Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2021

Covid-19: Tι θα αλλάξει στην επιστήμη

Κέρδη και απώλειες από τον επικό αγώνα κατά της πανδημίας, με την υπογραφή ενός από τους σημαντικότερους science editors στον κόσμο. 

 Tου Ed Yong (Απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Τσίρος)

1. To φθινόπωρο του 2019, ουδείς μελετούσε την Covid-19, γιατί ουδείς γνώριζε την ύπαρξή της. Ο κορωνοϊός που την προκαλεί, ο SARS-CoV-2, είχε μόλις προσβάλει ανθρώπινους οργανισμούς και παρέμενε αταυτοποίητος και ανώνυμος. Μέχρι τα τέλη του Μαρτίου 2020 είχε διαδοθεί σε πάνω από 170 χώρες, αριθμούσε 750.000 κρούσματα και είχε προκαλέσει τη μεγαλύτερη μετατόπιση δυνάμεων στην ιστορία της επιστήμης. Χιλιάδες ερευνητές είχαν αφήσει κατά μέρος όποιο αίνιγμα έτρεφε έως τότε την περιέργειά τους, για να καταπιαστούν με την πανδημία. Σε διάστημα μηνών η επιστήμη «κορωνοποιήθηκε». 

Μέχρι σήμερα, η επιστημονική βιβλιοθήκη PubMed έχει καταχωρίσει πάνω από 74.000 σχετικές εργασίες, υπερδιπλάσιες από όσες υπάρχουν για την πολιομυελίτιδα, την ιλαρά, τη χολέρα, τον δάγκειο πυρετό και κάθε άλλη σοβαρή νόσο της ανθρωπότητας. Για τον Έμπολα, που ανακαλύφθηκε το 1976, έχουν δημοσιευτεί μέχρι σήμερα 9.700 μελέτες – λιγότερες από όσες υποβλήθηκαν μόνο πέρυσι σε μία επιστημονική επιθεώρηση για την Covid-19. Μέχρι τον Σεπτέμβριο, το έγκριτο New England Journal of Medicine είχε λάβει 30.000 μελέτες για δημοσίευση, 16.000 περισσότερες από ό,τι ολόκληρο το 2019. «Η διαφορά οφείλεται στην Covid-19», λέει ο αρχισυντάκτης του, Eric Rubin. «Ο τρόπος με τον οποίο η πανδημία αυτή άλλαξε τις προτεραιότητες της επιστήμης δεν έχει προηγούμενο», τονίζει ο διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας, Francis Collins. 

Αντίστοιχα με κολοσσιαία ερευνητικά έργα, όπως το ατομικό «Πρόγραμμα Μανχάταν» ή το διαστημικό «Πρόγραμμα Αpollo», οι επιδημίες κινητοποιούν μεγάλες ομάδες επιστημόνων. Στις ΗΠΑ, η γρίπη του 1918, η ελονοσία που θέριζε τους στρατιώτες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στο μέτωπο του Ειρηνικού και η «έκρηξη» της πολιομυελίτιδας στα μεταπολεμικά χρόνια ήταν γεγονότα που προκάλεσαν τέτοιες κινητοποιήσεις.

Πρόσφατες επιδημίες όπως ο Έμπολα και ο Ζίκα συνοδεύτηκαν από παροδικές εισροές κονδυλίων και μελετών, αλλά «ουδέποτε στην ιστορία πλησιάσαμε έστω και λίγο αυτό που συμβαίνει τώρα», λέει ο Madhukar Pai του McGill University.

Αυτό εν μέρει οφείλεται στο ότι υπάρχουν περισσότεροι επιστήμονες. Aπό το 1960 έως το 2010, ο αριθμός των ερευνητών στους κλάδους της βιολογίας και της ιατρικής στις ΗΠΑ επταπλασιάστηκε, από 30.000 σε 220.000. Αλλά οφείλεται και στην έκταση και την ταχύτητα της διασποράς του SARS-CoV-2. Για τους επιστήμονες του δυτικού κόσμου, δεν ήταν ένας εξωτικός κίνδυνος όπως ο Έμπολα. Απειλούσε και τα δικά τους πνευμόνια. Έβαλε λουκέτο στα εργαστήριά τους. «Μας χτύπησε μέσα στο σπίτι μας», λέει ο Pai. 

Μελέτη του Kyle Myers του Harvard και της ομάδας του σε δείγμα 2.500 ερευνητών από τις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Ευρώπη αποκάλυψε ότι το 32% όσων ασχολούνταν με την πανδημία προέρχονταν από άλλα πεδία. Νευροεπιστήμονες που ερευνούσαν την όσφρηση άρχισαν να εξετάζουν γιατί οι πάσχοντες από Covid-19 δεν μπορούσαν να μυρίσουν. Φυσικοί των οποίων η προηγούμενη εμπειρία από μεταδοτικές ασθένειες περιοριζόταν στην προσβολή τους από αυτές βρέθηκαν να αναπτύσσουν μοντέλα προσομοίωσης για λογαριασμό κυβερνήσεων. Ο Michael D. L. Johnson του Πανεπιστημίου της Αριζόνα μελετούσε την τοξική επίδραση του χαλκού σε βακτήρια, αλλά, όταν πληροφορήθηκε ότι ο νέος κορωνοϊός έχει μικρότερη διάρκεια ζωής σε χάλκινες επιφάνειες, άρχισε να ερευνά κατά πόσο το συγκεκριμένο μέταλλο θα μπορούσε να αξιοποιηθεί ως «όπλο». Καμία άλλη ασθένεια δεν είχε μελετηθεί τόσο εντατικά από τόσο μεγάλο πνευματικό κεφάλαιο, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. 

Η συλλογική προσπάθεια απέδωσε καρπούς. Νέα διαγνωστικά τεστ ανιχνεύουν τον ιό σε λίγα λεπτά. Ένας κολοσσιαίος όγκος δεδομένων ιικών γονιδιωμάτων και περιπτώσεων Covid-19 συνθέτει τη λεπτομερέστερη στα επιστημονικά χρονικά «απεικόνιση» του πώς εξελίσσεται μια νέα νόσος. Εμβόλια παρασκευάστηκαν σε χρόνο-ρεκόρ. Τα μυστικά που μας αποκαλύπτει η εξονυχιστική μελέτη του SARS-CoV-2 θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε εις βάθος και άλλους ιούς και να προετοιμαστούμε καλύτερα για την επόμενη πανδημία. 

Το νόμισμα όμως έχει δύο όψεις. Η μετατόπιση του ενδιαφέροντος στην Covid-19 αποκάλυψε τις καθ’ όλα ανθρώπινες αδυναμίες του επιστημονικού οικοσυστήματος. Ερευνητικά λάθη ενέτειναν τη σύγχυση γύρω από την πανδημία και οδήγησαν σε λανθασμένες πολιτικές. Γιατροί ξόδεψαν εκατομμύρια σε δοκιμές πρόχειρες και άσκοπες. Επηρμένοι «παντογνώστες» δημοσίευσαν παραπλανητικές εργασίες για θέματα επί των οποίων δεν είχαν καμία ειδίκευση. Οι ανισότητες των φύλων και των φυλών στην επιστημονική κοινότητα διευρύνθηκαν. 

Εν μέσω ενός μακρού, νοσηρού χειμώνα, είναι δύσκολο να μην εστιάσουμε στα πολιτικά λάθη που μας έφεραν αντιμέτωπους με ένα τρίτο κύμα πανδημίας. Αλλά σε δεκαετίες από σήμερα, οι ιστορικοί του μέλλοντος θα καταγράφουν και καλές και κακές ιστορίες γι’ αυτή τη μοναδική στιγμή της επιστήμης. Στην καλύτερη εκδοχή της, η επιστήμη είναι μια μακρά, αυτοδιορθούμενη πορεία προς τη γνώση για το καλό της ανθρωπότητας. Στη χειρότερη, είναι ένα εγωκεντρικό παιχνίδι ματαιοδοξίας σε βάρος της ακρίβειας και της αλήθειας. Η πανδημία ανέδειξε και τις δύο όψεις. Η ανθρωπότητα θα ωφεληθεί από τα κέρδη της επιστημονικής συστράτευσης απέναντι στην Covid-19. Kαι η επιστήμη θα ωφεληθεί, αρκεί να πάρει μαθήματα από την εμπειρία της. 

2. Τον Φεβρουάριο, η Jennifer Doudna, μία από τις κορυφαίες Αμερικανίδες επιστήμονες, είχε όλη την προσοχή της στραμμένη στο CRISPR, το «εργαλείο» γονιδιακών παρεμβάσεων που είχε ανακαλύψει με τους συνεργάτες της, κερδίζοντας το Νόμπελ Χημείας 2020. Αλλά όταν το γυμνάσιο του γιου της και το πανεπιστήμιό της, το Berkeley, έκλεισαν, κατάλαβε πολύ καλά πόσο σφοδρή θα ήταν η επερχόμενη πανδημία. «Μέσα σε τρεις εβδομάδες η σκέψη μου πέρασε από το “είμαστε ακόμα καλά” στο “όλη η ζωή μου πρόκειται να αλλάξει”», λέει. Στις 13 Μαρτίου, μαζί με δεκάδες συναδέλφους της από το Ινστιτούτο Προηγμένης Γενετικής, το οποίο διευθύνει, συμφώνησαν να διακόψουν κάθε άλλη έρευνά τους και να επικεντρωθούν στη μελέτη της Covid-19. Έως τότε εργάζονταν πάνω σε διαγνωστικά τεστ βασισμένα στο CRISPR. Βλέποντας ότι τα τεστ κορωνοϊού δεν επαρκούσαν, μετέτρεψαν τμήμα του εργαστηρίου τους σε αυτοσχέδιο διαγνωστικό κέντρο για να εξυπηρετήσουν την τοπική κοινότητα. «Πρέπει να συνδέσουμε τη γνώση μας με αυτό που συμβαίνει τώρα», είχε πει. 

Άλλοι επιστήμονες, που ήδη μελετούσαν άλλες ασθένειες, είχαν ήδη ξεκινήσει. Η Lauren Gardner, καθηγήτρια Μηχανικής στο Johns Hopkins, που ερευνούσε τον δάγκειο πυρετό και τον Ζίκα, ήξερε ότι στις νέες επιδημίες είναι δύσκολη η συλλογή στοιχείων σε «πραγματικό χρόνο». Έτσι, μαζί με έναν από τους φοιτητές της δημιούργησε ένα online παγκόσμιο «κοντέρ» για να μετράει και να χαρτογραφεί κρούσματα και θανάτους από Covid-19. Για να το βγάλουν «στον αέρα», χρειάστηκαν μία νύχτα δουλειάς – στις 22 Ιανουαρίου. Έκτοτε το επισκέπτονται καθημερινά για ενημέρωση κυβερνήσεις, φορείς δημόσιας υγείας, ΜΜΕ και απλοί πολίτες. 

Η μελέτη θανατηφόρων ιών είναι δύσκολη ακόμη και με τις ευνοϊκότερες συνθήκες, πόσω μάλλον τον περασμένο χρόνο. Για να επεξεργαστούν τον SARS-CoV-2, οι επιστήμονες πρέπει να εργάζονται σε εργαστήρια με βιο-ασφάλεια επιπέδου 3, ειδικά συστήματα εξαερισμού και απίστευτα πρωτόκολλα και μηχανισμούς προστασίας. Αν και ο πραγματικός αριθμός τους δεν είναι γνωστός, εκτιμάται ότι μόνο στις ΗΠΑ υπάρχουν 200 τέτοια εργαστήρια. Οι ερευνητές συχνά τεστάρουν νέα φάρμακα και εμβόλια σε πιθήκους πριν προχωρήσουν στις δοκιμές σε ανθρώπους, αλλά στις ΗΠΑ παρατηρείται έλλειψη σε πιθήκους από τότε που η Κίνα σταμάτησε τις εξαγωγές, πιθανώς επειδή χρειαζόταν τα ζώα για τις δικές της έρευνες. Και γενικότερα η βιοϊατρική έρευνα έχει δυσκολέψει πολύ, εξαιτίας των κανονισμών κοινωνικής αποστασίωσης. «Συνήθως είχαμε πολύ κόσμο στο εργαστήριο, αλλά τώρα με την Covid δουλεύουμε σε βάρδιες», λέει η Αkiko Iwasaki, ανοσολόγος του Yale. «Οι συνάδελφοι έρχονται τις πιο τρελές ώρες», για να προφυλαχθούν από τον ίδιο τον ιό που προσπαθούν να μελετήσουν. 

Οι ειδικοί σε νέες ασθένειες σπανίζουν. Αυτού του είδους τις απειλές τείνουμε να τις ξεχνάμε στα διαστήματα χαλάρωσης που μεσολαβούν ανάμεσα σε επιδημίες. «Μόλις πριν από έναν χρόνο, έπρεπε να εξηγώ γιατί μελετούσα τους κορωνοϊούς σε όσους με ρωτούσαν με απορία», λέει η Lisa Gralinski του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας στο Chapel Hill. «Αν μη τι άλλο, δεν θα χρειαστεί ποτέ ξανά να εξηγήσω τι κάνω». Παρά το στρες και την εξάντλησή της, η ίδια και άλλοι συνάδελφοί της «στρατολογήθηκαν» και σε ρόλους που τους ήταν ξένοι. Έγιναν σύμβουλοι τοπικών αρχών, εκπαιδευτικών οργανισμών και επιχειρήσεων. Βομβαρδίστηκαν από αιτήματα για συνεντεύξεις. Φώτιζαν πτυχές της πανδημίας στο Twitter, όπου έχουν αποκτήσει πρωτοφανείς αριθμούς ακολούθων. «Συχνά βλέπουμε τον ίδιο άνθρωπο να βοηθά την κυβέρνηση της Ναμίμπια να διαχειριστεί ξεσπάσματα ελονοσίας και να καλείται να συνδράμει και τις αρχές του Μέριλαντ να αντιμετωπίσουν την Covid-19», λέει η Gardner.

Από την άλλη πλευρά, το πρωτοφανές παγκόσμιο ενδιαφέρον για τους ιούς σημαίνει ότι «έχεις πολύ περισσότερους ειδικούς για να συζητήσεις και να βρεις λύσεις σε προβλήματα», λέει η Pardis Sabeti, επιστήμονας βιοπληροφορικής στο Ινστιτούτο Broad του ΜIT και του Harvard. Όντως, είναι συχνό φαινόμενο οι εργασίες για την Covid-19 να αποτελούν προϊόν συνεργασίας επιστημόνων που ουδέποτε στο παρελθόν είχαν δημοσιεύσει κάτι μαζί – ή τουλάχιστον συχνότερα από όσο αυτό γινόταν σε άλλες βιοιατρικές εργασίες. 

Οι συμμαχίες-εξπρές μπορούν να φέρουν αποτελέσματα πολύ γρήγορα, γιατί πολλοί ερευνητές είχαν αφιερώσει χρόνια και δεκαετίες ολόκληρες στο να απαλλάξουν την επιστήμη από τις αργές διαδικασίες και τις αγκυλώσεις. Να την κάνουν πιο ευέλικτη και πιο «διάφανη». Παραδοσιακά, ένας επιστήμονας καταθέτει το σύγγραμμά του σε μια επιθεώρηση, που το στέλνει σε μια (απροσδόκητα μικρή) ομάδα συναδέλφων του για να κάνουν σχόλια επί σχολίων, συνήθως ανώνυμα. Αν η εργασία περάσει αυτή τη διαδικασία αξιολόγησης από ομοτίμους, η οποία συνήθως διαρκεί μήνες, δημοσιεύεται (συχνά κρυμμένη πίσω από ένα ακριβό paywall). Aυτό το νωθρό και αδιαφανές σύστημα ήταν ακατάλληλο για μια πανδημία που εξαπλωνόταν ραγδαία. Όμως οι επιστήμονες της βιοϊατρικής μπορούν τώρα να προδημοσιεύσουν σε ελεύθερους διαδικτυακούς τόπους προκαταρκτικές εκδοχές των μελετών τους, επιτρέποντας και σε άλλους να τις μελετήσουν και να «χτίσουν» πάνω στα ευρήματά τους. Η πρακτική αυτή είχε αρχίσει να κερδίζει έδαφος από πριν, αλλά αποδείχθηκε τόσο ζωτικής σημασίας στην έρευνα για τον κορωνοϊό, που κατά πάσα πιθανότητα θα καθιερωθεί στη σύγχρονη βιοϊατρική. Οι προδημοσιεύσεις επιταχύνουν την επιστήμη και η πανδημία επιτάχυνε τη χρήση των προδημοσιεύσεων.

Στην αρχή της χρονιάς, μια «βιβλιοθήκη» προδημοσιεύσεων, το medRxiv (προφέρεται «med archive»), αριθμούσε περί τις 1.000. Στο τέλος Οκτωβρίου είχε ξεπεράσει τις 12.000. 

Τα ανοιχτά δεδομένα και τα νέα εξελιγμένα εργαλεία επεξεργασίας τους έχουν καταστήσει τους ερευνητές πιο ευέλικτους. Το γονιδίωμα του SARS-CoV-2 αποκωδικοποιήθηκε και διαμοιράστηκε από Κινέζους επιστήμονες μόλις 10 ημέρες πριν αναφερθούν τα πρώτα κρούσματα. Έως τον Νοέμβριο, πάνω από 197.000 γονιδιώματα του ιού είχαν αλληλουχηθεί. Πριν από 90 χρόνια, κανείς δεν είχε δει πώς μοιάζει ένας ιός. Σήμερα, οι επιστήμονες έχουν οπτικοποιήσει το σχήμα του SARS-CoV-2 με τόση λεπτομέρεια, που φαίνονται και οι θέσεις συγκεκριμένων ατόμων. Οι ερευνητές έχουν αρχίσει να ανακαλύπτουν πώς ο SARS-CoV-2 συγκρίνεται με άλλους κορωνοϊούς σε άγριες νυχτερίδες, τους πιθανούς φορείς τους. Πώς εισβάλλει στον οργανισμό και προσβάλλει συγκεκριμένα κύτταρα. Πώς το ανοσοποιητικό μας σύστημα υπεραντιδρά σε αυτόν, προκαλώντας τα συμπτώματα της Covid-19. «Μαθαίνουμε πράγματα γι’ αυτόν τον ιό πιο γρήγορα από ό,τι για κάθε άλλο ιό στην ιστορία», λέει η Sabeti.

3. Τον Μάρτιο είχε γίνει πια σαφές ότι οι πιθανότητες ταχείας εξάλειψης του ιού ήταν ελάχιστες. Όλες οι ελπίδες εναποτέθηκαν στο εμβόλιο και ο αγώνας δρόμου για την παρασκευή του ολοκληρώθηκε με θρίαμβο. Η διαδικασία συνήθως απαιτεί χρόνια, αλλά, καθώς γράφω αυτό το κείμενο, 54 εμβόλια δοκιμάζονται για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητά τους και 12 έχουν περάσει την τρίτη φάση κλινικών δοκιμών, τη γραμμή του τερματισμού. Η χορήγηση των εμβολίων της Pfizer/BioNTech και της Moderna έχει ήδη ξεκινήσει και τα ποσοστά αποτελεσματικότητάς τους είναι της τάξεως του 95%. H αλληλουχία του γενετικού υλικού του κορωνοϊού καθορίστηκε πλήρως τον Ιανουάριο του 2020 «και το φθινόπωρο ολοκληρώναμε τη φάση 3 των κλινικών δοκιμών του εμβολίου», μου είπε ο Anthony Fauci. «Είναι απίστευτο». 

Τα περισσότερα εμβόλια περιέχουν νεκρούς, εξασθενημένους ή κατακερματισμένους παθογόνους μικροοργανισμούς και πρέπει να παρασκευαστούν από το μηδέν όποτε εμφανίζεται μια νέα απειλή. Όμως, κατά την τελευταία δεκαετία, οι ΗΠΑ και άλλες χώρες απομακρύνθηκαν από τη χρονοβόρα τακτική «ένας ιός – ένα φάρμακο» και επένδυσαν στις λεγόμενες τεχνολογίες «πλατφόρμας»: σε αυτές υπάρχει μία βασική δομή εμβολίου που μπορεί εύκολα να τροποποιηθεί με την προσθήκη διαφορετικών στοιχείων, ώστε να αντιμετωπίζει νέους ιούς. Για παράδειγμα, αμφότερα τα εμβόλια της Pfizer/BioNTech και της Moderna αποτελούνται από νανοσωματίδια που περιέχουν τμήματα του γενετικού υλικού του SARS-CoV-2, το mRNA του.

Όταν οι εθελοντές λαμβάνουν το εμβόλιο, τα κύτταρά τους χρησιμοποιούν το mRNA για να ανακατασκευάσουν ένα μη μεταδοτικό στέλεχος του ιού, επιτρέποντας στο ανοσοποιητικό σύστημα να προετοιμάσει αντισώματα που τον εξουδετερώνουν. Καμία εταιρεία δεν είχε κυκλοφορήσει εμβόλιο mRNA στο παρελθόν, αλλά, επειδή η βασική πλατφόρμα είχε ήδη τελειοποιηθεί, οι ερευνητές κατάφεραν να την τροποποιήσουν γρήγορα με το γενετικό υλικό του SARS-CoV-2. Η Moderna ξεκίνησε την πρώτη φάση κλινικών δοκιμών του εμβολίου της στις 16 Μαρτίου, μόλις 66 ημέρες από την πρώτη δημοσιοποίηση του γονιδιώματος του ιού, χρόνο θεαματικά συντομότερο από κάθε άλλο εμβόλιο της προ-Covid εποχής.

Ταυτόχρονα, οι φαρμακοβιομηχανίες συμπίεσαν τη διαδικασία ανάπτυξης του εμβολίου. Αντί τα διάφορα βήματα να είναι διαδοχικά, εξελίσσονταν παράλληλα, καθένα με τους δικούς του ελέγχους ασφάλειας και αποτελεσματικότητας. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ έθεσε σε εφαρμογή την Επιχείρηση Ταχύτητας Στρέβλωσης (Operation Warp Speed), χρηματοδοτώντας διαφορετικές εταιρείες ταυτόχρονα – μια ασυνήθιστη κίνηση. Προπαρήγγειλε δόσεις και επένδυσε σε εργοστάσια προτού καν ολοκληρωθούν οι δοκιμές, περιορίζοντας το ρίσκο για τις φαρμακοβιομηχανίες που συμμετείχαν στην προσπάθεια. Κατά τραγική ειρωνεία, η κυβερνητική αποτυχία στον περιορισμό του ιού επίσης είχε μια θετική διάσταση. «Το γεγονός ότι στις ΗΠΑ ο ιός βρίσκεται παντού καθιστά ευκολότερο το να μετρηθεί η δράση ενός εμβολίου», λέει η Natalie Dean του Πανεπιστημίου της Φλόριντα, που μελετά τις δοκιμές εμβολίων. «Δεν θα μπορούσαμε να ολοκληρώσουμε τη Φάση 3 στη Νότια Κορέα, επειδή εκεί η πανδημία βρίσκεται υπό έλεγχο». 

Η παρασκευή του εμβολίου δεν σημαίνει, βέβαια, ότι τελειώσαμε με την πανδημία. Θα πρέπει να παραχθούν και να διανεμηθούν εκατομμύρια δόσεις, πολλοί άνθρωποι θα αρνηθούν να εμβολιαστούν, ενώ το διάστημα ανοσίας παραμένει άγνωστο. Στο καλύτερο σενάριο η διαδικασία θα κρατήσει αρκετούς μήνες και ειδικά οι ΗΠΑ προβλέπεται να αποκτήσουν «ανοσία αγέλης» προς το τέλος του χρόνου. Ο ιός τότε θα πασχίζει να βρει ευαίσθητους οργανισμούς να μολύνει. Θα συνεχίσει να κυκλοφορεί, αλλά οι εκδηλώσεις του θα είναι σποραδικές και βραχύβιες. Τις επόμενες γιορτές θα μπορέσουμε να αγκαλιαστούμε άφοβα ξανά. 

Όσο για την επόμενη φορά που ένας μυστηριώδης παθογόνος οργανισμός θα εμφανιστεί, οι επιστήμονες ελπίζουν ότι θα μπορέσουν εύκολα να «φορέσουν» το γενετικό υλικό του σε δοκιμασμένες πλατφόρμες και να παρασκευάσουν εμβόλια, αξιοποιώντας τις ίδιες ταχείες διαδικασίες που αναπτύχθηκαν σε αυτή την πανδημία. «Δεν νομίζω ότι ο κόσμος των εμβολίων θα είναι ξανά ίδιος», λέει η Nicole Lurie του Coalition for Epidemic Preparedness Innovations.

Το εμβόλιο θα μπορούσε να έχει παραχθεί ακόμα πιο γρήγορα. Παρά το τεράστιο διακύβευμα, κάποιες φαρμακευτικές εταιρείες με σχετική εμπειρία αποφάσισαν να μην μπουν στο παιχνίδι, ίσως επειδή τις αποθάρρυνε ο ανταγωνισμός. Αντ’ αυτού, από τον Φεβρουάριο έως τον Μάιο, ο κλάδος τριπλασίασε τις προσπάθειες ανάπτυξης φαρμάκων για τη θεραπεία της νόσου, σύμφωνα με τον Kevin Bryan, οικονομολόγο στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο. H δεξαμεθαζόνη, ένα στεροειδές γνωστό εδώ και δεκαετίες, αποδείχθηκε ότι μειώνει τον δείκτη θνησιμότητας διασωληνωμένων ασθενών κατά 12%. Σύμφωνα με πρώιμες ενδείξεις, νεότερες θεραπείες όπως το μονοκλωνικό αντίσωμα bamlanivimab, που εγκρίθηκε με διαδικασίες εξπρές από την FDA, θα μπορούσε να βοηθήσει όσους έχουν νοσήσει πρόσφατα και δεν έχει χρειαστεί να νοσηλευτούν. Αλλά όσο σημαντικές κι αν είναι αυτές οι νίκες, είναι σποραδικές. Τα περισσότερα φάρμακα δεν έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά. Περισσότερες ζωές σώθηκαν χάρη στη συμβατική περίθαλψη παρά από φαρμακευτικές πανάκειες – κάτι μάλλον αναμενόμενο, καθώς τα αντι-ιικά φάρμακα γενικά είναι μετρίως αποτελεσματικά. 

Η αναζήτηση θεραπειών για την Covid-19 επιβραδύνθηκε εξαιτίας ενός κύματος αναξιόπιστων ερευνών, τα αποτελέσματα των οποίων στην καλύτερη περίπτωση ήταν άνευ νοήματος και στη χειρότερη ήταν παραπλανητικά. Από τις χιλιάδες κλινικές δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν, πολλές ήταν υπερβολικά περιορισμένης κλίμακας για να μας δώσουν αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία. Σε άλλες δεν υπήρχε καν ομάδα συγκριτικού ελέγχου, δηλαδή οι ασθενείς εκείνοι που θα λάμβαναν placebo. Άλλες δοκιμές αλληλοκαλύφθηκαν. Τουλάχιστον 227 αφορούσαν την υδροξυχλωροκίνη, το ανθελονοσιακό φάρμακο που ο Ντόναλντ Τραμπ διαφήμιζε επί μήνες. Κάποιες μεγάλες δοκιμές τελικά επιβεβαίωσαν ότι η υδροξυχλωροκίνη ήταν απολύτως αναποτελεσματική στην Covid-19, αλλά προηγουμένως εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι είχαν στρατολογηθεί σε ανούσιες μικρές έρευνες.

Σε πάνω από 100.000 Αμερικανούς είχε χορηγηθεί πλάσμα αίματος ιαθέντων – άλλη μία θεραπεία που ο Τραμπ διατυμπάνιζε. Επειδή όμως οι περισσότεροι δεν είχαν εγγραφεί σε επίσημες, αυστηρές δοκιμές, «δεν ξέρουμε ακόμα αν η θεραπεία είναι αποτελεσματική και πιθανότατα δεν είναι», εκτιμά η Luciana Borio, πρώην διευθύντρια ιατρικής και βιολογικής ετοιμότητας του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας. «Μιλάμε για την απόλυτη κατασπατάληση χρόνου και πόρων». 

Ενόσω μαίνεται μια πανδημία, με τα νοσοκομεία να ασφυκτιούν και ανθρώπους να πεθαίνουν, είναι δύσκολο να εκπονηθεί μια μεθοδική μελέτη, πόσω μάλλον να συντονιστούν πολλές διαφορετικές σε μία χώρα. Αλλά δεν είναι αδύνατο. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ομοσπονδιακές αρχές κινητοποίησαν ιδιωτικές εταιρείες, πανεπιστήμια, τις ένοπλες δυνάμεις και άλλες οντότητες σε μια ενορχηστρωμένη προσπάθεια επιτάχυνσης της παρασκευής νέων φαρμάκων για το μέτωπο. Τα αποτελέσματα –επαναστατικές θεραπείες της ελονοσίας, νέοι τρόποι μαζικής παραγωγής αντιβιοτικών και τουλάχιστον δέκα νέα ή βελτιωμένα εμβόλια για τη γρίπη και άλλες ασθένειες– αντιπροσωπεύουν «έναν θρίαμβο όχι της επιστημονικής διάνοιας, αλλά της οργανωτικότητας και της αποτελεσματικότητας», αναφέρει η Kendall Hoyt του Dartmouth College.

Αντίστοιχοι θρίαμβοι επιτεύχθηκαν την περασμένη χρονιά σε άλλες χώρες. Τον Μάρτιο, αξιοποιώντας τις δυνατότητες που παρέχει το εθνικό σύστημα υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου, Βρετανοί επιστήμονες ξεκίνησαν μια μελέτη εθνικής εμβέλειας σε 176 διαφορετικά ιδρύματα και φορείς με την ονομασία «Recovery», στην οποία έκτοτε έχουν εγγραφεί πάνω από 17.600 ασθενείς με Covid-19. Η έρευνα έδωσε έγκυρες απαντήσεις σχετικά με τη δεξαμεθαζόνη και την υδροξυχλωροκίνη και πρόκειται να αξιολογήσει και άλλες θεραπείες. Καμία άλλη επιστημονική μελέτη δεν έχει συμβάλει περισσότερο στο να βρεθεί θεραπεία για τη νόσο (οι ΗΠΑ τώρα καλύπτουν το χαμένο έδαφος). Τον Απρίλιο, το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας εγκαινίασε τη συμμαχία ACTIV, με επιστήμονες της ακαδημαϊκής κοινότητας και της βιομηχανίας να επιλέγουν τα πιο υποσχόμενα φάρμακα και να καταστρώνουν σχέδια δοκιμών τους σε όλη τη χώρα. Από τον Αύγουστο, αρκετές τέτοιες δοκιμές βρίσκονται σε εξέλιξη. Το μοντέλο αυτό ήρθε αργά, αλλά θα μείνει περισσότερο από την πανδημία, βοηθώντας τους επιστήμονες του μέλλοντος να ξεχωρίζουν γρήγορα την ήρα από το στάρι. «Δεν πιστεύω ότι θα επιστρέψουμε ποτέ στον παλιό τρόπο διεξαγωγής κλινικών ερευνών», λέει ο Francis Collins του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας.


 

Γραμμή παραγωγής φιαλιδίων από βοριοπυριτικό γυαλί για τα δισεκατομμύρια εμβόλια που θα χρειαστεί τα επόμενα δύο χρόνια ο πλανήτης προκειμένου να αναχαιτίσει την υγειονομική κρίση. © Alexander Sell/SCHOTT AG/Handout via REUTERS

 4. Ακόμη και μετά την πανδημία, τα κέρδη από την τεκτονική μετατόπιση του επιστημονικού ενδιαφέροντος στην Covid-19 θα αξιοποιηθούν για την καλύτερη προετοιμασία μας στον συνεχιζόμενο «πόλεμο». Την τελευταία φορά που ένας ιός προκάλεσε τόση συμφορά –πανδημία γρίπης του 1918– οι επιστήμονες μόλις άρχιζαν να μαθαίνουν για τους ιούς και αφιέρωναν χρόνο για να εντοπίσουν το «ένοχο» βακτήριο. Τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Με τόσο πολλούς επιστήμονες να παρακολουθούν στενά τον ιό να ασκεί τη φρικτή του επίδραση σε τόσα εκατομμύρια ανθρώπινα σώματα, ο κόσμος παίρνει μαθήματα που μπορούν να αλλάξουν για πάντα τον τρόπο σκέψης μας για τους παθογόνους οργανισμούς. 

Ας αναλογιστούμε τις μακροχρόνιες επιπτώσεις των ιογενών λοιμώξεων. Χρόνια αφότου ο SARS έπληξε το Χονγκ Κονγκ το 2003, περίπου το ένα τέταρτο των ιαθέντων υπέφεραν από Μυαλγική Εγκεφαλομυελίτιδα, μια χρόνια νόσο της οποίας τα συμπτώματα, όπως η ακραία εξάντληση και η «εγκεφαλική ομίχλη», μπορούν να επιδεινωθούν δραστικά ακόμη και έπειτα από ήπια καταπόνηση. Τα κρούσματα Μ. Ε. πιστεύεται ότι συνδέονται με ιογενείς λοιμώξεις και οι υψηλές συγκεντρώσεις τους πολλές φορές ακολουθούν μεγάλες επιδημίες. Όταν άρχισε να εξαπλώνεται ο SARS-CoV-2, πάσχοντες από Μ. Ε. δεν εξεπλάγησαν όταν πληροφορήθηκαν ότι δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι που είχαν νοσήσει από Covid-19 για μεγάλο χρονικό διάστημα βίωναν συμπτώματα που τους καθιστούσαν ανήμπορους να επιστρέψουν σε μια κανονική ζωή επί μήνες. 

Η Μ. Ε. και συγγενείς παθήσεις, όπως η δυσαυτονομία, η ινομυαλγία και το σύνδρομο ενεργοποίησης των ιστιοκυττάρων ήταν για πολύ καιρό εκτός προσοχής και τα συμπτώματά τους θεωρούνταν φαντασιακά ή ψυχογενή. Λίγα γνωρίζουμε για την πρόληψη και τη θεραπεία τους. Αυτή η αμέλεια άφησε τους μακροχρόνια πάσχοντες από Covid-19 χωρίς απαντήσεις και εναλλακτικές, και αρχικά βίωσαν την ίδια απόρριψη όπως και η ευρύτερη κοινότητα πασχόντων από Μ. Ε. Ο τεράστιος αριθμός τους, όμως, επέβαλε έναν βαθμό αναγνώρισης. Άρχισαν οι ίδιοι να το ερευνούν, να καταγράφουν τα συμπτώματά τους. Βρήκαν ευήκοα ώτα στο Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Ειδικοί επί των μολυσματικών ασθενειών και της δημόσιας υγείας που νόσησαν και οι ίδιοι δημοσιοποίησαν τις ιστορίες τους σε έγκριτες επιθεωρήσεις. Η μακροχρόνια νόσηση από Covid-19 αντιμετωπίζεται με σοβαρότητα και πιστεύεται ότι αυτό θα φέρει στο προσκήνιο και άλλες παθήσεις που ακολουθούν μια μεταδοτική ασθένεια. Η μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα δεν κατάφερε να προκαλέσει μια στροφή του επιστημονικού ενδιαφέροντος. Η Covid-19 μπορεί να το επιτύχει. 

Αυτό ελπίζει και ο Anthony Fauci. Η καριέρα του καθορίστηκε από τον HIV και σε επιστημονικό άρθρο που συνυπέγραψε το 2019 αναφερόταν στα τεράστια παράπλευρα οφέλη της μελέτης του AIDS, η οποία έφερε επανάσταση στην κατανόηση του ανοσοποιητικού συστήματος και της επίδρασης των ασθενειών σε αυτό. Από την έρευνα για τον HIV προέκυψαν τεχνικές ανάπτυξης αντι-ιικών φαρμάκων που οδήγησαν στη θεραπεία της ηπατίτιδας Γ. Ανενεργές παραλλαγές του HIV χρησιμοποιήθηκαν για τη θεραπεία μορφών καρκίνου και γενετικών διαταραχών. Από μία και μόνη νόσο προέκυψε ολόκληρη αλληλουχία κατακτήσεων. Έτσι θα γίνει και με την Covid-19. Ο Fauci είχε δει προσωπικά περιπτώσεις με παρατεταμένα συμπτώματα που ακολούθησαν ιογενείς λοιμώξεις, αλλά δεν είχε εντρυφήσει σε αυτές, όπως μου είπε. Τέτοια περιστατικά δύσκολα μελετώνται, γιατί συχνά είναι αδύνατο να αναγνωριστεί ο παθογόνος οργανισμός που τα προκαλεί. Αλλά η Covid-19 διαμόρφωσε «την πιο ασυνήθιστη συνθήκη που μπορούσαμε να φανταστούμε: μια μαζική συγκέντρωση ασθενών με μακροχρόνια συμπτώματα που με βεβαιότητα οφείλονται σε έναν γνωστό ιό. Είναι μια ευκαιρία που δεν μπορούμε να χάσουμε». 

H Covid-19 εξελίχθηκε σε ένα τρομακτικό μυστήριο, γιατί «συμπεριφέρεται» με ασυνήθιστους τρόπους. Προκαλεί ήπια συμπτώματα σε κάποιους και βαρύτατα έως και μοιραία σε άλλους. Είναι νόσος του αναπνευστικού, αλλά πλήττει την καρδιά, τον εγκέφαλο, τα νεφρά και άλλα όργανα. Έχει εκδηλωθεί εκ νέου σε έναν μικρό, έστω, αριθμό ασθενών που είχαν ιαθεί. Αλλά πολλοί άλλοι ιοί έχουν αντίστοιχα χαρακτηριστικά. Απλώς δεν μολύνουν εκατομμύρια ανθρώπους σε διάστημα μηνών ούτε μονοπωλούν το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας. Χάρη στην Covid-19, περισσότεροι ερευνητές αναζητούν τις σπανιότερες εκφάνσεις των ιογενών λοιμώξεων. 

Τουλάχιστον 20 γνωστοί ιοί, συμπεριλαμβανομένης της γρίπης και της ιλαράς, μπορούν να προκαλέσουν μυοκαρδίτιδα – φλεγωμονώδη νόσο του μυοκαρδίου. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτή υποχωρεί από μόνη της, σε άλλες μπορεί να προκαλέσει χρόνια τραύματα ή και να αποβεί θανατηφόρα. Κανείς δεν ξέρει ποιο ποσοστό πασχόντων από ιογενή μυοκαρδίτιδα την περνά ήπια, γιατί οι γιατροί ασχολούνται μόνο με εκείνους που χρήζουν νοσηλείας. Πλέον, όμως, οι ερευνητές μελετούν εξονυχιστικά τις καρδιές ασθενών της Covid-19 με ήπια ή και καθόλου συμπτώματα, ανάμεσά τους και αθλητών, καθώς έχουν καταγραφεί αιφνίδια εμφράγματα κατά τη διάρκεια εντατικών προπονήσεων. Τα συμπεράσματα από αυτή την προσπάθεια μπορούν να συμβάλουν στη μείωση των θανάτων από άλλες λοιμώξεις. 

Oι ιώσεις του αναπνευστικού, αν και εξαιρετικά διαδεδομένες, συχνά περνούν απαρατήρητες. Ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός (RSV), οι ιοί της παραγρίπης (παραϊνφλουένζας), οι ρινοϊοί, οι αδενοϊοί, οι μποκαϊοί και ένα κουαρτέτο άλλων ανθρώπινων κορωνοϊών συνήθως προκαλούν ήπιες ασθένειες, όμοιες με το κρυολόγημα, ενίοτε όμως και βαρύτατες. Πόσο συχνά; Γιατί; Δύσκολο να απαντήσουμε, γιατί, εξαιρουμένης της γρίπης, οι ιοί αυτού του τύπου προσελκύουν ελάχιστους πόρους και επιστημονικό ενδιαφέρον. «Υπάρχει η αντίληψη ότι πρόκειται περί κρυολογημάτων και ότι δεν έχουμε να μάθουμε πολλά», λέει η Emily Martin από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, η οποία για καιρό πάσχιζε να βρει χρηματοδότηση για να κάνει σχετικές μελέτες. Αυτός ο ισχυρισμός δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια κοντόφθαλμη τρέλα. Οι ιοί του αναπνευστικού είναι οι πιο πιθανές αιτίες πανδημιών, με συνέπειες δυνητικά πολύ χειρότερες και από αυτές της Covid-19. 

Οι κινήσεις των παθογόνων μικροοργανισμών στον αέρα επίσης δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς. «Υπάρχει η εδραιωμένη άποψη ότι οι ιοί μεταδίδονται κυρίως μέσω σταγονιδίων (περιορισμένης εμβέλειας σφαιρίδια μύξας και σάλιου) παρά μέσω ψεκασμού αερολυμάτων (μικρότεροι κόκκοι που μοιάζουν με σκόνη και μεταφέρονται πιο μακριά). Η άποψη αυτή χρονολογείται από τη δεκαετία του ’30, όταν οι επιστήμονες υποστήριζαν ακόμα ξεπερασμένες θεωρίες ότι τις αρρώστιες προκαλεί ο «κακός αέρας», το μίασμα. Αλλά οι αποδείξεις ότι ο SARS-CoV-2 μπορεί να μεταδοθεί μέσω αερολυμάτων (αεροζόλ) «είναι πλέον συντριπτικές», λέει ο Μarr, ένας από τους λίγους επιστήμονες ο οποίος και προ πανδημίας μελετούσε τους τρόπους μετάδοσης ιών στον αέρα. «Τους τελευταίους έξι μήνες έχουμε δει μεγαλύτερη αποδοχή των ευρημάτων μας από ό,τι τα προηγούμενα δώδεκα χρόνια που ασχολούμαι με το αντικείμενο». 

Η επόμενη πανδημία είναι αναπόφευκτη, αλλά θα βρει απέναντί της μια κοινότητα επιστημόνων πολύ διαφορετική από εκείνη της προ Covid περιόδου. Αυτοί θα πιάσουν αμέσως δουλειά για να προσδιορίσουν αν μεταδίδεται μέσω αερολυμάτων και κατά πόσον ασυμπτωματικοί ασθενείς είναι μεταδοτικοί. Πιθανότατα θα απευθύνουν έκκληση για χρήση μάσκας και για σωστό εξαερισμό από την πρώτη στιγμή και όχι μετά μήνες διαβουλεύσεων. Θα είναι προετοιμασμένοι για την πιθανότητα ενός κύματος μακροχρόνια ασθενών και ελπίζουμε ότι θα έχουν ανακαλύψει τρόπους να το αποτρέψουν. Πιθανόν να σχηματίσουν ερευνητικές ομάδες που θα δώσουν προτεραιότητα στα πιο υποσχόμενα φάρμακα και θα συντονίσουν ευρείες κλινικές δοκιμές. Μπορεί επίσης να αξιοποιήσουν τις πλατφόρμες εμβολίων που αποδείχθηκαν αποτελεσματικότερες στην Covid-19, να προσαρμόσουν πάνω τους το γενετικό υλικό του νέου παθογόνου και να αναπτύξουν εμβόλιο μέσα σε μερικούς μήνες. 


Λίγο πριν μπουν στον εργαστήριο: εργαζόμενοι της Pfizer στο Βέλγιο τον περασμένο Νοέμβριο βάζουν τις ειδικές, πιστοποιημένες στολές τους, τηρώντας τα ιδιαίτερα αυστηρά πρωτόκολλα ασφαλείας. © EPA/PFIZER / HANDOUT 

 

5. Η Covid-19 δεν αφήνει μόνο κέρδη, αλλά και απώλειες. Η επιστήμη είναι παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος και όταν ένα αντικείμενο μονοπωλεί το ενδιαφέρον και τη χρηματοδότηση, άλλα χάνουν. Πέρυσι, σε πολλά πεδία έρευνας οι εξελίξεις επιβραδύνθηκαν δραματικά. Μελέτες μακράς διαρκείας με θέμα την αποδημία των πτηνών ή την κλιματική αλλαγή θα έχουν για πάντα κενά, επειδή η έρευνα πεδίου ακυρώθηκε. Ειδικοί στη διατήρηση της βιοποικιλότητας που ασχολούνταν με την προστασία πιθήκων έμειναν μακριά από τα οικοσυστήματα, για να μη μεταδώσουν την ασθένεια σε απειλούμενα είδη. Περίπου το 80% των μη σχετιζόμενων με την Covid-19 κλινικών δοκιμών στις ΗΠΑ, αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων, διακόπηκαν επειδή στα νοσοκομεία επικρατούσε το αδιαχώρητο και οι εθελοντές ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους. Ακόμη και η έρευνα πάνω σε άλλες μολυσματικές ασθένειες μπήκε σε δεύτερη μοίρα. «Όλη η δουλειά που έκανα πριν από την πανδημία τώρα μαζεύει σκόνη», λέει η Angela Rasmussen του Πανεπιστημίου Georgetown, που ειδικεύεται στον Έμπολα και στον MERS. «Και αυτές οι αρρώστιες, όμως, δεν έχουν πάψει να αποτελούν πρόβλημα». 

Ήταν απολύτως λογικό η κοινωνία και οι επιστήμονες να δώσουν προτεραιότητα σε μια απειλή τόσο μοναδική όσο η πανδημία της Covid-19. Αλλά η μετατόπιση του ενδιαφέροντος σε αυτήν είχε ως κίνητρο τόσο τον αλτρουισμό όσο και τον οπορτουνισμό. Κυβερνήσεις, φιλανθρωπικά ιδρύματα και πανεπιστήμια διοχέτευσαν τεράστια κονδύλια στην έρευνα. Μόνο το NIH έλαβε 3,6 δισ. δολάρια από το Κογκρέσο. Το Ίδρυμα Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς χορήγησε 350 εκατομμύρια. «Όταν υπάρχει μια τόσο μεγάλη δεξαμενή με χρήματα, επικρατεί φρενίτιδα», λέει ο Madhukar Pai. Το αντικείμενό του είναι η φυματίωση, που προκαλεί ενάμισι εκατομμύριο θανάτους τον χρόνο – αριθμό συγκρίσιμο με αυτόν των θυμάτων του κορωνοϊού. Και όμως, η έρευνα για τη φυματίωση έχει σχεδόν παγώσει. Κανένας από τους συναδέλφους του Pai δεν είχε αλλάξει αντικείμενο όταν ξέσπασαν ο Έμπολα ή ο Ζίκα, αλλά «οι μισοί έχουμε τώρα μεταπηδήσει στην έρευνα για την Covid-19. Eίναι σαν μια μαύρη τρύπα που μας ρούφηξε», λέει. 

Αν και οι πιο καταρτισμένοι επιστήμονες βρέθηκαν αμέσως στην πρώτη γραμμή, άλλοι ήταν σε κατ’ οίκον περιορισμό, ψάχνοντας τρόπους να βοηθήσουν. Κατέβαζαν στοιχεία από ανοιχτές βάσεις δεδομένων, «έτρεχαν» γρήγορες αναλύσεις με διαισθητικά εργαλεία, κοινοποιούσαν την εργασία τους σε σέρβερ προδημοσιεύσεων και την ανακοίνωναν μέσω Twitter. Πολλές φορές έκαναν τα πράγματα χειρότερα, παρεκκλίνοντας από τα ακαδημαϊκά τους πεδία και μπαίνοντας σε περιοχές που τους ήταν ξένες. Ο Nathan Ballantyne, φιλόσοφος στο Fordham University, το ονομάζει «επιστημονική καταπάτηση». Και δεν είναι κάτι απαραίτητα αρνητικό: πρωτοπόρος της θεωρίας της μετατόπισης των ηπείρων ήταν ο Alfred Wegener, ένας μετεωρολόγος. Πατέρας της μικροβιολογίας θεωρείται ο Antonie van Leeuwenhoek, ένας υφασματέμπορος και αυτοδίδακτος επιστήμονας. Αλλά τις περισσότερες φορές η επιστημονική καταπάτηση προκαλεί χάος, ιδίως όταν η έλλειψη εμπειρίας συνδυάζεται με την έπαρση. 

Στις 28 Μαρτίου σημειωνόταν σε μια προδημοσίευση μελέτης ότι οι χώρες που χρησιμοποιούν το εμβόλιο BCG κατά της φυματίωσης εμφανίζουν χαμηλότερα ποσοστά θνησιμότητας από Covid-19. Όμως τέτοιες συγκρίσεις μεταξύ χωρών κρύβουν παγίδες. Για παράδειγμα, χώρες με μεγαλύτερα ποσοστά καπνιστών έχουν και υψηλότερο προσδόκιμο επιβίωσης, όχι φυσικά επειδή το κάπνισμα κάνει καλό, αλλά γιατί είναι πιο διαδεδομένο σε χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου. Αυτή η τάση εξαγωγής έωλων συμπερασμάτων περί ατομικής υγείας από στοιχεία για μεγάλες γεωγραφικές περιοχές ονομάζεται «οικολογική πλάνη» και οι επιδημιολόγοι γνωρίζουν πώς να την αποφεύγουν, σε αντίθεση με τους συγγραφείς της εργασίας για το εμβόλιο BCG, οι οποίοι ανήκαν στο επιστημονικό προσωπικό κάποιου κολεγίου οστεοπαθητικής της Νέας Υόρκης. Και όμως, η μελέτη τους μεταδόθηκε από τουλάχιστον 70 μέσα ενημέρωσης και δεκάδες ομάδες χωρίς εμπειρία παρουσίασαν τις δικές τους παραπλανητικές αναλύσεις. «Άνθρωποι που δεν ξέρουν πώς γράφεται η λέξη “φυματίωση” ισχυρίστηκαν σε εμένα προσωπικά ότι μπορούν να βρουν τον σύνδεσμο ανάμεσα στο BCG και στην Covid-19», λέει ο Pai. «Κάποιος μου είπε ότι θα μπορούσε να το καταφέρει μέσα σε 48 ώρες με hackathon».

Άλλοι επιστημονικοί καταπατητές αφιέρωσαν τον χρόνο τους στο να ξαναεφεύρουν τον… τροχό. Μια νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο NEJM χρησιμοποίησε λέιζερ για να αποδείξει ότι, όταν οι άνθρωποι μιλούν, εκτοξεύουν αερολύματα. Ωστόσο, όπως σημειώνουν και οι ίδιοι οι ερευνητές, το ίδιο εύρημα –χωρίς λέιζερ– είχε δημοσιευτεί το 1946, όπως μου είπε η Marr. Τη ρώτησα αν κάποιες μελέτες εσοδείας 2020 της έμαθαν κάτι πραγματικά καινούργιο. Μετά από μια αμήχανη, μακρά παύση, μου ανέφερε μόνο μία. 

Σε κάποιες περιπτώσεις, αναξιόπιστες έρευνες επηρέασαν το δημόσιο αφήγημα της πανδημίας. Στις 16 Μαρτίου, δύο βιογεωγράφοι ανέπτυξαν τη θεωρία ότι η Covid-19 «θα πλήξει οριακά» τις τροπικές χώρες, γιατί ο ιός δεν αντέχει τη ζέστη και την υγρασία. Ειδικοί επιδημιολόγοι αντέτειναν αμέσως ότι η μεθοδολογία τους προορίζεται για μοντέλα γεωγραφικής διασποράς ζώων και φυτών ή για ιούς που μεταδίδονται μέσω φορέων και είναι ακατάλληλη για την προσομοίωση της διάδοσης ιών όπως ο SARS-CoV-2. Και αυτός όμως ο ισχυρισμός μεταδόθηκε από τουλάχιστον πενήντα ειδησεογραφικά μέσα και αντήχησε έως και στο Παγκόσμιο Πρόγραμμα Τροφίμων του ΟΗΕ. Η Covid-19 έκτοτε έχει σαρώσει τροπικές χώρες όπως η Βραζιλία, η Ινδονησία και η Κολομβία, ενώ και οι ίδιοι οι συγγραφείς της μελέτης αναθεώρησαν τα συμπεράσματά τους σε μεταγενέστερες εκδόσεις. «Υπάρχει ένας συγκεκριμένος τύπος ανθρώπου που πιστεύει ότι μερικές εβδομάδες ανάγνωσης συγγραμμάτων τού δίνουν το δικαίωμα να εκφέρει άποψη ωσάν να ήταν κάποιος με διδακτορικό επί του αντικειμένου, και αυτός ο τύπος ανθρώπου βρήκε πρόσβαση σε πολλά μικρόφωνα σε αυτή την πανδημία», λέει ο Colin Carlson του Georgetown.

Πίσω από κάθε επιστημονική καταπάτηση κρύβονται σημαντικά κίνητρα. Η ακαδημαϊκή κοινότητα είναι ένα «σχήμα πυραμίδας»: κάθε καθηγητής βιοϊατρικής εκπαιδεύει κατά μέσο όρο έξι διδακτορικούς φοιτητές στην καριέρα του, αλλά μόνο το 16% των φοιτητών παίρνουν θέσεις που μπορούν να τους οδηγήσουν σε μια έδρα. Ο ανταγωνισμός είναι θηριώδης και η επιτυχία βασίζεται στις δημοσιεύσεις, που γίνονται ευκολότερες όταν τα αποτελέσματα έχουν δραματικό χαρακτήρα. Αυτοί οι παράγοντες κάνουν τους ερευνητές επιρρεπείς στη βιασύνη και τη δημοσιότητα, αντί της αυστηρής μεθοδικότητας. Η πανδημία ενέτεινε αυτό το φαινόμενο. Σε έναν φοβισμένο κόσμο που διψούσε για πληροφορίες, κάθε νέα επιστημονική μελέτη μπορούσε αμέσως να βρει διεθνή δημοσιογραφική κάλυψη – και εκατοντάδες παραπομπές. 

Το «τσουνάμι» βεβιασμένων, αναξιόπιστων μελετών έκανε δύσκολη τη ζωή των πραγματικών ειδικών, που πάσχιζαν να κοσκινίσουν τις χρήσιμες πληροφορίες από τα «παράσιτα». Την ίδια στιγμή, ένιωσαν χρέος τους να αποδομήσουν τις ψευτο-μελέτες σε μακρόσυρτα thread του Twitter και αμείλικτες συνεντεύξεις – μια προσφορά στο δημόσιο συμφέρον που σπάνια επιβραβεύεται στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Ταυτόχρονα κατακλύστηκαν από αιτήματα αξιολόγησης νέων μελετών προς δημοσίευση. Ο Kristian Andersen, ερευνητής μολυσματικών ασθενειών στη Scripps Research, μου είπε ότι συνήθως λάμβανε δυο τρία τέτοια αιτήματα από επιστημονικές επιθεωρήσεις κάθε εβδομάδα. Τον Σεπτέμβριο δεχόταν τρία έως πέντε την ημέρα. 

Η «βροχή ευκαιριών» που έριξαν τα σύννεφα της πανδημίας στην επιστημονική κοινότητα δεν έπεσε για όλους το ίδιο. Τον Μάρτιο, το Κογκρέσο πρόσφερε 75 εκατομμύρια δολάρια στο National Science Foundation για να προχωρήσει με διαδικασία fast track σε μελέτες που θα συνέβαλλαν άμεσα στην αντιμετώπιση της πανδημίας. «Τα χρήματα αυτά απλώς χάθηκαν», λέει η Cassidy Sugimoto του Πανεπιστημίου της Ιντιάνα. «Είχε διαμορφωθεί μια συνθήκη “όποιος προλάβει”. Άνθρωποι που είχαν γνώση του συστήματος και μπορούσαν να πατήσουν τα κουμπιά του γρήγορα απέκτησαν πλεονέκτημα». Αλλά δεν μπορούσαν όλοι οι επιστήμονες να στραφούν στην Covid-19, τουλάχιστον όχι με τόσο γρήγορα αντανακλαστικά. 

Οι γυναίκες στην επιστήμη, όπως και σε άλλα πεδία, πρέπει να φροντίσουν παιδιά, να κρατήσουν νοικοκυριά και να διδάξουν περισσότερο από τους άνδρες, ενώ πιο συχνά τους ζητείται να υποστηρίξουν ψυχολογικά φοιτητές τους. Αυτά τα βάρη αυξήθηκαν όσο η πανδημία εξαπλωνόταν, αφήνοντάς τους «λιγότερα περιθώρια να αφιερώσουν τον χρόνο τους στο να εξοικειωθούν με ένα νέο ερευνητικό πεδίο και μικρότερη ευχέρεια να ξεκινήσουν μια νέα δική τους έρευνα», λέει η Molly M. King, κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Santa Clara. Ο συνολικός χρόνος που αφιέρωσαν γυναίκες στην έρευνα μειώθηκε κατά εννέα ποσοστιαίες μονάδες περισσότερο από τον αντίστοιχο των ανδρών, εξαιτίας των περιορισμών που έφερε η πανδημία. Και όταν οι νέες ερευνητικές ευκαιρίες παρουσιάστηκαν, οι άνδρες τις άρπαξαν πιο γρήγορα. Την άνοιξη, η αναλογία εργασιών που είχαν ως πρώτη συγγραφέα γυναίκα μειώθηκε κατά 44% στη βιβλιοθήκη προδημοσιεύσεων medRxiv συγκριτικά με το 2019. Και οι τελικές δημοσιευμένες μελέτες για την Covid-19 είχαν 19% λιγότερες γυναίκες ως πρώτο όνομα συγκριτικά με τις μελέτες που είχαν δημοσιευθεί στις ίδιες επιστημονικές επιθεωρήσεις το 2019. Το 80% των επικεφαλής εθνικών ομάδων αντιμετώπισης της πανδημίας σε 87 χώρες ήταν άνδρες. Άνδρες επιστήμονες, τέλος, είχαν τετραπλάσιες αναφορές σε δημοσιεύματα των αμερικανικών ΜΜΕ από ό,τι γυναίκες.

Στις ΗΠΑ, οι έγχρωμοι επιστήμονες αντιμετώπισαν μεγαλύτερες δυσκολίες από τους λευκούς ομότιμούς τους. Μαύροι, Λατίνοι και αυτόχθονες επιστήμονες ήταν πιο πιθανό να θρηνούν αγαπημένα τους πρόσωπα ανάμεσα στα καθήκοντά τους ή να έχουν επηρεαστεί από τους φόνους των Breonna Taylor, George Floyd, Ahmaud Arbery και άλλων. Είχαν επίσης να απαντήσουν στα αμείλικτα ερωτήματα συγγενών τους που δεν εμπιστεύονταν το σύστημα υγείας ή είχαν υποστεί διακρίσεις στην περίθαλψή τους. Αίφνης, τους ανατέθηκε να βοηθήσουν τους κατεξοχήν «λευκούς» οργανισμούς τους να πολεμήσουν τον ρατσισμό. Ο Neil Lewis Jr. του Cornell, που διδάσκει Φυλετικές Ανισότητες στην Υγεία, μου είπε ότι πολλοί ψυχολόγοι ανέκαθεν χαρακτήριζαν τη δουλειά του «άσχετη με την πραγματικότητα». «Ξαφνικά το inbox μου έχει πλημμυρίσει», λέει, προσθέτοντας ότι αρκετοί συγγενείς του νόσησαν και ένας πέθανε. 

Ένα από τα σύνδρομα που ταλανίζουν την επιστήμη είναι το «φαινόμενο Μάθιου»· με απλά λόγια, αυτός που έχει το στάτους και τη φήμη μπορεί να επωφεληθεί από μια μικρής αξίας ανακάλυψή του περισσότερο από έναν νέο και άσημο που ανακαλύπτει κάτι πιο σημαντικό. Νέοι ερευνητές που δεν μπορούσαν να κάνουν τη στροφή γιατί έπρεπε να φροντίσουν ή να θρηνήσουν άλλους μπορεί να υποστούν τις μακροχρόνιες συνέπειες μιας μη παραγωγικής χρονιάς. Η Covid-19 «γύρισε τον χρόνο πίσω ως προς τη γεφύρωση των ανισοτήτων για τις γυναίκες ή τις υποεκπροσωπούμενες μειονότητες», λέει η Akiko Iwasaki του Yale. «Όταν ξεμπερδέψουμε με την πανδημία, θα πρέπει να τα φτιάξουμε όλα ξανά». 

Το εμβόλιο των Pfizer/Biontech, που ήταν το πρώτο που πήρε έγκριση στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, ήταν ένα από τα 54 που δοκιμάζονταν για την ασφάλειά τους στο τέλος του 2020. © ΙΝΤΙΜΕ

 

6. H Covid-19 έχει ήδη προκαλέσει τεράστιες αλλαγές στην επιστήμη, αλλά, αν οι επιστήμονες έχουν αντίληψη της ευκαιρίας που τους δίνεται, η πιο μεγάλη αλλαγή μένει να γίνει. Ένα νέο μεγάλο όραμα για το τι θα έπρεπε να είναι η ιατρική. Το 1848, η κυβέρνηση της Πρωσίας είχε στείλει έναν νεαρό γιατρό ονόματι Rudolf Virchow να ερευνήσει μια επιδημία τύφου στην Άνω Σιλεσία. Ο Virchow δεν γνώριζε τι προκαλεί την ασθένεια, αλλά συνειδητοποίησε ότι η διάδοσή της συνδεόταν με τον υποσιτισμό, τις επικίνδυνες συνθήκες εργασίας, τον συνωστισμό πολλών ανθρώπων κάτω από την ίδια στέγη, την κακή δημόσια υγιεινή και την αμέλεια των δημόσιων λειτουργών και των αριστοκρατών – προβλήματα που απαιτούν κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις. «Η ιατρική είναι κοινωνική επιστήμη», είπε ο Virchow, «και η πολιτική δεν είναι τίποτε άλλο παρά ιατρική μεγάλης κλίμακας». 

Αυτή η άποψη πέρασε σε δεύτερη μοίρα όταν υιοθετήθηκε η θεωρία των μικροβίων, στα τέλη του 19ου αιώνα. Όταν οι επιστήμονες ανακάλυψαν τα παθογόνα που ευθύνονται για τη φυματίωση, την πανώλη, τη χολέρα, τη δυσεντερία και τη σύφιλη, προσηλώθηκαν σε αυτά. «Οι κοινωνικοί παράγοντες αντιμετωπίστηκαν ως υπερβολικά πολιτικοί περισπασμοί από τους ερευνητές, στο όνομα της απόλυτης αντικειμενικότητας», λέει η Elaine Hernandez, κοινωνιολόγος της ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα. Στις ΗΠΑ η ιατρική κατακερματίστηκε. Νέες σχολές κοινωνιολογίας και πολιτιστικής ανθρωπολογίας εστίασαν στην κοινωνική πλευρά της υγείας, ενώ οι σημαντικότερες σχολές δημόσιας υγείας του έθνους αφοσιώθηκαν στον πόλεμο με τα μικρόβια. Το χάσμα διευρύνθηκε καθώς η πρόοδος στη δημόσια υγιεινή, στο επίπεδο διαβίωσης και στη διατροφή παρέτεινε τη διάρκεια ζωής. Όσο βελτιώνονταν οι κοινωνικές συνθήκες, τόσο πιο εύκολα αγνοούνταν. 

Η ιδεολογική απομάκρυνση από την κοινωνική ιατρική άρχισε να αντιστρέφεται στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Τα κινήματα για τα πολιτικά δικαιώματα και την ισότητα των γυναικών, η άνοδος του περιβαλλοντισμού και οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις διαμόρφωσαν μια γενιά μελετητών που αμφισβητούσαν «τη νομιμότητα, την ιδεολογία και την πρακτική κάθε επιστήμης που παραβλέπει τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες», έγραψε η Nancy Krieger του Harvard. Από τη δεκαετία του ’80, αυτή η νέα φουρνιά κοινωνικών επιδημιολόγων άρχισε και πάλι να μελετά πώς η φτώχεια (ή τα προνόμια) και οι συνθήκες διαβίωσης επηρεάζουν την υγεία ενός ανθρώπου – σε βαθμό που ο Virchow δεν είχε καν διανοηθεί. Αλλά, όπως έδειξε η Covid-19, η επανένταξη αυτών των παραγόντων στην επιστημονική ατζέντα δεν έχει ολοκληρωθεί. 

Οι πολιτικοί αρχικά περιέγραψαν τον κορωνοϊό ως τον «μεγάλο ισοσταθμιστή», αλλά, όταν οι πολιτείες άρχισαν να ανακοινώνουν δημογραφικά στοιχεία, φάνηκε ξεκάθαρα ότι η ασθένεια προσέβαλλε και σκότωνε δυσανάλογα πολύ τον μη λευκό πληθυσμό. Αυτές οι ανισότητες δεν είναι βιολογικές. Οφείλονται σε δεκαετίες διακρίσεων και διαχωρισμών που άφησαν τις μειονότητες σε πιο φτωχές γειτονιές, με χειρότερα αμειβόμενες δουλειές, περισσότερα προβλήματα υγείας και λιγότερη πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας – τα ίδια προβλήματα που ο Virchow είχε αναγνωρίσει πριν από 170 χρόνια. 

Τα απλούστερα μέτρα προφύλαξης, όπως το να φοράει κάποιος μάσκα και να μένει σπίτι του, βασίζονται στην αρχή ότι οι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να ανεχθούν κάποια δυσφορία για το κοινό καλό. Αυτά αποτέλεσαν και τους βασικούς αμυντικούς μηχανισμούς της κοινωνίας τους μήνες που πέρασαν χωρίς αποτελεσματικά φάρμακα ή εμβόλια. Πρόκειται για τις λεγόμενες «μη φαρμακευτικές παρεμβάσεις», μια ονομασία που μαρτυρά τη βιολογική προκατάληψη της ιατρικής. Κατά το μεγαλύτερο μέρος του 2020, αυτές ήταν οι μόνες διαθέσιμες παρεμβάσεις και, παρ’ όλα αυτά, θεωρήθηκαν ως κάτι ξένο με τα περιζήτητα φάρμακα και εμβόλια. 

Τον Μάρτιο, όταν οι ΗΠΑ άρχισαν να «κλείνουν», ένα από τα μεγάλα ερωτήματα που απασχολούσαν τη Whitney Robinson of UNC at Chapel Hill ήταν: «Θα μείνουν δύο χρόνια εκτός σχολείου τα παιδιά μας;». Ενώ οι βιοϊατρικοί επιστήμονες τείνουν να επικεντρώνονται στην ασθένεια και τη θεραπεία της, οι κοινωνικοί επιδημιολόγοι όπως εκείνη «σκέφτονται για τις κρίσιμες περιόδους που μπορούν να επηρεάσουν τη συνολική πορεία μιας ζωής», μου λέει. Το να διακόπτεις την εκπαίδευση ενός παιδιού τη λάθος στιγμή μπορεί να έχει επίδραση σε ολόκληρη τη σταδιοδρομία του, γι’ αυτό και οι επιστήμονες θα έπρεπε να έχουν δώσει προτεραιότητα στην έρευνα για το αν και πώς τα σχολεία θα μπορούσαν να ξανανοίξουν με ασφάλεια. Όμως οι περισσότερες έρευνες για τη διάδοση της ασθένειας στα σχολεία ήταν είτε περιορισμένης εμβέλειας είτε ανεπαρκώς σχεδιασμένες για να είναι πειστικές. Καμία ομοσπονδιακή υπηρεσία δεν χρηματοδότησε μια εθνικής κλίμακας μελέτη, αν και η κυβέρνηση είχε μήνες ολόκληρους να το κάνει. Το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας έλαβε δισεκατομμύρια για έρευνα, αλλά το Εθνικό Ινστιτούτο Παιδικής Υγείας και Ανθρώπινης Ανάπτυξης –ένα από τα 27 θυγατρικά του κέντρα– δεν πήρε ούτε σεντς. 

Η φρίκη που είχε αντικρίσει ο Rudolf Virchow τον ριζοσπαστικοποίησε, ωθώντας τον μελλοντικό «πατέρα της μοντέρνας παθολογίας» να γίνει σταυροφόρος για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Η τωρινή πανδημία έχει ασκήσει ανάλογη επίδραση σε επιστήμονες. Πράοι ερευνητές εξοργίστηκαν, καθώς καινοτομίες που θα μπορούσαν να αποδειχθούν σωτήριες, όπως τα φθηνά διαγνωστικά τεστ, πήγαν στράφι εξαιτίας μιας αμελούς διοίκησης και ενός μπερδεμένου Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών. Αυστηρές επιστημονικές επιθεωρήσεις όπως το New England Journal of Medicine και το Nature δημοσίευσαν απροκάλυπτα πολιτικά άρθρα-καταπέλτες κατά της κυβέρνησης Τραμπ και παρότρυναν τους ψηφοφόρους να καταλογίσουν τις ευθύνες προσωπικά στον πρόεδρο. Η Covid-19 μπορεί να γίνει ο καταλύτης που θα ενσωματώσει την κοινωνική και τη βιολογική πτέρυγα της ιατρικής, γεφυρώνοντας ειδικότητες που έμειναν για πολύ καιρό μακριά. 

«To να μελετάς την Covid-19 δεν περιορίζεται στην ίδια την ασθένεια ως βιολογική οντότητα», λέει η Alondra Nelson, πρόεδρος του Ερευνητικού Συμβουλίου Κοινωνικών Επιστημών. «Κάτι που μοιάζει με μονοδιάστατο πρόβλημα στην πραγματικότητα εμπεριέχει τα πάντα ταυτόχρονα. Αυτό που μελετάμε είναι τα πάντα στην κοινωνία, σε κάθε κλίμακα, από τις εφοδιαστικές αλυσίδες μέχρι τις διαπροσωπικές σχέσεις». 
Η επιστημονική κοινότητα αφιέρωσε τα χρόνια πριν από την πανδημία στο να σχεδιάζει αποτελεσματικότερους τρόπους να κάνει πειράματα, να μοιράζεται δεδομένα και να αναπτύσσει εμβόλια, γεγονός που της επέτρεψε να κινητοποιηθεί γρήγορα όταν η Covid-19 ξέσπασε. Ο στόχος της τώρα πρέπει να είναι η αντιμετώπιση των πολλών μακροχρόνιων αδυναμιών της. Στρεβλωμένα κίνητρα, σπάταλες πρακτικές, έπαρση, ανισότητες, προκαταλήψεις – η πανδημία τα έφερε όλα στο φως. Και τώρα δίνει στον κόσμο της επιστήμης την ευκαιρία να δείξει μία από τις πιο σημαντικές αρετές του· την αυτοδιόρθωση.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο τεύχος Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2021 του Atlantic, με τίτλο «The Covid-19 Manhattan Project».

ΠΗΓΗ: Καθημερινη

ΠΟΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΒΥΡΩΝΑ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου