Στην αρχή της πανδημίας, οι γιατροί και οι ερευνητές ανησυχούσαν ότι η προερχόμενη από COVID ανοσμία ίσως σημαίνει ότι ο ιός βρίσκει δρόμο προς τον εγκέφαλο μέσω της μύτης, προκαλώντας σοβαρές και ανεπίστρεπτες νευρικές βλάβες. Μια πιθανή οδός θα ήταν διαμέσου των οσφρητικών νευρώνων, αυτών που ανιχνεύουν τις μυρωδιές στον αέρα και μεταδίδουν ηλεκτρικά σήματα στον εγκέφαλο, που έχουν αντιστοιχηθεί με αυτές. Αλλά η έρευνα έδειξε ότι πιθανότατα κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει και ότι το πλήγμα που προκαλεί ο νέος κορονοϊός σχετίζεται με το επιθήλιο στο εσωτερικό της μύτης. Ο ιός φαίνεται να επιτίθεται κυρίως σε κύτταρα υποστήριξης και βλαστοκύτταρα και όχι στους νευρώνες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι νευρώνες δεν μπορεί να επηρεαστούν.
Παραμένει άγνωστο αν η ζημιά στο οσφρητικό επιθήλιο οφείλεται στον ίδιο τον ιό ή στο ανοσοποιητικό σύστημα που του επιτίθεται. Οι ειδικοί σημειώνουν ότι είναι σπάνια η βλάβη σε αυτό το επιθήλιο από άλλους ιούς, που συνήθως προκαλούν βούλωμα της μύτης, ενώ με τον νέο κορονοϊό, που δεν προκαλεί τέτοιο σύμπτωμα, πάνω από τα μισά κύτταρα του επιθηλίου μολύνονται και τελικά καταστρέφονται.
Ακόμη λιγότερο σίγουροι είναι οι επιστήμονες για την απώλεια της γεύσης. Τα κύτταρα με τους υποδοχείς γεύσης, που ανιχνεύουν χημικές ουσίες στο σάλιο και στέλνουν σήματα στον εγκέφαλο, δεν φέρουν ACE2 στην επιφάνειά τους και μάλλον γι' αυτό δεν μολύνονται από τον SARS-CoV-2. Αλλά τα υποστηρικτικά κύτταρα στη γλώσσα, που εξυπηρετούν τα κύτταρα υποδοχείς, ίσως δώσουν ενδείξεις για την απώλεια γεύσης. Αν και η γεύση φαίνεται να εξαφανίζεται μαζί με την εκδήλωση της ανοσμίας, επειδή οι οσμές παίζουν ρόλο - κλειδί και σε αυτή την αίσθηση, πολλοί άνθρωποι με COVID αναπτύσσουν πραγματική αγευσία και δεν μπορούν να ανιχνεύσουν ούτε καν το αλμυρό και το γλυκό.
Η απώλεια χημαίσθησης επίσης παραμένει ανεξήγητη και σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητη. Αυτή η αίσθηση δεν πρέπει να συγχέεται με τη γεύση. Τα κύτταρα που την προσφέρουν ερεθίζουν τα νεύρα του πόνου (μερικά από τα οποία φέρουν ACE2) και βρίσκονται σε όλο το σώμα και όχι μόνο μέσα στο στόμα.
Περισσότερες ενδείξεις για το πώς ο κορονοϊός καταστέλλει την όσφρηση προκύπτουν από τους ανθρώπους που αναρρώνουν από ανοσμία. Οι περισσότεροι άνθρωποι χάνουν και επανακτούν την όσφρησή τους απότομα, όπως ανοίγει και κλείνει ένας διακόπτης. Το οσφρητικό επιθήλιο αναγεννάται τακτικά, ως απάντηση στη συνεχή επίθεση που δέχεται από τοξικούς παράγοντες στον εισπνευόμενο αέρα. Υπάρχει όμως και ένα ποσοστό που παθαίνουν ανοσμία μακράς διάρκειας και αναρρώνουν σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Η ανοσμία φαίνεται ως ελάχιστο πρόβλημα μπροστά στις σοβαρότερες επιπτώσεις που μπορεί να έχει η COVID, ωστόσο άνθρωποι που έχουν ζήσει χωρίς καμιά αίσθηση μυρωδιάς επί 6 και πλέον μήνες αντιλαμβάνονται πόσο σημαντική είναι η αίσθηση της όσφρησης. Μπορεί το σπίτι τους να έχει πάρει φωτιά ή να έχει διαρροή φυσικού αερίου και να μην παίρνουν χαμπάρι. Και βέβαια με την ανοσμία χάνεται μεγάλο μέρος της χαράς του φαγητού, λόγω της επίδρασης στη γεύση. Και χαλασμένο φαγητό να φάνε δεν θα το αντιληφθούν πριν είναι πια αργά.
Ομως, πέρα από την ανοσμία υπάρχει και η παροσμία, που αποτελεί πιθανή ένδειξη ανάκαμψης στους ανθρώπους με παρατεταμένη ανοσμία. Ασθενείς με ανοσμία και αγευσία, μετά από μήνες αρχίζουν να ανακτούν τις πιο βασικές πλευρές της γεύσης - γλυκό, αλμυρό, ξινό - αλλά όχι και την αίσθηση των γεύσεων που προέρχονται από τα αρώματα των τροφών. Για παράδειγμα, η σοκολάτα έχει τη γεύση γλυκού λάστιχου. Σε κάποιες περιπτώσεις μετά από επιπλέον χρονικό διάστημα ανακτούν τη δυνατότητα ανίχνευσης κάποιων οσμών, αλλά όχι όπως θα περίμενε κανείς. Μπορεί για κάποιο διάστημα όλες οι τροφές να μυρίζουν φράουλα και μετά να έχουν παραμορφωμένες και απαίσιες μυρωδιές. Ορισμένοι παραπονούνται ότι όλες οι τροφές έχουν γεύση λες και ψεκάστηκαν με καθαριστικό τζαμιών.
Η παροσμία μπορεί να εμφανιστεί όταν βλαστοκύτταρα, που μετασχηματίζονται σε οσφρητικούς νευρώνες μέσα στη μύτη, εκτείνουν τους άξονές τους (λεπτές κυτταρικές ίνες), ώστε να περάσουν μέσα από τις μικροσκοπικές τρύπες στη βάση του κρανίου και να συνδεθούν με τον οσφρητικό βολβό στον εγκέφαλο. Ορισμένες φορές οι άξονες συνδέονται σε λάθος μέρος, προκαλώντας λαθεμένη αναγνώριση οσμών, αλλά η λάθος ...καλωδίωση μπορεί να αυτοεπιδιορθωθεί μετά από ικανό χρονικό διάστημα.
Κανείς δεν ξέρει πότε ένας ασθενής με ανοσμία διαρκείας θα ανακτήσει πλήρως την όσφρησή του. Συνήθως απαιτείται χρονικό διάστημα από έξι μήνες, έως ένα έτος. Στην περίπτωση της σπανιότερης εμφάνισης ανοσμίας λόγω γρίπης, το 30% έως 50% ανακάμπτει πλήρως μέσα σε έξι μήνες, χωρίς καμία θεραπεία. Εχουν υπάρξει και περιπτώσεις πλήρους επαναφοράς μετά από δύο χρόνια. Αλλά μετά απ' αυτό, η αναγεννητική ικανότητα θεωρείται ότι περιορίζεται και η πιθανότητα ανάκαμψης της αίσθησης είναι πολύ μικρή. Ερευνητές εξετάζουν θεραπείες με στεροειδή, αλλά και πλούσιο σε αιμοπετάλια πλάσμα, ένα μείγμα που χρησιμοποιείται σε ορισμένες θεραπείες νευροπαθειών. Αλλά σε καμία περίπτωση οι ασθενείς που υποβάλλονται σε τέτοιες θεραπείες δεν θα ξυπνήσουν μια μέρα και θα πουν ότι μπορούν να μυρίσουν πια ακριβώς όπως πρώτα.
Η ανοσμία στο παρελθόν είχε συσχετιστεί ως παράγοντας κινδύνου για εκδήλωση νευροεκφυλιστικών ασθενειών. Μετά την πανδημία γρίπης του 1919, υπήρξε μια αύξηση στην εκδήλωση της νόσου Πάρκινσον. Ερευνητές θεωρούν ότι ο φόβος για κάτι ανάλογο, λόγω της ανοσμίας που προκαλεί ο κορονοϊός, είναι μάλλον υπερβολικός. Οπως υποστηρίζει ο Νίκολας Μιούνερ, νευροεπιστήμονας στο πανεπιστήμιο Saclay στο Παρίσι, «σίγουρα υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στην (σ.σ. οφειλόμενη σε άλλους παράγοντες) ανοσμία και κάποιες ασθένειες, αλλά θεωρούμε ότι η ιογενής ανοσμία λειτουργεί με εντελώς διαφορετικό μηχανισμό. Η εκδήλωση ανοσμίας μετά από ιογενή λοίμωξη δεν αυξάνει την πιθανότητα εκδήλωσης ασθενειών. Είναι δύο εντελώς ξεχωριστά φαινόμενα». Τα λόγια του σίγουρα είναι καθησυχαστικά για τα εκατομμύρια ασθενών της COVID-19 που εκδήλωσαν απώλεια όσφρησης.
Σταύρος ΞΕΝΙΚΟΥΔΑΚΗΣ
Πηγή: «Scientific American» Αναδημοσίευση απο Ριζοσπάστη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου