανθρώπους που έστελνα, μου έτρωγε τη μισή μέρα. Ναι μεν έχω καλή σχέση με την τεχνολογία, αλλά αν δεν υπάρχει κάτι στο manual, στις οδηγίες, σπανίως ρωτάω. Έτσι, τα έστελνα κι αυτά ποτέ δεν πήγαιναν. Ώσπου ανακάλυψα ότι τα έστελνα σε… σταθερό. Για δύο μήνες είχα πάθει αμόκ, δεν έκανα τίποτε άλλο απ’ το να στέλνω μηνύματα. Δε σου κρύβω ότι μ’ αρέσει πολύ αυτό το παιχνιδάκι. Είμαι πολύ επιρρεπής γενικά στις παιχνιδομηχανές. Να μην έχεις λεφτά, το καταλαβαίνω, είναι άσχημο, αλλά να μην έχεις την υγεία σου είναι ακόμη πιο άσχημο.


— Ήταν τόσο ξαφνικό, τελικά, εκείνο το βαρύ εγκεφαλικό; Δεν σου είχε δώσει σημάδια;

Α: Είχα πάθει ένα πιο ελαφρύ, ισχαιμικό, στη Θεσσαλονίκη, δύο χρόνια πριν. Νοσηλεύτηκα και μου έδωσαν αντιπηκτικά. Ως αμελής, όμως, δεν τα πήρα τα φάρμακα και πιθανώς γι’ αυτό έζησα όταν έσκασε το δεύτερο, το «καλό». Με τα αντιπηκτικά δεν επρόκειτο να σταματήσει το αίμα και θα πέθαινα. Γενικά, ήταν σαν να είχε συνωμοτήσει το σύμπαν για να μην ψοφήσω. Τόσες συμπτώσεις μαζί… Δεν ξέρω…

— Είσαι επιμελής με τα φάρμακά σου; Δεν είναι αστεία υπόθεση.

Α: Η αλήθεια είναι πως δεν είμαι ιδιαίτερα επιμελής. Αυτό που προσπαθώ, χωρίς να είναι εύκολο στην ηλικία μου, είναι να αδυνατίσω. Έχω χάσει μερικά κιλά, όχι με δίαιτα, αλλά με ειδική διατροφή από διατροφολόγο. Η ακινησία μού έχει κάνει κακό, γιατί μες στο σπίτι πραγματικά κινούμαι ελάχιστα. Ευτυχώς, πέρυσι το καλοκαίρι η Νένα Βενετσάνου μου παραχώρησε το εξοχικό της στο Πόρτο Ράφτη και έκανα 70 μπάνια. Δεν ξέρεις πόσο καλό μου έκαναν! Τα φάρμακα, πάντως, ποτέ δεν τα ήθελα και τώρα προσπαθώ να παίρνω τα πιο απαραίτητα.

— Από την εμπειρία σου, τι θα έλεγες σε κάποιον ομοιοπαθή σου;

Α: Δύο πράγματα, σαν ευχή: να έχει έναν άνθρωπο δίπλα του, όπως είχα εγώ μια φίλη-κερί αναμμένο, που λένε και στο χωριό μου, και άλλον έναν για να τρέχει στα νοσοκομεία και να μπορεί να φωνάζει δυνατά. Να μην έχεις λεφτά, το καταλαβαίνω, είναι άσχημο, αλλά να μην έχεις την υγεία σου είναι ακόμη πιο άσχημο. Να ξέρετε, πάντως, το νοσοκομείο είναι μεγάλο σχολείο.

— Εισέπραξες, όμως, και πολλή αγάπη μετά το αίσιο τέλος της περιπέτειας.

Α: Να σου πω κάτι, αγάπη μου; Εισπράττεις μόνο αυτό που είσαι σε θέση να εισπράξεις. Κι εγώ ποτέ δεν πίστευα ότι είμαι αγαπητή ή ότι με συμπαθούν οι άνθρωποι, εκτός από ελάχιστους. Δεν είχα αυτό το «εγώ είμαι». Το αντίθετο. Μπορεί και να μην είναι πολύ καλό αυτό, εκείνο τον καιρό όμως εισέπραξα την αγάπη του κόσμου όσο ποτέ άλλοτε. Το βλέπω ακόμη και σήμερα, τις λίγες φορές που παίζω κάπου. Ειλικρινά, δεν μπορώ να το καταλάβω, διότι ποτέ δεν τους φέρθηκα καλά.

— Δεν έκανες τη χαριτωμένη, που λέει ο λόγος;

Α: Μα δεν θα μπορούσα, γιατί δεν ήμουν ποτέ χαριτωμένη. Μάλλον αμπλαούμπλας ήμουν σε όλη μου τη ζωή. Δεν τους έλεγα πράγματα που ήθελαν, πάντα έλεγα αυτά που εγώ ήθελα. Επίσης, ένα άλλο: στα πενήντα πατημένα χρόνια που τραγουδάω, δεν κατάφερα ποτέ να κάνω μια γιορτή. Όποτε το επιχειρούσα, έπεφτα και σ’ έναν απατεώνα. Πιθανώς να μην αξιωθώ να γιορτάσω ούτε τα εκατό μου χρόνια (γέλια).

— Δίνεις συχνά συνεντεύξεις τελευταία. Σε ευχαριστεί αυτό;

Α: Όχι, δεν δίνω πια. Και τώρα δεν ξέρω αν λέμε τίποτα καινούργιο. Εγώ λέω ένα πράγμα: έπρεπε να πεθάνω για να με ξανανακαλύψουν. Δεν κάνω πλάκα. Δεν με θεωρώ επισήμως τραγουδίστρια, αφού δεν επιδίωξα ποτέ κασέ, εξώφυλλα, συνεντεύξεις και να γυρνάω την Ελλάδα κάθε χρόνο. Επομένως με εντυπωσιάζει σήμερα το ότι στα live μου 50%-70% του κοινού μου είναι πολύ νέα παιδιά, πιτσιρίκια.

— Εξηγείται! Είσαι ένα pop icon και μόνο για το «Μπαρ το Ναυάγιο» και το «Batida de Coco».

Α: Ξέρεις ποιο είναι το πιο δημοφιλές κομμάτι μου στο YouTube; Ο «Λύκος», που γράφτηκε το ’81. Το «Μπαρ το Ναυάγιο» είναι σε καθαρό ηπειρώτικο ύφος. Πολλά τραγούδια μου είναι σαν να γράφτηκαν χθες. Αλλά τι pop icon μου λες; Εδώ δεν μπορώ να κουνηθώ και βγαίνω σαν γριά γκιόσα με το μπαστούνι στη σκηνή. Τα παιδιά γουστάρουν αυτούς που τρέχουν και χορεύουν, κι εγώ δεν μπορώ να περπατήσω, όχι να χορέψω…

— Ενώ έχεις πει πως δεν πολυβγαίνεις πια, εγώ δεν εισπράττω μοναξιά από σένα. Μπορεί να έχω και λάθος…

Α: Δεν εισπράττεις, γιατί τα έχω βρει πολύ καλά με τον εαυτό μου κι έχω και φίλους δίπλα μου. Ζω καθημερινά με τη μοναξιά μου, αλλά δεν το λέω, γιατί ακριβώς νιώθω μοναξιά. Από την άλλη, ζω με τις μουσικές μου, τα βιβλία μου, τα σκίτσα μου και φυσικά τις κιθάρες μου, οχτώ τον αριθμό!

— Λέω να κλείσουμε με τα μελλοντικά σου σχέδια…

Α: Νωρίς είναι ακόμη για να το πω, αλλά θέλουμε να κάνουμε έναν δίσκο με τον Λάκη σε στίχους της Sunny Μπαλτζή. Θα ακολουθήσει ακόμη ένας δικός μου δίσκος και μετά τέρμα. Θα βάλω την τελεία.

— Θα μπορέσεις, λες, να το κάνεις;

Α: Ω, ναι! Να ξέρεις πως ό,τι έχω κάνει, το έκανα γιατί χρώσταγα στον κόσμο και σ’ εμένα.

— Εύχομαι να είσαι γερή και δυνατή, ώστε να πραγματοποιήσεις τα σχέδιά σου.

Α: Πολύ σ’ ευχαριστώ.
Πηγή: toperiodiko.gr - 8 Aυγούστου 2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου