Στα τέλη του Μεσοπολέμου, οι Aπόκριες και τα Kούλουμα είχαν για τον προσφυγικό συνοικισμό του Βύρωνα μία ιδιαίτερη αξία. Οι γιορτές των αποκριών ήταν ένα ξεφάντωμα της φτώχειας, ένα ξεκίνημα για να πάνε τα φαρμάκια κάτω.
Γενικά, η ζωή στο Βύρωνα ήταν στην πάνω βόλτα: Κάθε μέρα το τσουκάλι έβραζε, όλο και κανένα ρουχαλάκι έμπαινε στο σπίτι. Το αφεντικό του σπιτιού, κάθε βράδυ κρατούσε το καρβέλι κάτω απ’ τη μασχάλη.
Μα οι Aπόκριες και η Καθαρά Δευτέρα ήταν το κάτι άλλο: Τα γύρω καπηλειά έβαζαν τα γιορτινά τους, οι λαϊκοί ζωγράφοι προσέθεταν τις τελευταίες πινελιές στα αριστουργήματά τους, οι μοδίστρες δουλεύαν μέχρι αργά για να ετοιμάσουν κάποιο φουστάνι της προκοπής.
Κι από την Τσικνοπέμπτη άρχιζε το καρναβάλι της ζωής. Ήταν συνήθεια εκείνη την Πέμπτη να τσικνίζουν τα φαγητά. Ποιος ο λόγος; Οι νοικοκυρές έφτιαχναν τόσο πολλά φαγητά που ήταν δύσκολο να μην τους αρπάξουν στη φουφού ή στην γκαζιέρα του πετρελαίου.
Μα ο Βυρωνιώτης τον καλύτερο μεζέ τον έδινε στο γείτονα και στον παραγείτονα.
Και το αλισβερίσι έδινε κι έπαιρνε! Αχ, γειτονιά που χάθηκες στο μπετόν… Τα καπηλειά στο Βύρωνα ήταν πολλά, μα τα πιο γνωστά ήταν η ταβέρνα του Μανόλη (στη σημερινή στάση Μανόλη), του Ξυλοτούρη (στην Καισαρείας), του Ζαγλαβέρα, του φτωχού Μερακλή, του Δεληλάμπρου (στου Χαραλαμπόπουλου), της χήρας Αρετής, του Μοίρα (στην Αρτοτινής), του Ατσιόγλου, του Σ. Βαρελά. Για χορό και μουσική ήταν τα «Αραπάκια» (στο Ταπητουργείο) και η «Νεράιδα» (κοντά στην Αστυνομία).
Ξεχωριστή ήταν η ταβέρνα «Τα καλάμια», στέκι της διανόησης, στη γέφυρα επί της Νικηφορίδη. Εκεί έβλεπες τον μπαρμπα-Κώστα το Βάρναλη, τον Βασίλη Ρώτα, τον Κωστή Μυρηναίο, τον Αναστάση Πεπονή κι αργότερα το Δημήτρη Ψαθά, που για πολλά χρόνια έμενε στο γαλακτοπωλείο του Τζάθα, στη Γέφυρα.
Και καθώς έφτανε η Κυριακή της Τυρινής άναβε ένα γλέντι διαρκείας σ’ όλο το
Βύρωνα.
Οι Σμυρνιοί, μπεσαλήδες και χωρατατζήδες, έδιναν ξεχωριστή ζωή στο καρναβάλι, καθώς σατιρίζανε τα γεγονότα προκαλώντας γέλια μέχρι δακρύων. Κάθε οικοδομικό τετράγωνο έφτιαχνε και το δικό του καρναβάλι. Ας θυμηθούμε μερικά απ’ τα περιστατικά που έχουν αφήσει εποχή:
Δυο γεροδεμένοι άνδρες, ντυμένοι γυναικεία, είχαν κρεμάσει ένα μεγάλο χασαπόχαρτο στο στήθος τους. Ο ένας έγραφε επάνω «Ρούλα» κι ο άλλος «Κάστρο». Και να το γιατί: Στου Χαροκόπου, στην Καλλιθέα, έγινε ένα στυγερό έγκλημα, όπου μάνα και κόρη κατακρεούργησαν το γαμβρό τους, τον Αθανασόπουλο. Η κόρη, μάλιστα, η Ρούλα, αφότου βγήκε από τη φυλακή έμεινε κοντά στο Σκοπευτήριο. Το έγκλημα αυτό έγινε τραγούδι:
Στου Χαροκόπου τα στενά, μια μικροπαντρεμένη, εσκότωσε τον άνδρα της, βρε τη δαιμονισμένη. Καημένε Αθανασόπουλε, τι σου ‘μελε να πάθεις, από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις.
Άλλο χωρατό ήταν η Βαρβάρα, κάπως απαγορευμένο, όμως, λόγω της μεταξικής δικτατορίας, αφού Βαρβάρα έλεγαν την κόρη του Ιωάννη Μεταξά. Ένας νέος, ντυμένος γυναικεία, έκανε τη Βαρβάρα και χαμηλά στα σκέλια του κουνούσα μια παλαμίδα.
Κι η κομπανία
τραγουδούσε:
Βρε Βαρβάρα, στο Θεό σου, τι ’ναι αυτό που ’χεις ομπρός σου; Είναι κέφαλος βαρβάτος, όμορφος και κοτσονάτος. Τέτοιος κέφαλος με νύχι, δύσκολα θα σου πετύχει. Η Βαρβάρα κάθε βράδυ, στη Γλυφάδα ξενυχτάει.
Μα από τη σάτιρα δεν άφηναν ούτε το νέο Δήμαρχο, το γιατρό Ν. Φραγκιάδη, αλλά και την κυρία Μορκεντάου, αφού η σύζυγος του Αμερικανού πρεσβευτή ήταν πανύψηλη, με καπέλο γεμάτο λουλούδια.
Ασχολίαστες δεν έμεναν κι οι παραμάνες, οι γνωστές Ανδριώτισσες, με τα μεγάλα στήθια και την κλασική ποδιά.
Καθώς έφθανες από του Μορκεντάου, συναντούσες στα παράθυρα την αριστοκρατία του Βύρωνα:
Τις Πολίτισσες τις παστρικές που έλαμπαν από λούσα, στολισμένες με τα χρυσά και τα κωνσταντινάτα τους.
Κατεβαίνοντας προς το Παγκράτι, στην οδό Υμηττού, συναντούσες τα καισαριανιώτικα καρναβάλια, αλλά και τ’ αρμένικα αραπάκια. Ήταν νέα παιδιά, με μούτρο βαμμένο από καρβουνόσκονη, που κρατούσαν καθικάκια με κρασί και λουκάνικα. Τραγουδούσαν, έπιναν και χόρευαν:
Άντε μαζί, όλα μαζί, τ’ αραπάκια στη γραμμή
Την άλλη μέρα το πρωί, Καθαρά Δευτέρα, το εγερτήριο σήμαινε την ώρα για την παραδοσιακή λαγάνα από τους τότε γνωστούς φούρνους του Αγ. Λαζάρου, του Μυρίση, των «Πέντε Άρτων» του Ξυνού, του Ματσάγκου, του Μούλιου, του Μυσιρλή.
Παίρνοντας κάθε οικογένεια τα νηστίσιμα που σε κολάζανε από τη νοστιμιά, ανηφόριζε προς της «γριάς το πήδημα», στη σημερινή οδό Φορμίωνος, μ’ ένα τσερκένι και μια χάρτινη σαΐτα για τα παιδιά. Στήνανε πάλι το χορό, ειδικά αν βρίσκανε και κανένα γραμμόφωνο.
Εκδρομή στης «γριάς το πήδημα», αρχές του ’30…
Κρασάκι συνοδεία μελωδιών από το γραμμόφωνο, στην ταβερνούλα, πλάι στο Σκοπευτήριο
Νωρίς το απόγευμα επιστρέφανε στο σπίτι, έχοντας λάσκα το ζωνάρι από το φαγητό και το πιοτό.
Απόθανε ο Γιάνναρος και άφησε διαθήκη, να μην τον θάψουν σε εκκλησιά ούτε σε μοναστήρι.
Καημένη Θεωνίτσα, τι έχεις κι όλο κλαις; Και το παράπονό σου γιατί δεν μας το λες;Άντε, Χαρικλάκι, πώς με γέλασες; Άντε γεια σου, μας την έσκασες!
Κι αναμένανε τη Μεγάλη Σαρακοστή…
Αναδημοσίευση: Εφημερίδα ΕΝΤΟΣ του Βύρωνα Τεύχος 76, 3-2-2002
Συντάκτης (χρονογράφημα) του αείμνηστου Μανόλη Μπούρμουλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου