Με το γνωστό επιχείρημα περί «μη βιωσιμότητας» και την απειλή του μνημονιακού ζυγού, «τελειώνουν» την Κοινωνική Ασφάλιση
Γράφει η Ελένη Μαυρούλη
Το ασφαλιστικό νομοσχέδιο που ψηφίζεται σήμερα στην Ολομέλεια της Βουλής βασίζεται στην ίδια ακριβώς επιχειρηματολογία που χρησιμοποιήθηκε σε όλες τις ασφαλιστικές ανατροπές που προηγήθηκαν τις δύο τελευταίες δεκαετίες και κατά το πρώτο μνημόνιο: Την δήθεν «μη βιωσιμότητα» του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Δήθεν, γιατί, όπως έγινε φανερό και από την μικρή ιστορική αναδρομή που δημοσίευσε το «Περιοδικό» σε δύο μέρη (βλ. ΕΔΩ και ΕΔΩ), η μη βιωσιμότητα προκύπτει από την διαχρονική μη συμμετοχή του κράτους, παρά τις δεσμεύσεις περί του αντιθέτου, από την σχεδόν πάγια εισφοροδιαφυγή από πλευράς εργοδοτών που διευκολύνθηκε από τις κυβερνήσεις, από την συστηματική και με ποικίλους τρόπους καταλήστευση των αποθεματικών τους κ.ο.κ.
Νομοσχέδιο εξολοκλήρου αντισυνταγματικό και αμφιβόλου αποτελεσματικότητας
Το ασφαλιστικό νομοσχέδιο κρίθηκε αντισυνταγματικό στο σύνολό του από το Ελεγκτικό Συνέδριο όπως και από την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή η οποία υποστηρίζει ότι έχει κύριο σκοπό την επίτευξη ενός άμεσου δημοσιονομικού στόχου (εξοικονόμηση 1% του ΑΕΠ) και προκειμένου να το επιτύχει αυτό επιχειρεί να μεταβάλει όλες τις βασικές σταθερές του ασφαλιστικού συστήματος, στο όνομα μιας μεταρρύθμισης αμφίβολης αποτελεσματικότητας και βιωσιμότητας. Τονίζει, ότι δια του νομοσχεδίου επιχειρούνται μειώσεις παροχών και αυξήσεις εισφορών σε μια ευρεία γκάμα επαγγελματικών κλάδων, από τους αγρότες μέχρι τους αυτοαπασχολούμενους και τους ελεύθερους επαγγελματίες, με τη θέσπιση ενιαίων κανόνων, παρά το ότι πρόκειται για ανόμοιες περιπτώσεις εργασιακής και ασφαλιστικής σχέσης. Καταλήγει, δε, ότι ο συνδυασμός φορολογικών και ασφαλιστικών προβλέψεων θα επιβαρύνει μέχρι και το 60% του εισοδήματος μισθωτών και επαγγελματιών.
Οι βασικοί άξονες
Η σύνταξη, πλέον, θα αποτελεί το άθροισμα της εθνικής σύνταξης και της αναλογικής που θα είναι συνάρτηση των ετών ασφάλισης και των συντάξιμων αποδοχών. Η εθνική σύνταξη, που θα επιβαρύνει αποκλειστικά τον κρατικό προϋπολογισμό, ορίζεται στα 384 ευρώ για 20 έτη ασφάλισης και άνω. Για τα 15 έτη ασφάλισης το ποσό μειώνεται κατά 10% και η μείωση θα κλιμακώνεται με 2% κατ” έτος για το διάστημα από το 15ο ως το 19ο έτος ασφάλισης. Ακόμη, στην περίπτωση απονομής μειωμένης σύνταξης, η εθνική σύνταξη καταβάλλεται μειωμένη κατά 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται ως το όριο της πλήρους συνταξιοδότησης.
Το όριο της 20ετίας, σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι ουσιαστικά απαγορευτικό για την λήψη εθνικής σύνταξης περίπου για το ½ όσων εργαζομένων σήμερα εμφανίζονται ασφαλισμένοι (για να μην αναφέρει κανείς όσους δουλεύουν ανασφάλιστοι εδώ και καιρό) με πρώτα θύματα τις γυναίκες και τους νέους, που μαστίζονται από υψηλή ανεργία.
Επίσης, καταργούνται τα κατώτατα όρια της σύνταξης, με συνέπεια να ανοίγει ο δρόμος για τη χορήγηση συντάξεων της τάξης των 200 με 300 ευρώ.
1. Πλαφόν
Το ανώτατο όριο σύνταξης μειώνεται και διαμορφώνεται στο εξαπλάσιο του πλήρους ποσού της εθνικής σύνταξης, δηλαδή τα 2.304 ευρώ μεικτά από 2.773 που είναι σήμερα. Το πλαφόν για το άθροισμα του καθαρού ποσού των συντάξεων των παραπάνω προσώπων, που δικαιούται κάθε συνταξιούχος από οποιαδήποτε αιτία ορίζεται στα 3.072 ευρώ από 3.680 ευρώ που είναι σήμερα. Σε περίπτωση δικαιούχων περισσότερων της μίας συντάξεων χορηγείται μόνο μια εθνική σύνταξη.
2. Νυν κύριες συντάξεις
Μέχρι σήμερα όλες οι μειώσεις υπολογίζονται ως προς τις νυν καταβληθείσες συντάξεις, στη βάση της ονομαστικής τους αξίας, δηλαδή του ποσού που οι συνταξιούχοι λάμβαναν προ των περικοπών του μνημονίου. Αυτό πχ σημαίνει ότι οι μειώσεις υπολογίζονται πχ στα 1.800 ευρώ που ένας συνταξιούχους λάμβανε προ περικοπών και όχι στα 1.100 που σήμερα μπορεί να λαμβάνει μετά περικοπών και της έκτακτης εισφοράς αλληλεγγύης.
Με το νομοσχέδιο, οι ήδη καταβληθείσες κύριες συντάξεις δεν υφίστανται άμεσες περικοπές. Εν τούτοις, προβλέπεται σαφώς ότι αν δεν επιτευχθεί ο στόχος για μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστό του ΑΕΠ, τότε θα υπάρξουν νέες περικοπές.
Στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης που διεξάγεται για το πακέτο των «προληπτικών μέτρων», και οι κύριες συντάξεις θα μπουν υπό την αίρεση της επίτευξης των στόχων. Άλλωστε, πρώτος και κύριος στόχος, όπως περιγράφεται τόσο στο 3ο Μνημόνιο όσο και στην εισηγητική έκθεση του ασφαλιστικού νομοσχεδίου, είναι η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ έως το 2018.
Παράλληλα, προβλέπονται και ρήτρες που αυτόματα οδηγούν σε μειώσεις συντάξεων. Βασική τέτοια ρήτρα είναι η διάταξη που είχε προβλεφθεί ήδη από τον νόμο του 2010 (νόμος Λοβέρδου – Κουτρουμάνη), προκειμένου η συνταξιοδοτική δαπάνη να μην υπερβεί το 16% του ΑΕΠ έως το 2060.
3. Νέες κύριες συντάξεις
Αντίθετα, οι μειώσεις όσον αφορά στις νέες συντάξεις είναι εντυπωσιακές. Συγκεκριμένα, φθάνουν μέχρι και 30% στις νέες κύριες συντάξεις λόγω νέας μείωσης των ποσοστών αναπλήρωσης στο 40,7% στα 40 χρόνια ασφάλισης, αντί του 45% που πρότεινε αρχικά η κυβέρνηση και του 60% που ίσχυε με τον νόμο Λοβέρδου – Κουτρουμάνη. Επίσης, μείωση επέρχεται λόγω υπολογισμού των συντάξιμων αποδοχών σε όλο τον εργασιακό βίο, αντί των πέντε καλύτερων από την τελευταία δεκαετία που ίσχυε στο ΙΚΑ ή του τελευταίου μισθού που ίσχυε στις ΔΕΚΟ και τις τράπεζες ή του μισθού του Οκτωβρίου του 2011 που ίσχυε για τους δημοσίους υπαλλήλους. Eιδικότερα προβλέπεται ότι οι συντάξεις όσων καταθέτουν αίτηση συνταξιοδότησης ως την ημερομηνία έναρξης του νόμου υπολογίζονται βάσει των διατάξεων που ίσχυαν ως τις 31/12/2014.
4. Επικουρικές συντάξεις
Δημιουργείται ενιαίο επικουρικό ταμείο (ΕΤΕΑΕΠ) στο οποίο θα ενταχθούν και οι εφάπαξ παροχές. Προβλέπεται άμεση μείωση των καταβαλλόμενων επικουρικών συντάξεων εφόσον το άθροισμα κύριας και επικουρικής σύνταξης του δικαιούχου υπερβαίνει το ποσό των 1.300 ευρώ μεικτά και 1.170 ευρώ καθαρά. Το νομοσχέδιο αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο το υπερβάλλον ποσό (που ξεπερνά τα 1.170 ευρώ) να μηδενιστεί σε περιπτώσεις συντάξεων με υψηλό ποσοστό αναπλήρωσης με αποτέλεσμα αυτή η κατηγορία των συντάξεων να υποστεί μείωση ως και 40%.
Σε περίπτωση ελλειμμάτων λειτουργεί αυτόματος μηχανισμός εξισορρόπησης και ενεργοποιείται η περικοπή συντάξεων. Για τους μελλοντικούς συνταξιούχους προβλέπονται αλλαγές στον υπολογισμό της επικουρικής ασφάλισης βάσει συντελεστών που σχετίζονται με δημογραφικά δεδομένα. Το τμήμα της σύνταξης από 1.1.2015 και εφεξής υπολογίζεται σε ατομικές μερίδες βάσει συστήματος νοητής κεφαλαιοποίησης.
5. Εισφορές
Το νομοσχέδιο για το Ασφαλιστικό φέρνει αυξήσεις εισφορών για ασφαλισμένους αλλά και συνταξιούχους και ορίζει ενιαία εισφορά για κύρια σύνταξη στο 20% επί των πάσης φύσεως αποδοχών για μισθωτούς (6,67% για εργαζομένους και 13,33% για εργοδότες) ή επί του εισοδήματος (καθαρό φορολογητέο του προηγούμενου οικονομικού έτους) για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Ανώτατο όριο εισφοράς στο δεκαπλάσιο του κατώτατου μισθού (5.860 ευρώ).
Καταργείται το αγγελιόσημο στο ΕΤΑΠ – ΜΜΕ (μέχρι την έναρξη της συζήτησης του νομοσχεδίου στην Ολομέλεια δεν είχε γίνει καμία σχετική αλλαγή παρά τις διαβεβαιώσεις του υπουργού Εργασίας ότι θα υπάρξει κάποια τροποποίηση ή «πάγωμα» της συγκεκριμένης πρόβλεψης) κάτι που σημαίνει τον «ξαφνικό θάνατο» του ΕΔΟΕΑΠ, του οργανισμού Επικουρικής Ασφάλισης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης των εργαζομένων στα ΜΜΕ, αφήνοντας «στον αέρα» περί τους 18.500 ασφαλισμένους.
Επιβάλλεται ισόποση εισφορά 20% για ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολουμένους. Προβλέπονται επίσης εκπτώσεις στις εισφορές τα πρώτα 5 χρόνια επαγγελματικής δραστηριότητας (14% τα πρώτα δύο έτη και 17% τα επόμενα τρία). Γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί τριετή μεταβατική περίοδο, ενώ θα έχουν τη δυνατότητα έκπτωσης στις εισφορές ανάλογα με το εισόδημα.
Αυτό είναι ένα σημείο στο οποίο η κυβέρνηση έχει επιμείνει ιδιαιτέρως τονίζοντας ότι είναι πιο δίκαιο για όσους έχουν χαμηλότερα εισοδήματα και για όσους έχουν υψηλότερα. Εντούτοις, η όποια αίσθηση ισονομίας χάνεται πλήρως πίσω από την πλήρη κατάρρευση του ύψους των συντάξεων συνολικά που φέρνει η λογική του συγκεκριμένου νομοσχεδίου, το οποίο βασίζει τόσο την διατήρηση του ύψους των υφιστάμενων συντάξεων όσο και των προβλέψεων για τις πολύ μειωμένες μελλοντικές, στην προοπτική της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας εν μέσω μνημονίου.
Οι αγρότες, επίσης, θα οδηγηθούν στην καταβολή εισφορών 20% σταδιακά ως το 2022.
Για την υγειονομική περίθαλψη: Εισφορά 7,1% σε μισθωτούς και 6,95% για ελεύθερους επαγγελματίες.
6. Συντάξεις λόγω θανάτου (χηρείας)
Αυστηροποίηση των προϋποθέσεων για τη χορήγηση συντάξεων στον επιζώντα ή στην επιζώσα σύζυγο. Εφόσον είναι 55 ετών δίδεται η σύνταξη, αν είναι 52 δίδεται για τρία έτη και αναστέλλεται ως το 67ο έτος και αν είναι λιγότερο από 52 ετών δίδεται μόνο για τρία έτη. Οι συντάξεις χηρείας καταβάλλονται κανονικά αν ο επιζών σύζυγος έχει ανήλικα ή ανάπηρα παιδιά ή παιδιά που σπουδάζουν ως 24 ετών ή είναι ανίκανος για την άσκηση βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό 67% και άνω.
Για πρώτη φορά περιορίζεται και το ποσοστό της σύνταξης αν υπάρχει μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ των συζύγων. Αν η διαφορά ηλικίας μεταξύ του αποβιώσαντος και της συζύγου του, αφαιρουμένου του διαστήματος του γάμου τους, είναι μεγαλύτερη από δέκα έτη, η σύνταξη υφίσταται, για κάθε πλήρες έτος διαφοράς, μείωση που καθορίζεται σε: 1% για τα έτη από το 10ο και το 20ό έτος, 2% για τα έτη από το 21ο ως το 25ο. 3% για τα έτη από το 26ο ως το 30ό. 4% για τα έτη από το 31ο ως το 35ο. Και 5% για τα έτη από το 36ο και άνω.
7. ΕΚΑΣ
Καταργείται από την 1.1.2020. Από 1.1.2016 και ως τις 31.12.2019 η δαπάνη θα βαίνει μειούμενη μέσω της αυστηροποίησης των εισοδηματικών κριτηρίων. Κάθε χρόνο θα βγαίνει εκτός συστήματος παροχών ένα ποσοστό χαμηλοσυνταξιούχων μέσω της αναπροσαρμογής των εισοδηματικών κριτηρίων.
8. Εφάπαξ
Αλλάζει ο τρόπος υπολογισμού των εφάπαξ και επιφέρει μειώσεις ως 35% αναλόγως με το ύψος της εισφοράς που καταβάλλουν οι ασφαλισμένοι. Μειώσεις και στα μερίσματα των συνταξιούχων του Δημοσίου 34% κατά μέσο όρο, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις οι μειώσεις μπορεί να φθάσουν ως και 50%. Οι συνταξιούχοι που αποχώρησαν από 1.9.2013 και εντεύθεν θα υποστούν νέες απώλειες λόγω του νέου μαθηματικού τύπου υπολογισμού του εφάπαξ. Τα ταμεία Πρόνοιας εντάσσονται στο Ενιαίο Επικουρικό Ταμείο, ενώ καταργείται το δικαίωμα χορήγησης προκαταβολής της εφάπαξ παροχής που ίσχυε σε πολλά Ταμεία.
9. ΕΦΚΑ (Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης)
Δημιουργείται ο ΕΦΚΑ, στον οποίο εντάσσονται, από την έναρξη ισχύος του άρθρου 4 που θα συμπεριληφθεί στο νόμο, οι τακτικοί και μετακλητοί υπάλληλοι και λειτουργοί, οι τακτικοί και μετακλητοί υπάλληλοι της Βουλής, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ α’ και β’ βαθμού, των ιερέων και των υπαλλήλων των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και του Πυροσβεστικού Σώματος, εργαζόμενοι στα ΜΜΕ (εκτός και αν υπάρξει αλλαγή τελευταίας στιγμής). Υπολογίζεται ότι εντάσσονται έτσι στον ΕΦΚΑ, από 1.1.2017 περίπου 900.000 ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του Δημοσίου χωρίς, όμως, να μεταφέρονται σε αυτό και οι ήδη καταβληθείσες εισφορές.
Το υπερ-ταμείο, η ίδρυση του οποίου έχει ήδη χαρακτηριστεί αντισυνταγματική από το Ελεγκτικό Συνέδριο, θεωρείται εκ των προτέρων, από πολλούς θνησιγενές, ακόμη και αν καταπιεί, όπως και θα γίνει, τα εναπομείναντα αποθεματικά υγειών ταμείων που θα ενταχθούν σε αυτό, όπως προβλέπεται πχ για το ΕΤΑΠ-ΜΜΕ. Είναι όντως μια «κίνηση εξίσωσης» αλλά προς τα κάτω, προς την απόλυτη εξαθλίωση των πάντων, πλην όσων έχουν τη δυνατότητα να διατηρούν ιδιωτική ασφάλιση και ταυτόχρονα να είναι τυχεροί για να μην «βαρέσει κανόνι» η ασφαλιστική εταιρεία.
Οι προβλέψεις που «πάγωσαν» και αν και είχαν αρχικώς ανακοινωθεί, δεν περιέχονται στο νομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή (χωρίς να αποκλείεται αυτό να γίνει στο άμεσο μέλλον) είναι η Σύσταση Ανώνυμης Εταιρίας Διαχείρισης της Ακίνητης Περιουσίας Ασφαλιστικών Οργανισμών και η Σύσταση Εταιρείας Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων Διευρυμένου Σκοπού Ασφαλιστικών Οργανισμών (ΑΕΔΑΚ Α.Ο.) και συγχώνευσης σε αυτήν εταιριών ΕΔΕΚΤ ΕΠΕΥ & ΑΕΔΑΚ ΑΟ Α.Ε., αυτό που πολλοί ονόμασαν ΤΑΙΠΕΔ των ασφαλιστικών ταμείων.
«Ριζοσπαστική αναγκαστική μεταρρύθμιση» κατ” εφαρμογήν της «Λευκής Βίβλου»
Η κυβέρνηση επιμένει ότι το ασφαλιστικό νομοσχέδιο είναι μια «αναγκαστική» υποχώρηση τόσο λόγω της «καραμέλας» της μη βιωσιμότητας αλλά και λόγω των μνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας. Πρακτικά, οι υποχρεώσεις αυτές έχουν τις ρίζες τους, όμως, σε κεντρικές επιλογές της ΕΕ προ κρίσης οι οποίες, σε σημαντικό βαθμό, κωδικοποιήθηκαν στην περίφημη «Λευκή Βίβλο» για τις συντάξεις με τίτλο «Ατζέντα για επαρκείς, ασφαλείς και βιώσιμες συντάξεις» (COM(2012) 515) που έδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στη δημοσιότητα στις 16-2-2012.
Μερικά από τα μέτρα αυτά ενδεικτικά είναι τα ακόλουθα και σίγουρα θα θυμίσουν σε πολλούς όλα όσα περιέχονται τόσο στο νυν νομοσχέδιο όσο και σε αυτά που υιοθετήθηκαν τα τελευταία χρόνια:
1.«Οι ρυθμίσεις χρηματοδότησης (…) πρέπει να καθορίζονται κατά τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται μια ισόρροπη σχέση μεταξύ των εισφορών και των δικαιωμάτων»! Με άλλα λόγια εφαρμογή της αρχής της ανταποδοτικότητας και όσο το δυνατόν μεγαλύτερη μείωση μέχρις εξαφάνιση των εργοδοτικών εισφορών και της κρατικής συμμετοχής στα ασφαλιστικά ταμεία.
2. «Η επίτευξη καλύτερης ισορροπίας μεταξύ των ετών εργασίας και των ετών σύνταξης απαιτεί τη διενέργεια προσαρμογών στα συνταξιοδοτικά συστήματα, με αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης…» Αύξηση ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης στα 67, που μπορεί να φτάσει και μέχρι τα 70 είναι η πρόβλεψη της κυβέρνησης, στα πρότυπα και της λεγόμενης «ενεργού γήρανσης» της ΕΕ, που προβλέπει δουλειά μέχρι τα βαθιά γεράματα.
3. «Ελαχιστοποίηση των περιπτώσεων πρόωρης συνταξιοδότησης» τόσο για όλους τους εργαζόμενους, όσο και σχετικά με ορισμένα επαγγέλματα, όπως τα βαρέα και ανθυγιεινά.
Στην «Λευκή Βίβλο» προβλέπεται επίσης ότι: «Η συμπληρωματική αποταμίευση συνταξιοδότησης περιλαμβάνει επαγγελματικές και προσωπικές συντάξεις, ασφάλειες ζωής και άλλες μορφές συσσώρευσης περιουσιακών στοιχείων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διατήρηση του βιοτικού επιπέδου μετά τη συνταξιοδότηση. Επιπλέον, υπάρχουν μέσα (π.χ. αντίστροφα ενυπόθηκα δάνεια) που επιτρέπουν τη μετατροπή των περιουσιακών στοιχείων (γενικά, της κατοικίας) σε πρόσθετο εισόδημα συνταξιοδότησης». Κοινώς εφαρμογή εισοδηματικών κριτηρίων για την καταβολή ακόμη και της εθνικής σύνταξης, κάτι που ήδη προβλέπεται.
Ο «ρεαλιστικός μονόδρομος» του κεφαλαίου
Αν σε κάποιον όλα αυτά θυμίζουν τους τρεις πυλώνες ασφάλισης που προωθεί τόσο η ΕΕ όσο και το ΔΝΤ (βασική σύνταξη, επαγγελματική ανταποδοτική, ιδιωτική ασφάλιση), και προ κρίσης δεν κάνει καθόλου λάθος. Και αν κάποιος αναγνωρίζει τον άξονα αυτόν της «Λευκής Βίβλου» στο νομοσχέδιο Κατρούγκαλου, επίσης δεν λανθάνει. Αυτός είναι ο «ρεαλισμός» που προπαγανδίζεται ως «δυσάρεστος και μη επιθυμητός μονόδρομος» υπό την απειλή της χρεωκοπίας και των ατελείωτων ψευδών για το ποιος πραγματικά ευθύνεται για την κατάντια του ασφαλιστικού συστήματος: είναι ο «ρεαλισμός» των κερδών, του κεφαλαίου, των εχόντων και όσων τους εξυπηρετούν όπως η ΕΕ, το ΔΝΤ, τα μνημόνια.
Είναι ο «ρεαλισμός» που προϋποθέτει τη διάλυση κάθε εργασιακής κατάκτησης, το γονάτισμα των εργαζομένων. Είναι βρόχος θανάτου για τους εργαζόμενους, αυτούς που παράγουν τον πλούτο τούτης της κοινωνίας και πηγή ζωής για το κεφάλαιο, που προσπαθεί έτσι να επιβιώσει της κρίσης που το ίδιο δημιούργησε. Για τους εργαζόμενους, άνεργους, συνταξιούχους, υπάρχει όντως μονόδρομος: ενάντια στον «ρεαλισμό» τους, ενάντια στα κέρδη τους, ενάντια στις «οδηγίες» και στις απειλές τους. Γιατί δεν έχουμε άλλο τρόπο για να ζήσουμε.
Πηγές:
- Εφημερίδα «Ριζοσπάστης»
- www.capital.gr
- www.euro2day.gr
- Εφημερίδα «Ημερησία»
- Εφημερίδα «Το Βήμα»
Πηγή: toperiodiko.gr - 8 Μαίου 2016
Μία από τις σημαντικότερες εργατικές κατακτήσεις που τα αφεντικά επωφθαλμιούν διαχρονικά
Γράφουν: Ελένη Μαρούλη, Αλέξανδρος Στεργιόπουλος
Η κοινωνική ασφάλιση, όπως πικρά αποδεικνύεται τα τελευταία χρόνια λόγω περαιτέρω έντασης της καπιταλιστικής κρίσης, ήταν και είναι, όπως και ο μισθός, όπως και οι εργασιακές σχέσεις και συνθήκες, ένα ακόμη αποτύπωμα της ταξικής πάλης. Αποτέλεσε διεκδίκηση αιώνων και αιματηρών αγώνων και ακόμη και προ κρίσης, ο αριθμός των εργαζομένων παγκοσμίως που δεν ήταν ασφαλισμένοι, παρέμενε εξαιρετικά υψηλός.
Ως εργατική και αγωνιστική κατάκτηση, όπως και οι συλλογικές συμβάσεις, ουδέποτε έπαψε να είναι ένας από τους συνηθέστερους στόχους αφεντικών και κεφαλαίου. Στερώντας το φάρμακο, στερώντας το γιατρό και τη δυνατότητα αξιοπρεπών γηρατειών από τους εργαζόμενους, το κεφάλαιο τους στερεί κομμάτι της αξιοπρέπειάς τους, του δικαιώματός τους σε μια στοιχειωδώς ανθρώπινη ζωή. Το πλήγμα για τον εργαζόμενο είναι εξαιρετικά υψηλό και επώδυνο. Και η εξώθησή τους στην εξαχρείωση όπως και η μετατροπή του σε εξαιρετικά αναλώσιμο «υλικό» θαυμαστά ταχεία.
Ο Βίσμαρκ, η ΕΣΣΔ, ο Β΄Παγκόσμιος πόλεμος και «η ανάσα» του σοσιαλισμού
Στον καπιταλιστικό κόσμο εμφανίστηκε στη Γερμανία του Βίσμαρκ σαν αποτέλεσμα του εργατικού, διεκδικητικού κινήματος του 19ου αιώνα και της εξάπλωσης των σοσιαλιστικών ιδεών σε αυτό. Ο πρίγκιπας Όττο Φον Βίσμαρκ ακολούθησε απέναντι στο εργατικό κίνημα την τακτική της «σιδερένιας γροθιάς σε βελούδινο γάντι». Κηρύσσοντας εκτός νόμου το γερμανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, με τον «νόμο κατά των επικίνδυνων ενεργειών της σοσιαλδημοκρατίας», προχώρησε σε μια σειρά παραχωρήσεις προς το εργατικό κίνημα με σκοπό να ενισχύσει τα κίτρινα συνδικάτα (σ.σ καθολικές ενώσεις) που βρίσκονταν κάτω από τον έλεγχο της αστικής τάξης.
Με τη σημερινή του μορφή τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης δημιουργήθηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα δικαιώματα και οι ανθρώπινες εργασιακές συνθήκες, η ασφάλιση, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, η σύνταξη δεν ήταν πια στόχος αλλά πραγματικότητα στις σοσιαλιστικές χώρες. Αυτή η πραγματικότητα συνέβαλε στην ενίσχυση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στον δυτικό καπιταλιστικό κόσμο και κατ’ επέκταση και στην επίτευξη κατακτήσεων.
Η κοινωνική ασφάλιση, που σήμερα με διαφορετικό βαθμό και ένταση σφυροκοπάται σχεδόν σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες, είναι ίσως μία από τις σημαντικότερες κατακτήσεις: Ηταν η υποχώρηση στην οποία το κεφάλαιο υποχρεώθηκε υπό πίεση για να διασφαλίσει όχι απλώς αναπαραγωγή της εργατικής τάξης, αλλά και με αξιοπρεπείς όρους που συνοδεύτηκαν και από σειρά παραχωρήσεων στο επίπεδο της δημόσιας υγείας και παιδείας, παράγοντες που συνέβαλλαν στην άνοδο του μορφωτικού και βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων.
Η διάσπαση της Παγκόσμιας Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας το 1947-49 και η δημιουργία της ICFTU (Διεθνής Ομοσπονδία Ελεύθερων Συνδικάτων), ήταν μια στρατηγική κίνηση του διεθνούς ιμπεριαλισμού η οποία δεν μπορούσε να πετύχει χωρίς στήριξη. Η αποδοχή του σχεδίου Μάρσαλ, που δεν την δεχόταν ο επαναστατικός συνδικαλισμός μέσα στην Π.Σ.Ο, ήταν η αφορμή για τη διάσπαση της οργάνωσης. Το «κράτος πρόνοιας», με το οποίο επιχειρήθηκε το μπλοκάρισμα του εργατικού κινήματος στα αστικά πλαίσια και το αποτράβηγμά του από τη σοσιαλιστική προοπτική των κομμουνιστών, είχε σαν βασικό του στοιχείο τα συστήματα κοινωνικών ασφαλίσεων.
Στόχος, λιγότερο (ή και καθόλου) κράτος πρόνοιας
Το «κράτος πρόνοιας» στην παραδοσιακή μεταπολεμική του μορφή αποτελεί σήμερα στόχο της ίδιας της αστικής τάξης, η οποία, έστω και υπό πίεση, το δημιούργησε. Η όξυνση της κρίσης του καπιταλισμού, η γενικευμένη επίθεση του κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και των υπολοίπων χωρών του ανατολικού λεγόμενου «μπλοκ», η εξαφάνιση του «αντίπαλου δέους», ωθούν και ενθαρρύνουν το κεφάλαιο σε μια καθολική επίθεση για τον εξανδραποδισμό των εργατών και εργαζομένων για την επίτευξη στρατηγικής νίκης πάνω στο εργατικό κίνημα. Στο πλαίσιο αυτής της γενικής τάσης του κεφαλαίου για «λιγότερο κράτος πρόνοιας», αναπτύσσονται δυο τάσεις της αστικής πολιτικής: Η ακραία επιθετική (νεοφιλελευθερισμός) και η πιο συγκρατημένη (φιλελευθερισμός, σοσιαλδημοκρατία). Η αντίθεση αυτών αναπτύσσεται πάνω στο έδαφος της γενικής τάσης στοχοποίησης του «κράτους πρόνοιας» και, χωρίς να την αναιρεί καθόλου. Την επηρεάζει μόνο ως προς την ταχύτητα ανάπτυξη της.
Η συντηρητική και η «προοδευτική» αντίληψη θεωρούν δεδομένο ότι το λεγόμενο «κοινωνικό απόθεμα» δεν ανήκει στους εργαζόμενους, αλλά στην «κοινωνία», δηλαδή σε όλες τις τάξεις. Η διαφορά αρχίζει από κει και πέρα και αφορά στο τί κομμάτι αυτού του «κοινωνικού αποθέματος» θα δοθεί για την ασφαλιστική κάλυψη των εργαζόμενων. Και οι δυο αντιλήψεις θεωρούν ότι αυτό που ονομάζεται «κοινωνική μέριμνα» αποτελεί παραχώρηση, «δώρο» προς τους εργαζόμενους και διαφωνούν για το μέγεθος του «δώρου». Αμφότεροι θεωρούν κοινωνικά δίκαιο το ισχύον καπιταλιστικό καθεστώς. Αρνούνται ότι στηρίζεται στην εκμετάλλευση των εργαζόμενων. Ο κοινωνικός πλούτος όμως δεν είναι δημιούργημα των κεφαλαιοκρατών, αλλά των εργαζόμενων στη σφαίρα της υλικής παραγωγής. Όλες οι αξίες απ’ αυτούς παράγονται. Επομένως, και το «κοινωνικό απόθεμα» τους ανήκει εξ ολοκλήρου.
Κοινωνική Ασφάλιση στην Ελλάδα: Τα βασικά ταμεία, οι «μεγάλες παροχές», γιατί χρεοκόπησαν τα ταμεία, η προδοτική στάση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.
(α) Ιστορική αναδρομή της Κοινωνικής Ασφάλισης
Οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης εμφανίζεται στην Ελλάδα για πρώτη φορά το 1861 με την έναρξη λειτουργίας του ΝΑΤ, το οποίο νομοθετικά είχε ιδρυθεί από το 1836. Το 1880 ιδρύθηκε το Ταμείο Μεταλλευτών, αποτέλεσμα των πρώτων ταξικών αγώνων του ελληνικού εργατικού κινήματος.
Μεταξύ 1911 – 1914, επί Ελ. Βενιζέλου, ψηφίζεται από τη Βουλή σειρά νομοθετημάτων, τα οποία αποτέλεσαν, στη συνέχεια, τη βάση για την εργασιακή νομοθεσία. Στις λυσσαλέες αντιδράσεις πολιτικών αντιπάλων, του Παλατιού και των εργοδοτών, φυσικά, με περισσή κυνικότητα ο Ελ. Βενιζέλος φέρεται να έχει απαντήσει: «Κύριοι, αν δεν κάνομεν σήμερα τας νομίμους υποχωρήσεις προς τους εργαζόμενους, αύριο θα μας πάρουν με επανάστασιν πολύ περισσότερα».
Το 1922 η κλαδική κάλυψη επεκτάθηκε και σε άλλες κατηγορίες εργαζόμενων. Η Μικρασιατική Καταστροφή έφερε στην Ελλάδα 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες, και κατ’ επέκταση πληθώρα εργατικών χεριών. Οι εργασιακές συνθήκες χειροτερεύουν ραγδαία. Τότε ψηφίζεται ο νόμος 2868/1922 που καθιστά υποχρεωτική την ασφάλιση «εργατών και ιδιωτικών υπαλλήλων». Στο πλαίσιο αυτό ιδρύονται σειρά ασφαλιστικών ταμείων.
Το 1928 ιδρύεται το ΤΣΑΥ των Υγειονομικών, το 1929 το Ταμείο νομικών και εφημεριδοπωλών, το 1930 το ΤΑΚΕ των κληρικών, το 1931 το Ταμείο των εκτελωνιστών και των τυπογράφων. Οι νόμοι 5733/1932 και 6298/1934 γενικεύουν τον θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης. Ακολουθούν τα ταμεία ΤΣΑ των αυτοκινητιστών το 1932, το ΤΣΜΕΔΕ των μηχανικών και των εργοληπτών δημοσίων έργων το 1934 μαζί με το ΤΕΒΕ, των επαγγελματιών και βιοτεχνών, των Χρηματιστών το 1935, το ΤΑΕ των εμπόρων το 1940 και ακολουθεί πληθώρα άλλων.
Από την 1η Δεκέμβρη 1937 αρχίζει να λειτουργεί σαν ΝΠΔΔ το ΙΚΑ με βάση το νόμο 6298/1934. Οι αγρότες παραμένουν ανασφάλιστοι μέχρι το 1961, οπότε ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής υιοθετεί νομοθεσία για τον ΟΓΑ, ενόψει των δύσκολων εκλογών της 29ης Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς.
Η περίοδος στην οποία ολοκληρώνεται σαν θεσμός η κοινωνική ασφάλιση των μισθωτών, τη δεκαετία του ’30, είναι μια περίοδος σκληρών ταξικών αγώνων των εργατών και εργαζόμενων. Αγώνων που αυτή τη φορά σφραγίζονται και από την παρουσία του ΚΚΕ. Η υλοποίηση του νόμου του 1934 και η δημιουργία του ΙΚΑ από τη μεταξική δικτατορία θυμίζει την τακτική του Βίσμαρκ. Την ίδια στιγμή που οι κομμουνιστές σφάζονται στα μπουντρούμια του Μανιαδάκη, η αστική τάξη προσπαθεί να τραβήξει το εργατικό κίνημα από τον σοσιαλιστικό δρόμο, και κυρίως να το «κατευνάσει» και να το χειραγωγήσει – εξαγοράσει όσο γίνεται, προσφέροντας του για πρώτη φορά στην Ελλάδα μια δόση «κράτους πρόνοιας».
Μέχρι το 1990 η εικόνα των κοινωνικών ασφαλίσεων εμφανίζει πλήθος διαφορετικών ασφαλιστικών οργανισμών. Ακόμη και ο υπολογισμός για τον αριθμό των φορέων, τότε, διαφέρει. Η ΟΤΟΕ τους υπολόγιζε σε 325, η ΠΟΣΕ-ΙΚΑ σε 373 και το ΕΚΑ σε 388. Φυσικά περιλαμβάνονται και οι ασφαλιστικοί οργανισμοί εμπόρων, ελεύθερων επαγγελματιών.
(β) Το «προβληματικά» ταμεία το 1990
ΙΚΑ: Ο μεγαλύτερος ασφαλιστικός οργανισμός. Προσφέρει υπηρεσίες ασφάλισης και υγείας σε 6.500.000άμεσα και έμμεσα ασφαλισμένους.
ΝΑΤ: Στο ΝΑΤ ασφαλίζονται οι ναυτικοί. Η εν γένει πολιτική του εφοπλιστικού κεφαλαίο και του αστικού κράτους κατάντησε σήμερα ελλειμματικό το αρχαιότερο ταμείο ασφάλισης των ελλήνων εργατών. Το 1988 το ΝΑΤ είχε έλλειμμα 120 δισ. και το 1990 θα έπεφτε στα 95 δισ. Το ΝΑΤ μέχρι το 1975 θεωρούνταν ένα από τα πλουσιότερα ασφαλιστικά ταμεία του κόσμου με αποθεματικά μεγαλύτερα από της BANK of America. H υποχρεωτική δραχμοποίησή τους με αποφάσεις των πρώτων μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων, η επιλογή ολοένα περισσότερων ξένων ναυτικών από τους εφοπλιστές επειδή ήταν «φτηνότεροι» και δούλευαν χωρίς ασφάλιση, η ένταξη σε αυτό για συνταξιοδότηση και μόνο (και όχι εισφορές) διαφόρων πρωταθλητών και όλων των επαναπατριζόμενων από πρώην ανατολικές χώρες, και τελικά η δανειοδότηση με επιτόκιο 4% της κατασκευής του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας (την ώρα που το ΝΑΤ δανειζόταν με επιτόκιο περίπου 25% από τις τράπεζες), είναι μερικοί από τους λόγους που οδήγησαν στην καταστροφή του.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι η κυβέρνηση εκείνης της περιόδου προέβη σε μια απάτη ώστε να διογκώσει τεχνητά το έλλειμμα. Το συνολικό έλλειμμα όλων των ασφαλιστικών οργανισμών για το 1990 είναι: ΙΚΑ 365,5 δισ. + ΝΑΤ 95,3 δισ. + ΟΓΑ 117,8 δισ. =587 δισ. Ποσοστό 5,5% του ΑΕΠ. Η κυβέρνηση, όμως, προσθέτει και τις δαπάνες για συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων, που έτσι κι αλλιώς κάθε χρόνο πληρώνει το κράτος και κατασκευάζει το 1 τρισεκατομμύριο ελλείμματος που προπαγάνδιζε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.
(γ) Και τα πλεονασματικά το 1990
Δημόσιο: Στο δημόσιο δεν υπάρχει ταμείο κύριας σύνταξης, αλλά αυτή δίνεται από το κράτος. Αυτό δεν αποτελεί προνόμιο, όπως είθισται να ισχυρίζονται πολλοί. Άλλωστε το ίδιο το αστικό κράτος έφτιαξε το συνταξιοδοτικό καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων. Ο μισθός υπολογίζεται έτσι που να καλύπτεται και η κρατική δαπάνη για σύνταξη. Το ζήτημα βρίσκεται στον λογιστικό τρόπο κατανομής μισθού και ασφαλιστικής δαπάνης. Στο δημόσιο υπάρχουν και τα εξής ταμεία:
ΜΤΠΥ (Μετοχικό Ταμείο Πολιτικών Υπαλλήλων) που υπάγεται στο υπουργείο Οικονομικών και δίνει επικουρική σύνταξη.
ΤΠΔΥ (Ταμείο Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων) που δίνει το εφάπαξ και στηρίζεται σε κρατήσεις των ίδιων των υπαλλήλων.
Ταμεία Αρωγής (14, κατανεμημένα κατά υπουργείο ή υπηρεσία), δίνουν κι αυτά επικουρική σύνταξη και στηρίζονται επίσης σε εισφορές των εργαζόμενων. Για μεγάλο χρονικό διάστημα όλα τα ταμεία των δημοσίων υπαλλήλων ήταν πλεονασματικά.
Τράπεζες: Οι τράπεζες έχουν ένα πολύπλοκο ασφαλιστικό σύστημα. Το ένα τρίτο περίπου των τραπεζοϋπαλλήλων υπάγεται, όσον αφορά την κύρια σύνταξη, στο κοινό ασφαλιστικό καθεστώς του ΙΚΑ. Οι υπόλοιποι υπάγονται σε αυτοτελή ταμεία κύριας ασφάλισης-σύνταξης με καθεστώς συνταξιοδότησης όμοιο με αυτό των δημοσίων υπαλλήλων. Από τα ταμεία αυτά τρία μόνο είναι ελλειμματικά. Στις τράπεζες οι εργαζόμενοι πληρώνουν εισφορές και στα ταμεία κύριας σύνταξης. Όλοι οι τραπεζοϋπάλληλοι (εκτός από εκείνους που δουλεύουν σε ξένες τράπεζες), ανεξάρτητα από το καθεστώς κύριας ασφάλισης-σύνταξης, έχουν ασφάλιση σε ειδικά επικουρικά ταμεία. Τα ταμεία αυτά λειτουργούν σε καθαρά ανταποδοτική βάση και είναι πλεονασματικά. Οι τραπεζοϋπάλληλοι που δεν υπάγονται στο ΙΚΑ έχουν ξεχωριστά δικά τους ταμεία που καλύπτουν τους κινδύνους ασθενείας. Σε αυτά πληρώνουν ειδική εισφορά και τα ταμεία είναι πλεονασματικά.
ΔΕΗ: Η ΔΕΗ έχει ένα εντελώς ιδιαίτερο ασφαλιστικό καθεστώς που καθιερώθηκε με το νόμο 4491/1966. Δεν υπάρχει ασφαλιστικό ταμείο, αλλά μια υπηρεσία της ΔΕΗ, η Διεύθυνση Ασφάλισης Προσωπικού (ΔΑΠ/ΔΕΗ), η οποία μαζεύει τις εισφορές των εργαζομένων, τις επενδύει στα έργα της ΔΕΗ και η επιχείρηση τους καλύπτει ασφαλιστικά. Με τον τρόπο αυτό η ΔΕΗ έχει πλεονάσματα (100 δισ. το 1986) πέρα από την καπιταλιστική εκμετάλλευση των ασφαλιστικών εισφορών, που αντικαθιστούν τμήμα του δανεισμού που θα αναγκαζόταν να καταφύγει. Άλλωστε, αυτό το καθεστώς υπήρξε πρόταση της ίδιας της ΔΕΗ.
ΤΑΠ-ΟΤΕ: Κλαδικό ταμείο στο οποίο υπάγονται οι εργαζόμενοι στον ΟΤΕ, το ΟΣΕ και τα ΕΛΤΑ. Πλεονασματικό.
Νυν ΕΤΑΠ ΜΜΕ (ΤΣΠΕΑΘ – ΤΑΙΣΥΤ): Εργαζόμενοι στα ΜΜΕ παραμένει πλεονασματικό μέχρι σήμερα 2016.
(δ) Οι «υψηλές» παροχές και τα «προνόμια»
Η προπαγάνδα των αστικών κυβερνήσεων ισχυρίζεται ότι για τα ελλείμματα των ταμείων φταίνε οι υψηλές παροχές και τα προνόμια των ασφαλισμένων. Αυτό το παραμύθι καταρρίπτεται εύκολα αν κοιτάξει κανείς την εξέλιξη των δαπανών κοινωνικής ασφάλισης σαν ποσοστό του ΑΕΠ.
Το 1987 η Ελλάδα βρισκόταν στην τελευταία θέση της ΕΟΚ με ποσοστό κοινωνικής ασφάλισης κάτω κι απ’ αυτό της Αγγλίας στην οποία κυριαρχούσε η Μάργκαρετ Θάτσερ. Ήταν πολύ κάτω από τον μέσο όρο των χωρών-μελών της Οικονομικής Κοινότητας. Μάλιστα, από τότε υπήρχε γενική μείωση δαπανών για την κοινωνική ασφάλιση.
Επομένως, ακολουθώντας καθαρά την αστική λογική και εξετάζοντας το ζήτημα με αυστηρά επιχειρηματικά κριτήρια, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι σε καμιά περίπτωση το πρόβλημα της κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα δεν είναι πρόβλημα δαπανών, δηλαδή παροχών και προνομίων. Βέβαια, οι εργαζόμενοι ξέρουν πολύ καλά ποιο είναι το επίπεδο των παροχών των ασφαλιστικών οργανισμών στην Ελλάδα.
Όταν οι συντάξεις του ΟΓΑ το 1990 ήταν στο επίπεδο των 10.000 δραχμών, όταν το 80% των συνταξιούχων του ΙΚΑ μόλις που άγγιζε την κατώτατη σύνταξη και όταν οι δημόσιοι υπάλληλοι λάμβαναν συντάξεις κάτω από το 60% των εν ενεργεία αποδοχών, αν και ο νόμος προέβλεπε να είναι στο 80%, τότε δεν έχουν ανάγκη οι ασφαλισμένοι από αριθμούς και στατιστικές. Ξέρουν πολύ καλά τι συμβαίνει. Την ίδια χρονιά, 1987, η Ελλάδα κατέγραφε το μεγαλύτερο ποσοστό (37,3%) εισφοράς εργαζομένων στα συνολικά έσοδα της κοινωνικής ασφάλισης στις χώρες-μέλη της ΕΟΚ. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι και με την αστική αντίληψη για την κοινωνική ασφάλιση, η Ελλάδα έχει το μάξιμουμ των εισφορών των ίδιων των ασφαλισμένων και το μίνιμουμ παροχών κοινωνικής ασφάλισης.
(ε) Ο κλέφτης βρίσκεται εντός
Παρά, λοιπόν, τα παραπάνω, η λέξη «έλλειμμα» συνοδεύει την κατάσταση των Ταμείων και ειδικά του μεγαλύτερου, του ΙΚΑ. Το ερώτημα είναι αναπόφευκτο; Γιατί συμβαίνει αυτό και ποιοι ευθύνονται. Η απάντηση αυτονόητη. Το αστικό κράτος και οι καπιταλιστές και οι λόγοι είναι πολλοί.
1) Ανυπαρξία κρατικής συμμετοχής στα έσοδα των ταμείων
Όλα τα ασφαλιστικά συστήματα στις περισσότερες καπιταλιστικές χώρες στηρίζονταν στην τριμερή χρηματοδότηση. Δηλαδή εργαζόμενοι-καπιταλιστές-αστικό κράτος. Άλλωστε, αυτό είναι και το νόημα του «κράτους πρόνοιας». Τι είδους κράτος θα ήταν χωρίς κρατική συμμετοχή; Στην Ελλάδα, όμως, αυτό δεν έγινε και αποτελεί μια από τις βασικότερες αιτίες της «ωρίμανσης του ΙΚΑ». Δηλαδή της οικονομικής του χρεοκοπίας.
Το 1951 ψηφίστηκε ο Αναγκαστικός Νόμος 1846 που ρύθμιζε όλα τα ζητήματα κοινωνικών ασφαλίσεων. Με τον νόμο αυτό αρχίζει στην ουσία η πραγματική λειτουργία του ΙΚΑ και η γενίκευση της κοινωνικής ασφάλισης. Περιττό να αναφερθούμε στους λόγους που ανάγκασαν να βγει αυτός ο νόμος. Η «κομμουνιστική ανταρσία» μόλις είχε κατασταλεί και η πίεση που έρχονταν από το εργατικό κίνημα, πάρα την ήττα, ήταν τεράστια. Η ίδια η εισηγητική έκθεση του νόμου παραδέχεται ότι πρόκειται για προσαρμογή στα μεταπολεμικά δεδομένα και φέρνει σαν παράδειγμα χώρες που βελτίωσαν τις κοινωνικές ασφαλίσεις, όλη την καπιταλιστική Δύση, ακόμη και τα λατινοαμερικάνικα καθεστώτα, ενώ αποσιωπά εντελώς τις σοσιαλιστικές χώρες, χωρίς να παραλείπει να αναφερθεί στη Γιουγκοσλαβία που ήδη «ανήκει εις την δύσιν».
Το άρθρο 24 του νόμου αναφέρει:
Το ΙΚΑ έχει ως πόρους:
Α) Εισφοράς των παρ’ αυτώ ησφαλισμένων
Β) Εισφοράς των εργοδοτών
Γ) Τας πάσης φύσεως προσόδους εκ της περιουσίας αυτού
Δ) Εισφοράς του κράτους, καταβλητέας, από του οικονομικού έτους 1953-54, καθοριζόμενης δε κατ’ έτος δι’ αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών, διά της αναγραφής της σχετικής πιστώσεως εις τον ειδικόν προϋπολογισμόν του Υπουργείου Εργασίας. Αι εν λόγω κρατικαί εισφοραί κατανέμονται προτάσει του Δ.Σ του ΙΚΑ δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας εις ένα ή πλειόνας των ασφαλιστικών κλαδων, και αναλόγως των αναγκών εκάστου.
Ενώ το άρθρο 25 ορίζει ακριβώς τις εργατικές και εργοδοτικές εισφορές και την κατανομή τους κατά κλάδο (ασθένεια και μητρότητα σε είδος και σε χρήμα-αναπηρίας, γήρατος και θανάτου-ανεργίας), για την κρατική εισφορά δεν ορίζει απολύτως τίποτα. Είναι φανερό. Η διάταξη μπήκε απλώς για να φαίνεται ότι υπάρχει τριμερής συμμετοχή, δηλαδή «κράτος πρόνοιας». Το αστικό κράτος ήταν αποφασισμένο να μη βάλει δεκάρα για την κοινωνική ασφάλιση. Εκείνη την εποχή το ΙΚΑ είχε μια σχέση συνταξιούχων προς ασφαλισμένους περίπου 1:16, γιατί στην ουσία μόλις τότε άρχιζε να λειτουργεί πλατιά. Επομένως «έβγαινε» οικονομικά και δημιουργούσε πλεόνασμα.
Μέχρι το 1986 το κράτος δεν πλήρωσε ούτε μια δραχμή στο ΙΚΑ. Από το 1980, που πρωτοεμφανίζεται έλλειμμα, μέχρι το 1985, το έλλειμμα καλυπτόταν με διάφορες άλλες απάτες των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ. Η κρατική χρηματοδότηση από το 1986 μέχρι και το 1990, στο σύνολο των ταμείων, ήταν 1.111 δισ.
Πόσα είναι αυτά που κλάπηκαν από τη συμμετοχή του κράτους επί 33 χρόνια; Καμιά μελέτη δεν έχει γίνει ακριβώς γιατί δεν υπάρχει θεσμοθετημένο ποσοστό κρατικής συμμετοχής.
Μπορούμε όμως να κάνουμε ένα πρόχειρο υπολογισμό. Ο μέσος όρος κρατικών εισφορών στις χώρες της ΕΟΚ (σ.σ για το 1990) είναι 38%. Αν θεωρήσουμε, λοιπόν, ότι το κράτος έπρεπε να συνεισφέρει κατά το 1/3 στα έσοδα του ΙΚΑ, σε σημερινές τιμές έχουμε ετήσια κρατική εισφορά 170 δισ. (έσοδα ΙΚΑ 1990 510 δισ.). Αν πολλαπλασιάσουμε αυτό το ποσό με τα 33 χρόνια που δεν πληρώθηκαν κρατικές εισφορές, παίρνουμε ένα πόσο 5.6 δισ. σε σημερινές τιμές. Αυτό είναι ενδεικτικός υπολογισμός που δείχνει την τάξη μεγέθους της κλοπής μόνο απ’ αυτή την πηγή που ξεπερνά τα 5,5 τρισεκατομμύρια!
Η ληστεία των αποθεματικών
Το αστικό κράτος όχι μόνο δεν πλήρωσε δεκάρα εισφορά στην ασφάλιση, αλλά, μόλις μαζεύτηκαν τα πρώτα λεφτά στα ταμεία (επειδή τα έσοδα ήταν μεγάλα και τα έξοδα μικρά, γιατί δεν υπήρχαν συνταξιούχοι), αποφάσισε να βάλει χέρι στα αποθεματικά τους.
Με τον Αναγκαστικό Νόμο 1611 του 1950 (τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το Νομοθετικό Διάταγμα 2999 της 7η Σεπτεμβρίου 1954, επί κυβέρνησης Παπάγου), τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων δεσμεύονταν υποχρεωτικά σε ειδικό λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδας με σκοπό τη χρηματοδότηση της Γεωργίας, του Εμπορίου και της Βιομηχανίας. Το επιτόκιο θα οριζόταν κάθε φορά με απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής. Πρακτικά ήταν δεσμευμένα για χαμηλότοκη δανειοδότηση επιχειρηματιών ενώ την ίδια ώρα τα ταμεία, αν ήθελαν να δανειστούν, το έπρατταν με επιτόκιο περίπου 30%. Αντί το κράτος να χρηματοδοτεί την κοινωνική ασφάλιση, όχι μόνο δεν έδινε δεκάρα αλλά έπαιρνε τα χρήματα των ταμείων για να χρηματοδοτεί τους εργοδότες. Όσα δεν δίνονταν σε δάνεια, επενδύονταν υποχρεωτικά σε ομολογίες ή μετοχές με αποκλειστικό διαχειριστή τους το αστικό κράτος.
Είναι χαρακτηριστική η εξέλιξη των επιτοκίων.
1/1/1951 μέχρι 31/12/1978 4%
1/1/1979 μέχρι 31/8/1979 6%
1/9/1979 μέχρι 30/6/1980 10%
1/7/1980 μέχρι 15/6/1984 11,5%
16/6/1984 μέχρι 10/7/1988 15%
11/7/1988 μέχρι 1990 14,5%
Επιτόκιο 4% την ίδια στιγμή που ο πληθωρισμός κυμαινόταν μεταξύ 20% και 25%. Και το 1990 ακόμη επιτόκιο 14,5% για δεσμευμένους λογαριασμούς που στην τραπεζική αγορά ήταν ελεύθερα διαπραγματεύσιμο και μπορούσε να φτάσει το 25%. Χωρίς να υπολογίζουμε ότι αυτά τα χρήματα δεν τοκίζονταν απλώς, αλλά τζιράρονταν στην αγορά και θησαύριζαν οι τράπεζες και οι καπιταλιστές, ενώ χρηματοδοτούνταν και ο κρατικός προϋπολογισμός.
Φυσικά, τα αποθεματικά εξανεμίζονταν, αφού έχαναν κάθε χρόνο 15% με 20% της αξίας τους. Πόσες είναι απώλειες από την κλοπή των αποθεματικών; Καμία μελέτη δεν έχει γίνει, μολονότι υπάρχουν τα στοιχεία από τους ισολογισμούς των ταμείων και την κίνηση του Ειδικού Λογαριασμού της ΤτΕ.
Σε ανακοίνωση της στις 8 Αυγούστου 1990, η Ομοσπονδία Οικοδόμων και Συναφών Επαγγελμάτων Ελλάδας αναφέρει ότι μόνο το ΙΚΑ έχει χάσει από τους τόκους των αποθεματικών 450 δισ. δραχμές. Καίτοι ο υπολογισμός είναι αυθαίρετος, αν χρησιμοποιηθεί ενδεικτικά δείχνει ότι και μόνο με αυτά τα χρήματα το ΙΚΑ δεν θα είχε ούτε μια δραχμή χρέος. Πρέπει να σημειώσουμε ότι τα πρώτα αποθεματικά του ΙΚΑ χρησιμοποιήθηκαν για τις ανάγκες του πολέμου του 1940 και όσα απέμειναν εξανεμίστηκαν κατά τη γερμανική κατοχή. Επίσης, με την υποτίμηση της δραχμής το 1953 τα αποθεματικά εκείνης της στιγμής μειώθηκαν απευθείας στο μισό.
Δανεισμός
Το έγκλημα κράτους-καπιταλιστών δεν αφορά μόνο την αρπαγή των αποθεματικών. Όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα ελλείμματα έβαλε το ΙΚΑ να δανείζεται με το ακριβότερο επιτόκιο της τραπεζικής αγοράς.
Τα πρώτα δάνεια επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ ήταν με επιτόκιο 18,5%, ενώ το ΙΚΑ αναγκάστηκε, από το 1990, να δανείζεται με 27%-28% αφού ο προϋπολογισμός του 1990 έδινε κρατική επιχορήγηση η οποία αφήνει και ένα οργανικό έλλειμμα της τάξης των 51 δισ. το οποίο μόνο με δανεισμό μπορεί να καλυφθεί. Από τα 643 δισ. δραχμές που είναι το σωρευμένο έλλειμμα του ΙΚΑ, τα 382 είναι τόκοι δανείων.
Οι τράπεζες πάντα εκμεταλλεύονταν το ΙΚΑ. Το 1990, μόνο από τις εισπράξεις για λογαριασμό του ΙΚΑ, οι τράπεζες διακινούσαν περίπου 50 δισ. το μήνα, τα οποία κατακρατούσαν και απέδιδαν άτοκα μετά από τρεις μήνες. Αυτό γίνεται παράνομα, διότι το άρθρο 4 του ΑΝ1611/1950 ορίζει ρητά ότι «αι τράπεζαι ή οι τραπεζικοί οργανισμοί υποχρεούνται να μεταφέρωσιν ανά δεκαπενθήμερον και μετά την κάλυψιν των εις αυτό εμπιμπτουσών δαπανών, εν ονόματι του οικείου Δημοσίου Οργανισμού εις τον κατά την παράγραφρον 2 του άρθρου 2 Ειδικόν Λογαριασμόν Διαχειρίσεως Διαθεσίμων Δημοσίων Οργανισμών, παν ποσόν πέρα του αναγκαιούντος αποκλειστικώς δια τας πληρωμάς των τακτικών δαπανών του επόμενου δεκαπενθήμερου».
Κοινωνική δημαγωγία εις βάρος των ταμείων
Ας θυμίσουμε το Σύνταγμα. Άρθρο 21, παρ. 3. «Το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και γι την περίθαλψη των απόρων».
Το κράτος «θυμάται» αυτό το άρθρο όταν δεν μπορεί να κάνει αλλιώς ή για να δημαγωγήσει. Η «λεπτομέρεια» είναι ότι όποτε θέλει να τηρήσει την υποχρέωση του, φορτώνει το κόστος στους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης (ξεχνά βέβαια την αρχή της ανταποδοτικότητας).
Το σύνολο, σχεδόν, της «κοινωνικής πρόνοιας» περνάει μέσα από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς. Μάλιστα, επί χούντας (Μάρτιος 1970) ψηφίστηκε Νομοθετικό Διάταγμα στο οποίο προβλεπόταν να χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό όλες οι προνοιακές δαπάνες. [..] Η πολιτική να φορτώνονται στο ΙΚΑ δαπάνες «κοινωνικής πρόνοιας» ακολουθήθηκε και πριν το νομοθετικό διάταγμα της χούντας. Όλα τα ταμεία που γίνονταν προβληματικά περνούσαν αμέσως στο ΙΚΑ χωρίς το κράτος να καταβάλλει την παραμικρή δαπάνη. Από το 1952 συγχωνεύτηκαν με το ΙΚΑ πάνω από 20 κλαδικά ασφαλιστικά ταμεία.
Επίσης, με διάφορους νόμους συνταξιοδοτούνταν από το ΙΚΑ διάφορες κατηγορίες πολιτών, όπως ομογενείς από την Αίγυπτο, την Τουρκία και πολιτικοί πρόσφυγες από τη Ρουμανία κ.α. Επιπλέον, το ΙΚΑ εμπλεκόταν σε όλα σχεδόν τα προγράμματα του ΟΑΕΔ και συμμετείχε στη χρηματοδότηση τους. Για όλα αυτά το κράτος έχει πληρώσει μηδαμινά ποσά.
Καμία ολοκληρωμένη μελέτη δεν είχε γίνει μέχρι το 1990 που να αποδεικνύει πόσα χρήματα χρωστάει το κράτος στο ΙΚΑ από το φόρτωμα σ’ αυτό της «προνοιακής του πολιτικής». Σίγουρα πρόκειται για εκατοντάδες δισ. δραχμές.
Εισφοροαπαλλαγές κεφαλαίου
Πρόκειται για ιδιαίτερα αποκαλυπτικό πεδίο: Μέσα από διάφορους νόμους και ρυθμίσεις χαρίζονταν (και δεν υπάρχει λόγος να έχει αλλάξει αυτό σήμερα) τεράστια ποσά στους καπιταλιστές από τις ασφαλιστικές εισφορές που είναι υποχρεωμένοι να καταβάλλουν.
Παράδειγμα. Οι εξαγωγές εμπορευμάτων και οι επισκευές πλοίων με εισαγωγή συναλλάγματος, επιφέρουν στους καπιταλιστές επιστροφή τμήματος των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών ισόποσου με την εισφορά των εργαζόμενων. […] Υπολογίστηκε ότι το 1981 το κόστος αυτού του είδους των εισφοροαπαλλαγών έφτασε τα 2,5 δισ. δραχμές, δηλαδή 3% από τα έσοδα του ΙΚΑ από εισφορές. Υποτίθεται ότι από το 1982 έληξε αυτό το προνόμιο των καπιταλιστών, όμως επαναφέρθηκε με τον Ν. 1360/83 για τις προβληματικές επιχειρήσεις και το ΙΚΑ έχασε κι άλλα δισεκατομμύρια. Το διάστημα 1976-83 το ΙΚΑ έχασε από εισφοροαπαλλαγές 23 δισ. δραχμές.
Από τον Μάιο του 1990, με τον νόμο Σουφλιά, νέες εισφοροαπαλλαγές προστέθηκαν. Στο άρθρο 39 αυτού του νόμου, ορίστηκε η ασφαλιστική κάλυψη των μερικώς απασχολούμενων και μπήκε χέρι στο βασικό ασφαλιστικό μεροκάματο. Γίνεται όμως πιο.. ωραίο στο άρθρο 43. Οι καπιταλιστές είχαν δικαίωμα να προσφέρουν πριμ παραγωγικότητας για το οποίο δεν θα κατέβαλλαν καμιά ασφαλιστική εισφορά.[…] Φυσικά, το κράτος δεν πλήρωσε ούτε μια δραχμή για την κάλυψη των εισφοροαπαλλαγών, παρ’ όλο που είχε υποχρέωση από το Ν.Δ 465/1970. Σαν εισφοροαπαλλαγή πρέπει να θεωρηθεί η πολύ χαμηλή εργοδοτική εισφορά στην Ελλάδα. Μέχρι το 1990 έμεινε καθηλωμένη στα ίδια ποσοστά για 12 ολόκληρα χρόνια.
Εισφοροδιαφυγή και νομιμοποίηση από το κράτος
Βέβαια δεν είναι μόνο η εισφοροαπαλλαγή. Μαζί και η εισφοροδιαφυγή που δεν αφορά μόνο τους εργοδότες αλλά και αυτή των εργαζομένων που τους την παρακρατούν κανονικά από τον μισθό. Καθαρή κλοπή. Πώς τιμωρείται όμως αυτή η κλοπή σύμφωνα με τον νόμο; Μέχρι το 1990 θεωρούνταν υπεξαίρεση σε βαθμό πλημμελήματος ασχέτως ποσού. […]
Η εισφοροδιαφυγή έγινε μορφή επένδυσης για τους καπιταλιστές. Όχι μόνο γιατί υπήρχαν ανώτατα όρια στα τέλη υπερημερίας που έβαζε το ΙΚΑ, αλλά και γιατί το αστικό κράτος συχνά-πυκνά προέβαινε σε προκλητικές ρυθμίσεις των καθυστερούμενων εισφορών, με αποτέλεσμα πολλοί εργοδότες να μην πληρώνουν περιμένοντας την επόμενη ευνοϊκή ρύθμιση. Δύο τέτοιες έγιναν το 1976 και το 1982 από ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, σύμφωνα με τις οποίες οι εργοδότες απαλλάχτηκαν από πρόσθετα τέλη και τους επιτράπηκε να πληρώσουν με δόσεις τα κλεμμένα λεφτά των εργαζόμενων. Από το 1982 μέχρι το 1985 υπολογίστηκε ότι στους εργοδότες χαρίστηκαν πάνω από 20 δισ. δραχμές. Υπολογίστηκε ότι το ΙΚΑ έχανε το 4% των ετήσιων εσόδων του από τις καθυστερήσεις των καπιταλιστών να πληρώσουν. Στις αρχές του 1990 οι βεβαιωμένες οφειλές προς το ΙΚΑ ανέρχονταν στα 32,5 δισ. δραχμές.
Πέρα από τις έκτακτες ρυθμίσεις, δημιουργήθηκε στο ΙΚΑ η περιβόητη Επιτροπή Αναστολών. Αντί να στέλνει τους καπιταλιστές στον εισαγγελέα προχωρούσε σε μόνιμη βάση σε ευνοϊκές ρυθμίσεις των καθυστερούμενων οφειλών τους. Το ΠΑΣΟΚ τη μετονόμασε σε Επιτροπή Διακανονισμών. Μέσω αυτής ακύρωνε στην πράξη τις διατάξεις του νόμου που ποινικοποιούσαν σε βαθμό πλημμελήματος την εισφοροδιαφυγή.
Η εισφοροδιαφυγή, όμως, δεν αφορά κύρια τις καθυστερήσεις. Αφορά περισσότερο τις μη βεβαιωμένες εισφορές, δηλαδή τη μη καταβολή ασφαλίστρου για το σύνολο των αποδοχών, αλλά μόνο στο ύψος των συλλογικών συμβάσεων. Επίσης, στην εισφοροδιαφυγή συμβάλλει και η «μαύρη εργασία». Παλιότερα κυρίως των ξένων εργατών, σήμερα και των Ελλήνων. Το 1990, σύμφωνα με υπολογισμό της ΠΟΣΕ-ΙΚΑ το 1990, η εισφοροδιαφυγή ανερχόταν στο 25% του ετησίου προϋπολογισμού του ΙΚΑ.
Υπάρχει όμως και η επίσημη εισφοροδιαφυγή. Αυτό που γίνεται με τις προβληματικές επιχειρήσεις. Οι ιδιοκτήτες απαλλάσσονται και από τις οφειλές στο ΙΚΑ. Δηλαδή, εκτός από τα έμμεσα κλεμμένα χρήματα του ελληνικού λαού (μέσω των ανεξόφλητων τραπεζικών δανείων), έχουμε κι άμεση κλοπή των ασφαλιστικών εισφορών. Επιχειρήσεις πουλιούνται χωρίς το ΙΚΑ να πάρει δεκάρα από τις οφειλές προς αυτό, ενώ οι νέοι αγοραστές παίρνουν τις επιχειρήσεις καθαρές από κάθε είδους χρέη.
Άλλες αιτίες
Εργοδότες και κράτος δεν πληρώνουν εισφορές για τους ανέργους. Αν υπολογίσουμε πόσο αυξήθηκε η ανεργία θα ανακαλύψουμε μια ακόμη αιτία για τα ελλείμματα του ΙΚΑ καθώς και για τη χειροτέρευση της σχέσης ενεργών ασφαλισμένων προς συνταξιούχους. Ακολούθησαν από το 1990 και μετά και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, η καθήλωση, αρχικώς, και στη συνέχεια η δραματική μείωση των μισθών και η εντυπωσιακή διεύρυνση των ελαστικών μορφών εργασίας.
Τέλος, οι «εσωτερικές ληστείες». Με το που πρωτοφάνηκαν τα έλλειμματα του ΙΚΑ, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ άρχισε να αφαιρεί χρήματα από τον πλεονασματικό κλάδο υγείας και να χρηματοδοτεί τον ελλειμματικό κλάδο σύνταξης. Κανονικά έπρεπε να τον χρηματοδοτεί ο κρατικός προϋπολογισμός. Την περίοδο 1982-89 αφαιρέθηκαν από τον κλάδο υγείας του ΙΚΑ 133 δισ. δραχμές. Αποτέλεσμα; Να εξαθλιωθούν ακόμη περισσότερο οι παρεχόμενες από το ΙΚΑ υπηρεσίες υγείας, ενώ τότε άρχισε και η προπαγάνδα ενάντια στην «πολυφαρμακία», η οποία υποτίθεται ότι αποτελεί βασική αιτία των ελλειμμάτων.
Την ίδια περίοδο άρχισαν να ληστεύονται και τα χρήματα που μάζευε το ΙΚΑ για λογαριασμό του νέου επικουρικού ταμείου μισθωτών, του ΤΕΑΜ. Την περίοδο 1981-89 μεταφέρθηκαν από το ΤΕΑΜ για να χρηματοδοτήσουν τον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ 153 δισ. δραχμές.
Αποκαλύπτεται, λοιπόν, ότι αν δεν υπήρχαν οι διάφορες κλοπές, τα ταμεία θα είχαν πλεονάσματα. Το σωρευμένο έλλειμμα του ΙΚΑ το 1990 ήταν 643 δισ. δραχμές. Φαίνεται, λοιπόν, ξεκάθαρα ότι αστικό κράτος και καπιταλιστές χρεοκόπησαν τα ταμεία.
Ο ρόλος των εργοδοτικών συνδικαλιστικών ηγεσιών
«Η βασική πολιτική για την ασφάλιση θα πρέπει να λειτουργεί αναδιανεμητικά. Αρνούμαστε την επιλογή ασφαλιστικού συστήματος που έγινε με γνώμονα τη συσχέτιση εισφοράς και κάλυψης, γιατί με το σύστημα αυτό μένουν ακάλυπτα μεγάλα τμήματα του εργαζόμενου λαού. Είμαστε υπέρ ενός ασφαλιστικού συστήματος πραγματικής κοινωνικής αλληλεγγύης» δήλωναν εκπρόσωποι των συνδικαλιστικών ηγεσιών στα τέλη του 1989.
Λίγο αργότερα, η δήλωση αυτή «άλλαξε» ελαφρώς: «Οι εργαζόμενοι δεν ζητούν κάποια προστασία που να στηρίζεται στις αρχές της πρόνοιας, όπως ισχυρίζονται διάφοροι ειδικοί. Ζητούν την εξυγίανση και στήριξη του υπάρχοντος συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης, που στηρίζεται γενικά στη βάση της ανταποδοτικότητας». Και τελικά, ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ πρότειναν την «εθνική συμφωνία για την κοινωνική ασφάλιση». Μίλησαν για έξι αρχές και θέσεις οι οποίες όμως δεν κράτησαν παρά μόνο τέσσερις μέρες. Στις 21 Σεπτέμβρη, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ πρότεινε στην κυβέρνηση ανακωχή με έναν όρο: Τριμερή χρηματοδότηση.
Οι μεγαλύτερες οργανώσεις των συνδικαλιστών όχι μόνο επιμένουν στην τριμερή σαν βάση για τη λειτουργία ενός καθαρά ανταποδοτικού ασφαλιστικού συστήματος, αλλά έχουν βρει και αναλογίες: 2/9 εισφορές εργαζόμενων, 4/9 εισφορές εργοδοτών και 3/9 κρατική εισφορά. Από πού βγήκε αυτή η αναλογία; Από αντιγραφή των ισχυόντων κανόνων, το 1990, στις χώρες της ΕΟΚ. Δηλαδή, από μια μηχανιστική αντιγραφή μοντέλων που ούτε όμοια είναι μεταξύ τους, αλλά και λειτουργούν σε διαφορετικές συνθήκες φορολογίας, ύψους εργατικών αποδοχών, κατάστασης ασφαλιστικών οργανισμών.
Ενδεικτικό της αναποτελεσματικότητας αυτής της λογικής είναι ότι πχ στην Ελλάδα, το 1990, η σχέση εισφοράς εργαζόμενου προς εργοδότη είναι 1:1,63, από τις ευνοϊκότερες για τους δεύτερους. Θα μπορούσε η ΓΣΕΕ να ζητήσει αύξηση του εργοδοτικού ασφαλίστρου για να βελτιωθεί η σχέση και να φτάσει αυτή του Βελγίου ή της Γαλλίας, για να μην πούμε της Σουηδίας (1:296,8) όπου το σύστημα στηριζόταν την ίδια περίοδο στην κρατική χρηματοδότηση μέσω της βαριάς άμεσης φορολογίας του εργαζόμενου και γι’ αυτό ήταν χαμηλή η άμεση ασφαλιστική εισφορά σε σχέση με του εργοδότη.
Στις συνθήκες, όμως, που επικρατούσαν, το 1990, στην Ελλάδα η πρόταση για τριμερή χρηματοδότηση σήμαινε επανάληψη του ίδιου φαύλου κύκλου.
Πώς φαίνεται αυτό; Ο προϋπολογισμός του ΙΚΑ για το 1990, σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η ΓΣΕΕ, εμφανίζει ένα οργανικό έλλειμμα της τάξης των 243,1 δισ. δραχμές. Τα έσοδα του ΙΚΑ είναι 510 δισ. Αν υπήρχε η τριμερής, σύμφωνα με την αναλογία της ΓΣΕΕ, η κρατική επιχορήγηση θα ήταν 255 δισ. Την ίδια στιγμή όμως το ΙΚΑ πρέπει να πληρώσει μέσα στο 1990 άλλα 258,5 δισ. για τοκοχρεολύσια δανείων. Επομένως, η τριμερής από μόνη της δεν λύνει κανένα πρόβλημα.
Φυσικά, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες επιμένοντας στην τριμερή και στη ρύθμιση μέρους των χρεών, ανάλογα με τη θέληση της κυβέρνησης, διέγραψαν μια και καλή την κλοπή των τρισεκατομμυρίων από το κράτος και τους εργοδότες.
Παράλληλα, ήδη από το 1990 είχαν αρχίσει κάποιες πρώτες συζητήσεις περί ιδιωτικής ασφάλισης.
Πηγές:
- Μαρξιστική Λενινιστική Επιθεώρηση, τχ2
- Εφημερίδα «Ριζοσπάστης»
- Εφημερίδα των Συντακτών
- Εφημερίδα «Κόντρα»
- Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία»
- Εφημερίδα «Έθνος»
- http://www.aua.gr/gr/synd/eedip/Nea/2007/Asfal_DS_ESDEP-APTH_Synopsi_Nomon_07-12-7.pdf
Πηγή: toperiodiko.gr - 7 Μαίου 2016
Κοινωνική Ασφάλιση: Ζωή, Yγεία και Aξιοπρέπεια υπό διεκδίκηση (Β’ Μέρος)
Με «οδηγίες» της ΕΕ, από το '90 μέχρι σήμερα το σύστημα ασφάλισης «πλαγιοκοπείται» αδιαλείπτως
Γράφουν: Ελένη Μαυρούλη, Αλέξανδρος Στεργιόπουλος
Συνεχίζουμε το αφιέρωμα στην Κοινωνική Ασφάλιση. Διαβάστε εδώ το Α” Μέρος όπου αναφερόμαστε στις εξελίξεις από το τέλος του 19ου αιώνα έως και τις αρχές του 1990, οπότε και τα πράγματα αλλάζουν ακόμα πιο δραματικά.
Ό,τι οι εργαζόμενοι με αγώνες, και υπό την πίεση του «παραδείγματος» των πρώην σοσιαλιστικών χωρών, κατέκτησαν, άρχισε μετά την δεκαετία του ’90, σε συνθήκες σοβαρής υποχώρησης του εργατικού κινήματος μετά και από τις ιστορικές αλλαγές στην ανατολική Ευρώπη, να δέχεται αλλεπάλληλα πλήγματα. Στην Ελλάδα, μετά από δεκαετίες υπονόμευσης της κοινωνικής ασφάλισης από το ίδιο το κράτος εκ των έσω, με μια ευρεία γκάμα αποφάσεων και ενεργειών (όπως αναφέρθηκε στο Α’ Μέρος), τη σκυτάλη πήρε η γνωστή επωδός περί «μη βιωσιμότητας των ασφαλιστικών ταμείων», περί ελλειμμάτων (που είναι σαφές όπως φάνηκε και στο Α’ Μέρος ποιος έχει την ευθύνη για τη δημιουργία τους), περί ανάγκης «μεταρρύθμισης» προκειμένου να μην καταρρεύσουν κλπ.
Η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών, των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης αλλά και του συνολικού χρόνου ασφάλισης προκειμένου ο ασφαλισμένος να μπορεί να λάβει αξιοπρεπή σύνταξη, μαζί με την μείωση των συντάξεων και των ιατροφαρμακευτικών παροχών, αναδείχτηκαν στους πλέον προσφιλείς στόχους των κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ των δεκαετιών ’90 και ’00. Και παρέμειναν και στην εποχή του μνημονίου. Βήμα το βήμα, το «ξήλωμα» άρχισε τη δεκαετία του ’90 και σήμερα λαμβάνει μορφή λαίλαπας υπό την μορφή των μνημονίων.
Νόμος Σιούφα 1992 – Κυβέρνηση Κων/νου Μητσοτάκη: Η πρώτη μεγάλη επίθεση
Ο πρώτος νόμος σε αυτήν την κατεύθυνση είναι ο νόμος 2084/92 ή αλλιώς «νόμος Σιούφα» επί κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με τον οποίο γίνεται η μεγάλη αρχή της επίθεσης κατά των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Περιέχει σειρά αρνητικών ρυθμίσεων οι οποίες τελικά καταλήγουν στην επιμήκυνση του αναγκαίου χρόνου ασφάλισης, στην αύξηση του ηλικιακού ορίου συνταξιοδότησης, στην περικοπή των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων και, κυρίως, στην σημαντική μείωση των εργοδοτικών εισφορών.
Ο νόµος εισάγει για πρώτη φορά τη διαφοροποίηση των ασφαλιστικών προϋποθέσεων µε βάση το έτος πρώτης ασφάλισης. Πιο συγκεκριμένα οι κυριότερες προβλέψεις είναι οι εξής:
Α) Οι εργαζόµενοι που άρχισαν να ασφαλίζονται µετά την 1/1/1993 έχουν µειωµένα ασφαλιστικά δικαιώµατα σε σχέση µε τους προηγούµενους (άρθρο 47).
Β) Καταργούνται οι συντάξεις χωρίς όριο ηλικίας και εισάγεται το όριο ηλικίας για να λαμβάνει κανείς σύνταξη. Πρακτικώς αυτό σημαίνει ότι μπορεί, δηλαδή, να κατοχυρώνει σύνταξη (π.χ. 35 χρόνια εργασίας), αλλά δε δικαιούται να την πάρει αν δε συµπληρώσει το κάθε φορά ηλικιακό όριο που ο νόµος Σιούφα καθορίζει (άρθρο 48).
Γ) Περικόπτονται δραστικά οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις.
∆) Μειώνεται αισθητά το ποσό της σύνταξης στις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις.
Ε) Αλλάζει η βάση υπολογισµού της σύνταξης, δηλαδή, αντί του τελευταίου µισθού (ο οποίος θεωρούνταν ο καλύτερος τότε), η σύνταξη αρχίζει πλέον να υπολογίζεται µε βάση το µέσο όρο των µισθών της τελευταίας 5ετίας, µε αποτέλεσµα στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων να μειώνεται το ποσό της..
ΣΤ) Μειώνει τις εργοδοτικές εισφορές και µε το άρθρο 22 καθιερώνει τριµερή χρηµατοδότηση στην κύρια σύνταξη για τους νεοεισερχόµενους, π.χ. στο ΙΚΑ εισφέρουν πλέον (επί των αποδοχών) 10% το κράτος, 13,33% ο εργοδότης (αντί του 20%, που ήταν πριν το νόµο Σιούφα) και 3,67% ο εργαζόµενος.
Επιτροπή Σπράου 1997 – Κυβέρνηση Σημίτη: Όταν οι συνταξιούχοι… ζουν περισσότερο από όσο πρέπει
Το 1997 η κυβέρνηση Σημίτη ανέθεσε στην επιτροπή Σπράου να μελετήσει «τα προβλήματα του ασφαλιστικού συστήματος» και τις «παθογένειες» και να προτείνει λύσεις υπό το πρίσμα των προβλέψεων για τη μείωση του νεαρού, σε ηλικία πληθυσμού, στην Ελλάδα κατά 25% μέχρι το 2015. Η έκθεση Σπράου πρότεινε την αύξηση των εισφορών των ασφαλισμένων και των εργοδοτών ή εναλλακτικά τη θεσμοθέτηση νέων πόρων για την οικονομική ενίσχυση του συστήματος, χωρίς όμως να περιγράφει στοιχειωδώς ποιοι θα μπορούσαν να είναι αυτοί οι πόροι.
Πρότεινε ακόμη την καθολική μείωση των μέσων συντάξεων, τον περιορισμό των συντάξεων αναπηρίας, την επιμήκυνση του εργασιακού βίου, τη σταδιακή κατάργηση των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων, τη σταδιακή εξίσωση των ορίων συνταξιοδότησης ανδρών και γυναικών και, ως ύστατο μέτρο, τη γενική αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης. Ζητήματα οργάνωσης των ταμείων, όπως οι ενοποιήσεις, δεν είχαν απασχολήσει τους «σοφούς» της επιτροπής Σπράου. Ο κ. Σπράος, ας θυμίσουμε, έχει μείνει γνωστός από την δυσφορία που του προκαλούσε το γεγονός ότι, όπως του είχε «ξεφύγει» σε δηλώσεις του, οι συνταξιούχοι, πλέον, με την πρόοδο και της επιστήμης ζουν περισσότερο και επιβαρύνουν τα ταμεία!
Νόμος Γιαννίτση 2001 – Κυβέρνηση Σημίτη: Η επιτομή των όσων ακολούθησαν μέχρι σήμερα
Το 2001 η κυβέρνηση Σηµίτη, την οποία πολλοί χαρακτηρίζουν μέχρι και σήμερα ως την πλέον πειθήνια στις οδηγίες της Ε.Ε., επιχειρεί ν’ αλλάξει ριζικά το ασφαλιστικό και τις εργασιακές σχέσεις, με βάση πάντα τις κατευθύνσεις των Βρυξελλών. Με υπουργό Εργασίας τον εξωκοινοβουλευτικό καθηγητή, Τάσο Γιαννίτση, (διετέλεσε πρόεδρος του Ομίλου Ελληνικών Πετρελαίων – ΕΛΠΕ την περίοδο 2009 – 2011), επιχείρησε για λογαριασμό της εργοδοσίας να προωθήσει την επόμενη μεγάλη, μετά το 1992, «ασφαλιστική μεταρρύθμιση», η οποία σήμερα μνημονεύεται ιδιαιτέρως ως «η λύση που αν είχε εφαρμοστεί, θα ήμασταν καλύτερα».
Το ποιος θα ήταν καλύτερα, είναι εύκολο να γίνει κατανοητό καθώς, ως συνήθως, έτσι και σε αυτήν την «μεταρρύθμιση», οι στόχοι.. παρέμεναν ίδιοι: Παραπέρα μείωση του λεγόμενου «μη μισθολογικού κόστους», δικαίωμα ξανά να «μπει χέρι στα αποθεματικά» των Ταμείων, ανοιχτή προώθηση της ιδιωτικής ασφάλισης. Συνοπτικά το σχέδιο που παρουσίασε η κυβέρνηση το 2001, είχε τους εξής άξονες:
- Αλλαγή του τρόπου υπολογισμού της σύνταξης και του ποσοστού αναπλήρωσης και για τους ασφαλισμένους πριν από το 1993, που οδηγούσε στη μείωση των συντάξεων (αντί των αποδοχών της τελευταίας πενταετίας ή του τελευταίου μήνα, θα λαμβάνονταν ως βάση υπολογισμού οι αποδοχές των 10 καλύτερων ετών της τελευταίας 15ετίας).
- Για τα επικουρικά ταμεία, ο σχεδιασμός ήταν ή να συγχωνευτούν με τα κύρια ή να περάσουν στα χέρια της ιδιωτικής ασφάλισης.
- Συνταξιοδότηση στα 65 έτη για άνδρες και γυναίκες, για κύρια και επικουρική ασφάλιση. Μέτρο που οδηγούσε στην αύξηση του εργάσιμου βίου, τουλάχιστον κατά πέντε χρόνια για εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες.
- Συνταξιοδότηση με πλήρη σύνταξη μόνο με 40 χρόνια ασφάλισης ή 12.000 ένσημα, από 10.500 ένσημα.
- Επανεξέταση των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων, με στόχο τον σταδιακό αποχαρακτηρισμό τους, με πολλαπλές αρνητικές συνέπειες για τους εργαζόμενους στα επαγγέλματα αυτά.
- Μείωση της κατώτατης σύνταξης, μέσα από την εισαγωγή εισοδηματικών κριτηρίων για τη συμπλήρωσή της.
- Ισοπέδωση προς τα κάτω των Ταμείων με την ενοποίησή τους.
Τα σχέδια της κυβέρνησης Σημίτη δεν πέρασαν τελικά, μετά από μαζικότατες κινητοποιήσεις των εργαζομένων. Ωστόσο, η καθυστέρηση στην εφαρμογή των μέτρων που προέβλεπε το σχέδιο Γιαννίτση, δεν σήμανε και την αποτροπή τους. Πολλά από αυτά τα μέτρα, πέρασαν τμηματικά τα χρόνια που ακολούθησαν, από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.
Αν κάποιος, μεταξύ αυτών των μέτρων, αναγνωρίζει αυτά που λαμβάνονται και σήμερα, δεν κάνει λάθος. Επιβεβαιώνεται, τελικά, ότι η «μεταρρύθμιση Γιαννίτση», που τόσο πολύ συζητιέται μέχρι σήμερα και που πρακτικά εφαρμόζεται «βήμα βήμα», δεν ήταν παρά μέτρα στρατηγικής σημασίας για το κεφάλαιο και γι” αυτό αποτελούν σταθερό σημείο αναφοράς είτε με μνημόνια είτε χωρίς, με τα πρώτα να δίνουν «μεγαλύτερη ώθηση» και να ασκούν μεγαλύτερη πίεση στους εργαζόμενους υπό το καθεστώς φόβου.
Από τις διαδηλώσεις το 2001 |
Νόμος Ρέππα 2002 – Κυβέρνηση Σημίτη: Η επισημοποίηση του τζογαρίσματος των αποθεματικών στο χρηματιστήριο
Το 2002, ψηφίζεται ο νόµος Ρέππα (3029/2002), σύµφωνα µε τον οποίο προβλέπονται:
Α) Η ίδρυση ταµείων επαγγελµατικής ασφάλισης µεταξύ εργοδοτών-εργαζοµένων, δηλ. Ν.Π.Ι.∆., που λειτουργούν µε βάση το κεφαλαιοποιητικό σύστηµα. Επιβάλλεται πλέον και τυπικώς το τζογάρισµα του 70% των αποθεµατικών τους στο χρηµατιστήριο (άρθρο 7). Δηλαδή, έµµεσα, νοµιµοποιείται η κλοπή των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων µέσω του χρηµατιστηρίου. Ανοίγει επίσης ο δρόμος για κλοπή των ασφαλιστικών εισφορών τους, µε το πρόσχηµα της αξιοποίησής τους σε µετοχές κ.λπ. (άρθρο 7).
Β) Η αλλαγή στον τρόπο υπολογισµού της σύνταξης. Ως βάση υπολογισµού παραµένει ο µέσος όρος της τελευταίας 5ετίας, όπως προέβλεπε και ο νόµος Σιούφα. Η σύνταξη, όµως, µειώνεται σταδιακά από το 80% του τελευταίου βασικού µισθού στο 70%. Συγκεκριµένα, µέχρι τις 31/12/2007 υπολογίζεται µε το 80% του τελευταίου µισθού. Από 1/1/2008 υπολογίζεται σε δυο µέρη: α) Τα χρόνια που έχει συµπληρώσει ο εργαζόµενος ως το 2007 επί 80% και β) τα υπόλοιπα επί ποσοστού σταδιακά µειούµενου ως το 70% του µέσου όρου των αποδοχών της τελευταίας πενταετίας (άρθρο 2).
Γ) Η κατάργηση της κρατικής εισφοράς, δηλαδή του 10% επί των αποδοχών ή των 10/27 επί του συνόλου των εισφορών, όπως προβλεπόταν στο νόµο Σιούφα στα πλαίσια της τριµερούς χρηµατοδότησης για τους ασφαλισµένους στο ΙΚΑ, και η αντικατάστασή της µε το 1% του ΑΕΠ (άρθρο 4). Αυτό, όµως, το 1% από τότε δεν αποδίδεται. Η αλλαγή αυτή είχε σκοπό την κλοπή του ασφαλισµένου χωρίς πολλές αντιδράσεις, γιατί µε το προηγούµενο σύστηµα το κράτος πλήρωνε στον κάθε εργαζόµενο ατοµικά το 10% και η µη τήρηση αυτής της υποχρέωσης θα είχε άµεσο πολιτικό κόστος. Τώρα το κράτος χρωστάει συνολικά στο ταµείο κι αυτό απασχολεί ένα µικρό κύκλο, τις διοικήσεις των ταµείων και τους υπεύθυνους της κυβέρνησης. Είναι ένας εύσχημος και εύκολος τρόπος «στρίβειν δια του αρραβώνος».
Δ) Αύξηση του ορίου ηλικίας στα 67 χρόνια, (σε προαιρετική βάση), με τον εκβιασμό των χαμηλών συντάξεων και της αδυναμίας συγκέντρωσης του απαιτούμενου χρόνου κατοχύρωσης ασφαλιστικού δικαιώματος.
Ε) Ένταξη των Ταμείων των τραπεζοϋπαλλήλων και των πρώην ΔΕΚΟ στο ΙΚΑ, με παράλληλη κατάργηση δικαιωμάτων.
ΣΤ) Αρχίζει εκ νέου συζήτηση για το ποιο επάγγελμα μπορεί να χαρακτηριστεί βαρέο και ανθυγιεινό κ.ο.κ.
Νόμος Πετραλιά 2008 – Κυβέρνηση Καραμανλή: Ενοποιήσεις, συρρίκνωση πρόωρων συντάξεων, το τελικό «χτύπημα» στο ΙΚΑ
Οι προσπάθειες καταλήστευσης των ταµείων συνεχίζονται αµείωτα. Παρά την κατακραυγή που προκάλεσε το σκάνδαλο µε τα «δοµηµένα» οµόλογα, η κυβέρνηση Καραµανλή, πιστή στις εντολές της Ε.Ε., προώθησε ακόµη µία «ασφαλιστική µεταρρύθµιση» µε το νόµο 3655/2008, τον γνωστό, πια, και ως νόµο Πετραλιά, που προβλέπει:
Α) Μεταφορά όλων των ταµείων των τραπεζών στο ΙΚΑ (άρθρο 1), κάνοντας ακόµη πιο ελλειµµατικό το ΙΚΑ, αφού του φόρτωσε ασφαλισµένους, χωρίς να του µεταφέρει εισφορές που αυτοί είχαν καταβάλει.
Β) Αύξηση των ειδικών ορίων συνταξιοδότησης και των γενικών επίσης µε τη µορφή κινήτρων. Μείωση των επικουρικών συντάξεων. Κατάργηση των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων µητέρων και συρρίκνωση όλων των πρόωρων συντάξεων σε βαθµό που να καθίστανται απαγορευτικές (άρθρα 143, 144, 145).
Γ) Σαρωτικές ενοποιήσεις σε όλους τους τοµείς κοινωνικής ασφάλισης, δηλ. κύρια σύνταξη, επικουρική σύνταξη, υγεία, εφάπαξ (άρθρα 2 έως 136).
∆) Αύξηση των απαιτούµενων ηµερών ασφάλισης προκειµένου να δικαιούται κάποιος παροχές υγείας (άρθρο 147).
Ε) Ίδρυση ασφαλιστικού κεφαλαίου «αλληλεγγύης γενεών», δηλ. χρηµατοδότηση του ασφαλιστικού συστήµατος µέσω της αναδιανοµής υπαρχόντων πόρων από άλλα ταµεία, δροµολόγηση της αύξησης της έµµεσης φορολογίας (ΦΠΑ) και ένταση των ιδιωτικοποιήσεων, µε πρόσχηµα ότι το 10% των εσόδων τους θα πηγαίνει στο ασφαλιστικό σύστηµα (άρθρο 149).
Νόμος Γ. Παπακωνσταντίνου – Α. Λοβέρδου 2010 – Κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου – Τα «εγκαίνια» των μνημονίων
Η κυβέρνηση Παπανδρέου και το υπουργικό δίδυμο Παπακωνσταντίνου – Λοβέρδος κατέκτησαν ακόμη μια πρωτιά. Με διαφορά μιας εβδομάδας ψήφισαν στη Βουλή δυο ίδια νομοσχέδια. Το πρώτο (νόμος 3863/2010 ή νόμος Λοβέρδου – Παπακωνσταντίνου) ρυθμίζει τα ασφαλιστικά θέματα για τους εργαζόμενους ιδιωτικού και δημόσιου τομέα και το δεύτερο (νόμος 3865/2010 ή νόμος Παπακωνσταντίνου) ρυθμίζει τα ίδια θέματα μόνο για τους εργαζόμενους του δημόσιου τομέα. Παραμένει η απορία γιατί έγινε αυτός ο διαχωρισμός.
Στο σχετικό σημείο (άρθρο 27) του νομοσχεδίου που κατατέθηκε, διαβάζουμε αρχικά (παράγραφος 1) ότι όλα τα ταμεία συγχωνεύονται σε τρεις φορείς μισθωτών, αγροτών και αυτοαπασχολουμένων, αλλά τελικά μαθαίνουμε (παράγραφος 7) ότι οι «επιστήμονες» (ιατροί -δικηγόροι-μηχανικοί) και οι δημοσιογράφοι θα κρατήσουν τα ταμεία τους. Τέλος, παρακάτω (στο άρθρο 65!) βλέπουμε ότι το ίδιο θα ισχύσει και για τους υπαλλήλους της Τράπεζας της Ελλάδος.
Όλα τα βασικά σημεία του νομοσχεδίου είναι ευθυγραμμισμένα με τις απαιτήσεις που προκύπτουν από το Α΄ Μνημόνιο για το ασφαλιστικό, οι οποίες ουσιαστικά «πατούν» στις κατευθυντήριες γραμμές που η ΕΕ είχε χαράξει πολύ καιρό πριν το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης, η οποία ενέτεινε την πίεση για την λήψη τέτοιων «αντι-ασφαλιστικών» μέτρων, την υιοθέτηση της πιο σκληρής εκδοχής τους και μάλιστα το γρηγορότερο δυνατό.
Η πρώτη εντύπωση από το νομοσχέδιο Παπακωνσταντίνου – Λοβέρδου είναι ότι μεγάλος χαμένος είναι οι γυναίκες εργαζόμενες στο Δημόσιο, ιδιαίτερα οι μητέρες άνω των τριών ανήλικων παιδιών ή παιδιών με αναπηρία. Επίσης, προβλέπονται επιβαρύνσεις μέχρι 5 ετών σε γυναίκες – άνδρες με τρία παιδιά και άνω που προσλήφθηκαν προ του 1983, αλλά και μέχρι 15 ετών σε άνδρες – γυναίκες με ανήλικα που προσελήφθησαν την επίμαχη δεκαετία 1983-1992.
Επισήμως, πάντως, η κυβερνητική δικαιολογία ήταν ότι η Ελλάδα συμμορφώνεται με την καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σε σχέση με την εξίσωση των ορίων ηλικίας ανδρών και γυναικών στο Δημόσιο, κάτι που αποδεικνύει προφανώς ότι πρόκειται για γενικές κατευθύνσεις των Βρυξελλών που προϋπήρχαν των μνημονίων.
Τα 15 καίρια σημεία που ανέτρεψαν τα δεδομένα και στο Δημόσιο με τα νομοσχέδια αυτά αφορούν:
1. Εξίσωση των ορίων ηλικίας γίνεται με τριετή προσαρμογή, μέχρι το 2013.
2. Εξομοιώνονται τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης μεταξύ ανδρών και γυναικών. Δηλαδή, οι γυναίκες που είχαν προσληφθεί μέχρι 31.12.1982 θα συνταξιοδοτούνται με 25 έτη υπηρεσίας από το 2013.
3. Πέντε χρόνια επιβάρυνσης για έχοντες τρία παιδιά και άνω, καθώς αυξάνει στην 25ετία η θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος για γυναίκες και άνδρες που προσλήφθηκαν μέχρι και το 1982. Καταργείται η πρόσθετη προϋπόθεση της επιμέλειας των παιδιών με δικαστική απόφαση που είχαν οι άνδρες ή να είναι χήροι.
4. Εξομοιώνονται στην 25ετία τα όρια ηλικίας ανδρών – γυναικών και για στρατιωτικούς που προσλήφθηκαν μέχρι και το 1982.
5. Όσοι έχουν προσληφθεί από 1.1.1983 μέχρι 31.12.1992 θα παίρνουν σύνταξη στα 65, όπως προβλέπει το Μνημόνιο. Προβλέπεται σταδιακή προσαρμογή και από τα 60 φέτος επιβαρύνονται 1 χρόνο το 2011, 3 χρόνια το 2013 και 5 χρόνια το 2013.
6. Το 65ο έτος ισχύει από το 2013 και για άνδρες – γυναίκες με ανήλικο παιδί κατά τη συμπλήρωση 25ετίας. Από τη συμπλήρωση 25ετίας στο 60ό έτος φέτος, επιβαρύνονται με 5 χρόνια όσοι τη συμπληρώσουν του χρόνου, 10 χρόνια όσοι συμπληρώσουν το 2012 και 15 χρόνια όσοι συμπληρώσουν 25ετία το 2013.
7. Επιβάρυνση και για έχοντες ανίκανο παιδί ή σύζυγο στην 25ετία. Ενώ μέχρι σήμερα ήταν ανεξαρτήτου ορίου ηλικίας, αν συμπληρώσουν 25ετία το 2011 πρέπει να έχουν συμπληρώσει το 53ο έτος ηλικίας, το 2012 το 56ο και το 2013 το 60ό έτος.
8. Σύνταξη στα 60, αλλά μειωμένη, μπορούν να πάρουν άνδρες και γυναίκες δημόσιοι υπάλληλοι, που το 2011 θα αποχωρήσουν έχοντας συμπληρώσει το 56ο έτος ηλικίας, το 2012 το 58ο και το 2013 το 60ό έτος.
9. Βασική αρχή του Ασφαλιστικού είναι ενιαίο ασφαλιστικό καθεστώς σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα από 1.1.2015 και καθιέρωση βασικής και αναλογικής σύνταξης, με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που χορηγούνται από τους άλλους φορείς κοινωνικής ασφάλισης.
10. Επιβάλλεται εισφορά ΛΑΦΚΑ 3 – 9% και για δημοσίους υπαλλήλους με μηνιαία σύνταξη άνω των 1.400 ευρώ.
11. Καθιερώνεται η διαδοχική ασφάλιση και για τους δημοσίους υπαλλήλους.
12. Γίνεται αυστηρότερο το σύστημα χορήγησης των αναπηρικών συντάξεων, που από 1.1.2011 θα χορηγούνται μέσω του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας. Εν τούτοις διατηρούνται οι Ανώτατες Υγειονομικές Επιτροπές Στρατού, Ναυτικού, Αεροπορίας και Αστυνομίας.
13. Ο επιζών σύζυγος θα λάβει τη σύνταξη του αποβιώσαντος μόνο αν έχουν συμπληρωθεί 5 αντί 2 χρόνια έγγαμου βίου.
14. Δεν θα παίρνουν σύνταξη άγαμες ενήλικες θυγατέρες παρά μόνο αν αποδεδειγμένα είναι ανίκανες ή σπουδάζουν, με εισοδηματικά κριτήρια που περιορίζουν το ποσό της σύνταξης. Ενώ καταργείται το δικαίωμα συνταξιοδότησης διαζευγμένων θυγατέρων.
15. Περικόπτεται κατά 70% η σύνταξη άνω των 700 ευρώ για όσους συνεχίζουν να εργάζονται ή συζύγους που λαμβάνουν σύνταξη και παραμένουν στην εργασία.
Η «επίσημη πρώτη» Βασικής – Αναλογικής Σύνταξης και στο Δημόσιο
Ο νόμος Παπακωνσταντίνου – Λοβέρδου επισημοποιεί την κουβέντα που είχε αρχίσει ήδη από τις προτάσεις Γιαννίτση για το ασφαλιστικό περί βασικής – αναλογικής σύνταξης κάτι που αφορά και στον ιδιωτικό αλλά και στον δημόσιο τομέα. Έτσι προβλέπεται η εφαρμογή από το 2015 και στον δημόσιο τομέα ο νέος τρόπος υπολογισμού των συντάξεων, με τη βασική και την αναλογική σύνταξη, που θα ισχύσει και στον ιδιωτικό τομέα. Πρακτικώς, σήμερα με το τέταρτο μνημόνιο, η κουβέντα αυτή είναι η κυρίαρχη και αφορά στους πάντες!
Με τον νόμο Παπακωνσταντίνου – Λοβέρδου καθιερώνεται η βασική και η αναλογική σύνταξη, με το ποσοστό αναπλήρωσης να μειώνεται στο 64%. Το ποσοστό αυτό θα προκύπτει από το άθροισμα της βασικής σύνταξης (που αναλογεί στη συμμετοχή του κράτους) και της αναλογικής σύνταξης (που είναι ανάλογη με τον μισθό και τα έτη ασφάλισης). Με βάση τα στοιχεία, η αναλογική σύνταξη, αυτή που θα αντιστοιχεί στις εισφορές που καταβάλλουν οι ασφαλισμένοι, θα ανέρχεται σε 48% με 40 έτη απασχόλησης, ενώ η βασική σύνταξη θα είναι ίση για όλους. Σήμερα προσδιορίζεται σε 360 ευρώ. Το 2010 αναφερόταν δε, ότι θα συνεχίσει να υπάρχει κανονικά και η επικουρική σύνταξη, μια κουβέντα που σήμερα «περπατώντας» το τρίτο μνημόνιο αποκτά ανεκδοτολογικό χαρακτήρα.
Οι συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων, προβλέπεται ήδη από το 2010, ότι θα υπολογίζονται πλέον με το νέο τρόπο, ο οποίος τις μειώνει δραστικά. Η μείωση θα επέρχεται και μέσω της μείωσης του συντάξιμου μισθού, ο οποίος θα βγαίνει από τις αποδοχές όλου του εργάσιμου βίου, και μέσω του ποσοστού αναπλήρωσης που μεσοσταθμικά για κάθε έτος πέφτει στο 1,2% αντί του 2,2% που ισχύει σήμερα.
Τι γίνεται στον Ιδιωτικό Τομέα με βάση τον νόμο Παπακωνσταντίνου – Λοβέρδου:
Ο νόμος νόμος 3863/2010 προέβλεπε για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα καταρχήν ότι:
Άνδρες ασφαλισμένοι μέχρι τις 31/12/2010 με 10.000 ημέρες ασφάλισης και ηλικία 62 ετών μπορούν να συνταξιοδοτηθούν από το ΙΚΑ, ενώ ασφαλισμένοι από την 1/1/2011 και μετά, με 10.000 ημέρες ασφάλισης (προσοχή δεν είναι τα ένσημα για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος) πρέπει να συμπληρώσουν τα 63 χρόνια τους για να πάρουν σύνταξη από το ΙΚΑ.
Με το νέο Ασφαλιστικό επεκτείνεται στον ιδιωτικό τομέα και τα ειδικά Ταμεία (ΔΕΚΟ, τραπεζών, Τύπου) η πρόβλεψη – που ανέκαθεν ίσχυε στο Δημόσιο- για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος μόνο με την ανηλικότητα του παιδιού και τα ελάχιστα ασφαλιστικά όρια. Δεν απαιτείται δηλαδή να συνυπάρχει και η τρίτη προϋπόθεση, αυτή της ηλικίας (50ό έτος) για έξοδο ή θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Έτσι, με τις δύο προϋποθέσεις η μητέρα θεμελιώνει συνταξιοδοτικό δικαίωμα στο όριο ηλικίας που προβλέπεται κατά τη χρονιά που συμπληρώνει τις δύο άλλες προϋποθέσεις (ανήλικο και έτη ασφάλισης). Και εξέρχεται στη σύνταξη με τη συμπλήρωση του ενδιάμεσου μεταβατικού ορίου ή όποτε επιθυμεί μεταγενέστερα, χωρίς καμία επίπτωση ως προς τα όρια ηλικίας.
Ουσιαστικά, οι προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση των μητέρων με ανήλικο προσομοιάζουν με αυτές του Δημοσίου για μια μεταβατική περίοδο (2010 – 12) αλλά γενικότερα καθίστανται δυσμενέστερες:
α) Ως προς το ποσοστό σύνταξης, αφού επιβάλλεται παρακράτηση 6% για κάθε χρόνο πρόωρης εξόδου και 30% για την 5ετία (στο Δημόσιο και ορισμένα ειδικά Ταμεία, στα οποία έως τώρα προβλεπόταν πέναλτι 2,8% έως 4,5% για κάθε χρόνο πρόωρης εξόδου, αλλά όχι στον ιδιωτικό τομέα καθώς το αυξημένο πέναλτι ισχύει εδώ και δύο χρόνια) και
β) Όλα τα όρια ηλικίας αυξάνουν δραστικά έως και 15 έτη και ήδη από το 2013 θα ισχύει το 65ο έτος ως γενικό όριο ηλικίας για συνταξιοδότηση και για τις γυναίκες.
Κατά συνέπεια, όποια μητέρα – εργαζόμενη στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα δεν συμπλήρωσε την διετία (μέχρι τα τέλη του 2012) τα ελάχιστα έτη ασφάλισης που προβλέπονται για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος (συνήθως 15 έτη στα Ταμεία του Τύπου, 18,3 στο ΙΚΑ και έως 20 ή 25 έτη στις ΔΕΚΟ και το Δημόσιο) και ταυτόχρονα δεν είχε ανήλικο (ή δεν απέκτησε νέο τέκνο) υπάγεται αυτοδικαίως στις γενικές διατάξεις και συνταξιοδοτείται αναποδράστως στο 65ο έτος της ηλικίας.
Διαφορετικά, αν μια μητέρα δεν έχει τα απαιτούμενα ένσημα μπορεί να εξαγοράσει τον χρόνο ανατροφής των παιδιών της (1 έτος για το πρώτο τέκνο και από δύο πλασματικά χρόνια για κάθε ένα για τα δύο επόμενα παιδιά της, συνολικά 5 έτη για την τρίτεκνη) και να κατοχυρώσει το μεταβατικό – ευνοϊκότερο εν σχέσει με τα γενικά – όριο ηλικίας και να κατοχυρώσει συνταξιοδότηση πριν από το 65ο έτος της ηλικίας. Σε άλλη περίπτωση μπορεί να συνταξιοδοτηθεί με πλήρεις αποδοχές στο 60ό έτος και 40 έτη ασφάλισης αναγνωρίζοντας πλασματικά χρόνια. Ειδικά το 2011 δεν μπορεί αυτά να είναι πάνω από 4, αυξάνονται όμως στα 5 έτη το 2012, τα 6 έτη το 2013 και 7 συνολικά έτη το 2014. Σε αυτά μπορεί να προστεθεί η περίοδος της λοχείας (300 ημερομίσθια ή ένας χρόνος), η ανεργία (έως 300 ημέρες), τα έτη σπουδών στα ΑΕΙ και ΤΕΙ, καθώς και οι μεταλυκειακές σπουδές και τα ΙΕΚ (απαιτείται η κτήση πτυχίου ή τίτλου σπουδών), η εκπαιδευτική άδεια κ.ά.
Όπως ανέφεραν τότε πολλά δημοσιεύματα, σε κάθε περίπτωση, το «κόλπο» του Ασφαλιστικού των Παπακωνσταντίνου – Λοβέρδου βρίσκεται στην 40ετία. Με λιγότερα από 40 έτη ασφάλισης (μαζί με τα πλασματικά) επενεργεί το πέναλτι του… μειωμένου ποσοστού αναπλήρωσης. Για παράδειγμα, με 35 έτη η σύνταξη πέφτει στο 45,85% και μάλιστα στο σύνολο των αποδοχών στη διάρκεια του εργασιακού βίου, όχι επί της καλύτερης 2ετίας ή 5ετίας που γνωρίζαμε έως τώρα, ενώ στα 39 έτη είναι 54,6%. Αντιθέτως, στα 40 έτη αυξάνεται στο αξιοπρεπές 60% χωρίς να υπολογίζεται η βασική σύνταξη των 360 ευρώ. Και από αυτό το πέναλτι δεν τη… γλιτώνει κανείς, έστω και αν φτάσει στα 65 έτη. Το ποσοστό αναπλήρωσης δεν έχει σχέση με την ηλικία ή τις αποδοχές, παρά μόνο με τα έτη παραμονής στην ασφάλιση.
Εάν δε κάποιος βγει στη σύνταξη κάτω των 65 ετών και με λιγότερα από 40 έτη ασφάλισης υπάρχει διπλό πέναλτι, αφ” ενός ο μειωμένος συντελεστής αναπλήρωσης (σύνταξης) και αφ” ετέρου το πέναλτι πρόωρης εξόδου (μείον 6% για κάθε χρόνο).
Το χρονικό του «τζόγου» με τα αποθεματικά των ταμείων
Το 1992 η κυβέρνηση Μητσοτάκη θεσµοθέτησε τη δυνατότητα να επενδύουν τα ασφαλιστικά ταµεία το 20% των αποθεµατικών τους σε επισφαλείς επενδύσεις (χρηµατιστήριο, τραπεζικά προϊόντα υψηλού κινδύνου κ.λπ.) και επέτρεψε την ίδρυση εταιρειών αµοιβαίων κεφαλαίων από τα ασφαλιστικά ταµεία και, µέσω αυτών, την «αξιοποίηση» των αποθεµατικών τους.
Τρία χρόνια αργότερα, το 1995, ακολουθεί ο α’ νόµος Ρέππα για το ασφαλιστικό, με τον οποίο παραχωρείται στις διοικήσεις των ασφαλιστικών ταμείων το «δικαίωμα» να προσλαμβάνουν ως συμβούλους διαχείρισης των αποθεματικών τους τράπεζες ή θυγατρικές τραπεζών. Με άλλα λόγια, εισάγεται και δια του νόμου το «τζογάρισμα» σε χρηματιστήρια και διαφόρων ειδών επενδύσεις των χρημάτων των ασφαλισμένων, το οποίο τελικά κατέληξε σε καταλήστευση των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων.
Μάλλον, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί εντελώς τυχαίο γεγονός ότι αυτήν ακριβώς την περίοδο γιγαντώθηκαν οι ιδιωτικές τράπεζες, αυτές, δηλαδή, που ο νόμος Ρέππα «σύστηνε» στα ταμεία να προσλάβουν ως «συμβούλους». Με διοικήσεις που ορίζονται συνήθως από την εκάστοτε κυβέρνηση, είναι η μάλλον σαφές ότι η σύσταση δεν αποτελούσε «συμβουλή» αλλά υιοθέτηση νέας τακτικής.
Το 1999 η κυβέρνηση Σηµίτη αυξάνει το ποσοστό των αποθεµατικών των ταµείων που µπορεί να επενδύεται σε µετοχές και αµοιβαία κεφάλαια σε 23%. Ήταν η περίοδος που οι εκσυγχρονιστές µε τις «φούσκες» του χρηµατιστηρίου κατέκλεψαν τους αφελείς. Μεταξύ των θυµάτων περιλαµβάνονται και τα ασφαλιστικά ταµεία. Οι απώλειες των ταµείων λόγω των επισφαλών επενδύσεων αποκρύφτηκαν απ’ όλα τα ΜΜΕ. Ανεπισήμως, πάντως, γίνεται λόγος ακόμη και για απώλειες 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ την τριετία 1999-2002.
Το σκάνδαλο με τα «δοµηµένα» οµόλογα
Τα «δοµηµένα» οµόλογα επισήµως λέγονται «παράγωγα χρηµατοοικονοµικά προϊόντα». Σε αντίθεση µε τα σταθερά, που έχουν ένα σταθερό επιτόκιο, τα δοµηµένα µόνο για τα πρώτα δύο έως πέντε χρόνια έχουν ένα σταθερό επιτόκιο, και µάλιστα πάνω από τον πληθωρισµό (5% έως 6%), ενώ για τα επόµενα 10 έως 18 χρόνια οι τόκοι τους συναρτώνται από περίπλοκους όρους και πρακτικά είναι µηδενικοί. Με τη λήξη του οµολόγου αυτού το δηµόσιο πληρώνει στον τελευταίο κάτοχό του την ονοµαστική του αξία, δηλαδή το ποσό που γράφει πάνω του το οµόλογο. Τα «δοµηµένα» πρέπει να περνάνε οργανωµένα στο δεύτερο, τρίτο κ.λπ. αγοραστή τους µέσω της Ηλεκτρονικής ∆ευτερογενούς Αγοράς Τίτλων (Η∆ΑΤ). Στην Η∆ΑΤ αποτελούν αντικείµενο διαπραγµάτευσης τίτλοι που έχουν εκδοθεί από το ελληνικό δηµόσιο καθώς και οµόλογα και εν γένει χρεωστικοί τίτλοι σταθερού εισοδήµατος που έχουν εκδοθεί από εταιρείες ή άλλους εκδότες.
Το 2007 η κυβέρνηση Καραµανλή φορτώνει τα ασφαλιστικά ταµεία µε τα «δοµηµένα» οµόλογα. Ο λόγος που τα επέλεξε ήταν ότι αυτά δε λογίζονται ως δηµόσιο χρέος. Το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου για το υπερβολικό έλλειµµα της Συνθήκης του Μάαστριχτ παραπέµπει στον κανονισµό του Ευρωπαϊκού Συστήµατος Ολοκληρωµένων Λογαριασµών (ΕΣΛ), ο οποίος στην εισηγητική του έκθεση αναφέρει: «Τα παράγωγα χρηµατοοικονοµικά προϊόντα, που είναι σχετικά νέα εργαλεία και καλύπτονται για πρώτη φορά από το ΕΣΛ 95, δεν περιλαµβάνονται στο σύνολο του χρέους, επειδή δεν έχουν ίδια ονοµαστική αξία µε εκείνη που παρατηρείται για τα υπόλοιπα χρεωστικά µέσα». «∆ηµιουργική» λογιστική!
Τα ταµεία και ορισµένες επιχειρήσεις που ελέγχονταν από το δηµόσιο (Ταχυδροµικό Ταµιευτήριο, Αγροτική Τράπεζα κ.λπ.) «πήραν γραµµή» να πουλήσουν τα σταθερά οµόλογα δηµοσίου (όχι µόνο του ελληνικού) που κατείχαν και ν’ αγοράζουν µέσω χρηµατιστών και τραπεζών (που έπαιρναν µεγάλες προµήθειες από τα ταµεία) τα «δοµηµένα». Τότε τα «δοµηµένα» αγοράζονταν συνήθως στο 85% έως 87% της ονοµαστικής τους αξίας, λόγω του υψηλού κινδύνου απωλειών που έχουν, και κατά κανόνα πωλούνταν στον τελικό αποδέκτη σε τιµή µικρότερη από την ονοµαστική τους αξία (από το «άρτιο»). Οι διοικήσεις των ταµείων, όµως, κλήθηκαν να τα αγοράσουν στο 100% της ονοµαστικής τους αξίας ή και στο 106%.
Η διακίνηση των «δοµηµένων» που αγόρασαν τα ταµεία γινόταν εκτός δηµοσιότητας, δηλ. εκτός Η∆ΑΤ, για να χαθεί κάθε έλεγχος. Με το κόλπο των «δοµηµένων» τα ταµεία αρχικά έχασαν κεφάλαιο και µετά δάνεισαν µε µηδενικό επιτόκιο, µε κερδισµένους τους µεσάζοντες (χρηµατιστές- τράπεζες), πιθανότατα όσους τους εξυπηρέτησαν (µίζες) και το κράτος. Όταν αποκαλύφθηκε αυτή η µεθόδευση, η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να πάρει πίσω τα «δοµηµένα» από τα ταµεία, αφού όµως πρώτα τα ταµεία έχασαν σηµαντικά ποσά από τα αποθεµατικά τους (εκτιµάται γύρο στα 700 εκατοµµύρια ευρώ).
Η χαριστική βολή του PSI
Στην λεηλασία των αποθεματικών αναμφίβολα ξεχωριστή θέση έχει και το «κούρεμα» των αποθεματικών τους στο πλαίσιο του συνολικού κουρέματος του ελληνικού χρέους επί κυβέρνησης Παπαδήμου τον Μάρτιο του 2012. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε η Τράπεζα της Ελλάδας, οι απώλειες των ασφαλιστικών ταμείων ανέρχονται σε 7,3 δισεκατομμύρια ευρώ συν 1,2 δισεκατομμύρια ευρώ.
Συγκεκριμένα, η ονομαστική αξία του Κοινού Κεφαλαίου (το «κοινό ταμείο» στο οποίο είχαν κατατεθεί υποχρεωτικά δια των προηγούμενων νόμων όλα τα διαθέσιμα κεφάλαια των ασφαλιστικών ταμείων και επενδύονταν σε ελληνικά ομόλογα) από 18,7 δισεκατομμύρια ευρώ που ήταν στις 9 Μαρτίου 2012 μειώθηκε κατά 53,5% λόγω του PSI. Επιπλέον, μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης φάσης του PSI, που αφορούσε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου υπό ξένο δίκαιο, η ονομαστική αξία του Κοινού Κεφαλαίου είχε νέα μείωση ύψους 1,2 δισεκατομμυρίων ευρώ, πέφτοντας τελικά στα 8,8 δισ. περίπου. Έτσι, η συνολική μείωση στα κεφάλαια των ασφαλιστικών ταμείων λόγω του κουρέματος του ελληνικού χρέους ήταν 8,5 δισεκατομμύρια ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ποσά αυτά αφορούν την ονομαστική αξία των ομολόγων των Ασφαλιστικών Ταμείων. Κι αυτό γιατί η τρέχουσα αξία των ίδιων ομολόγων ήταν, μετά το PSI, ακόμα μικρότερη. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία στις 31 Ιουλίου 2012, οι τίτλοι του Κοινού Κεφαλαίου των ασφαλιστικών ταμείων είχαν τρέχουσα αγοραία αξία ύψους μόλις 4,745 δισεκατομμυρίων ευρώ. Δηλαδή οι συνολικές απώλειες των ασφαλιστικών ταμείων, με βάση τις τρέχουσες τιμές των τίτλων που έχουν στην κατοχή τους, ξεπερνούν τα 12 δισεκατομμύρια ευρώ ή το 73% της ονομαστικής αξίας τους πριν το PSI!
Οι «πιο καλοί οι μαθητές» των Βρυξελλών πριν τα μνημόνια – Οι οδηγίες της ΕΕ
Οι επιλογές αυτές των ελληνικών κυβερνήσεων δεν ήταν αποτέλεσμα «έμπνευσης». Αποτέλεσαν αξιοποίηση αν όχι εφαρμογή προβλέψεων ή ακόμη και οδηγιών που εμπεριέχονται σε αποφάσεις της ΕΕ για το ασφαλιστικό σύστημα. Συγκεκριμένα, στο Ευρωπαϊκό Συµβούλιο της Κολωνίας στις 14/7/1999 η Κοµισιόν εκδίδει ανακοίνωση µε τον τίτλο: «Συντονισµένη στρατηγική για τον εκσυγχρονισµό της κοινωνικής προστασίας».
Σ’ αυτήν αναφέρεται ότι «τα συστήµατα κοινωνικής προστασίας πρέπει να αντανακλούν και να ανταποκρίνονται στην εµφάνιση νέων εργασιακών διευθετήσεων, όπως οι συµβάσεις ορισµένου χρόνου και µερικής απασχόλησης». Τα συνταξιοδοτικά συστήµατα … «προϋποθέτουν την εξεύρεση σωστής ισορροπίας µεταξύ κεφαλαιοποιητικών και διανεµητικών συστηµάτων»[i] και «πρέπει να αποθαρρύνουν την πρόωρη έξοδο από την αγορά εργασίας και να ενθαρρύνουν την ευελιξία των συνταξιοδοτικών ρυθµίσεων». Η «συντονισµένη στρατηγική», λοιπόν, της Ε.Ε. προώθησε το τζογάρισµα των αποθεµατικών σε χρηµατιστηριακές και τραπεζικές «φούσκες» καθώς και τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, που στη χώρα µας ήταν σαν έτοιμες από καιρό να βάλουν χέρι στα επικουρικά ταµεία.
Δέκα χρόνια αργότερα, στη Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία τέθηκε σε ισχύ από 1/12/09, στο άρθρο ΙΙΙ-210 αναφέρεται ότι η διαµόρφωση του Συστήµατος Κοινωνικής Ασφάλισης είναι αρµοδιότητα κάθε κράτους µέλους και ότι η Ένωση απλώς «υποστηρίζει και συµπληρώνει τη δράση των κρατών µελών». Στην πραγµατικότητα όµως η Ε.Ε. επιβάλλει τη δική της γραµµή. Η Ε.Ε. πιέζει τις ελληνικές κυβερνήσεις: α) Για να ελαχιστοποιήσουν τις κρατικές χρηµατοδοτήσεις, µε το πρόσχηµα της µείωσης του δηµοσιονοµικού ελλείµµατος, β) για να ελαχιστοποιήσουν τις εργοδοτικές εισφορές, µε πρόσχηµα την ανάπτυξη, γ) για να προωθήσουν τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, παρότι είναι συνυπεύθυνες για την κρίση και δ) για να πληρώνουν οι ίδιοι οι ασφαλισµένοι το µεγαλύτερο ποσοστό των ασφαλίστρων για συντάξεις πείνας και υποτυπώδη περίθαλψη.
Από όλα αυτά αναδεικνύεται ότι πολύ πριν την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης τα τελευταία χρόνια, η συµµετοχή της χώρας στην Ε.Ε. έπληξε, ούτως ή άλλως, το Σύστηµα Κοινωνικής Ασφάλισης στην Ελλάδα και για τον επιπλέον λόγο ότι προώθησε την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, π.χ. ωροµισθία, δελτία παροχής υπηρεσιών (µπλοκάκια), εργασία ορισµένων ηµερών, απλήρωτες υπερωρίες. Η τάση για ελαστικότερες σχέσεις εργασίας ξεκίνησε µε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992), συνεχίστηκε µε άλλες συνθήκες και καθιερώθηκε ως κοινοτική νοµοθεσία µε τη µορφή οδηγιών.
Τα μνημόνια ήρθαν να επιταχύνουν με βίαιο τρόπο ό,τι δεν είχε, ήδη, εφαρμοστεί και να επιβάλλουν μέτρα που, χωρίς την απειλή της γενικότερης «έκτακτης κατάστασης», πιθανώς δεν θα υιοθετούνταν ιδιαίτερα εύκολα. Με δυο λόγια, όποια πολιτική δύναμη σήμερα υποστηρίζει ότι τα εξοντωτικά, για την κοινωνική ασφάλιση και τους εργαζομένους, μέτρα που λαμβάνονται οφείλονται μόνο στα μνημόνια, στην «κακή διαχείριση» του ενός ή του άλλου κυβερνώντος, στο «μοβόρο ΔΝΤ», στους «άκαρδους δανειστές» κ.ο.κ., ψεύδεται και εξαπατά συνειδητά. Πρόκειται για την κορύφωση μιας επίθεσης κατά των εργατικών κατακτήσεων που ουδέποτε σταμάτησε και για μέτρα που η ΕΕ προωθούσε χρόνια προς όφελος του κεφαλαίου και τα οποία υπό την μορφή μνημονίων και την απειλή χρεωκοπίας, επιταχύνθηκαν, έγιναν σκληρότερα, και επιβάλλονται με καταιγιστικά βίαιο ρυθμό.
[i] Ένα συνταξιοδοτικό σύστηµα λέγεται κεφαλαιοποιητικό όταν οι ασφαλιστικές εισφορές επενδύονται σε µετοχές, οµόλογα κ.λπ., οι συντάξεις εξατοµικεύονται και εξαρτώνται µόνο από τις αποδόσεις (τόκους) των επενδύσεων και όχι από τις εισφορές των άλλων ασφαλισµένων ενός φορέα. Αναδιανεµητικό λέγεται το σύστηµα όταν οι συντάξεις καθορίζονται µε βάση µόνο τις εισφορές του συνόλου των ασφαλισµένων του φορέα. Στην Ελλάδα τα ελεγχόµενα από το δηµόσιο ασφαλιστικά ταµεία ακολουθούν µικτό σύστηµα, ενώ οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες ακολουθούν αποκλειστικά το κεφαλαιοποιητικό.
Πηγές:
- Μαρξιστική Λενινιστική Επιθεώρηση, τχ2
- Εφημερίδα «Ριζοσπάστης»
- Εφημερίδα των Συντακτών
- Εφημερίδα «Κόντρα»
- Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία»
- Εφημερίδα «Έθνος»
- http://www.aua.gr/gr/synd/eedip/Nea/2007/Asfal_DS_ESDEP-APTH_Synopsi_Nomon_07-12-7.pdf
Πηγή: toperiodiko.gr - 8 Μαίου 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου