Επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά η μεγάλη απαξίωση των σωματείων και του συνδικαλιστικού κινήματος συνολικά στη συνείδηση των εργατών και των υπαλλήλων και σε μεγάλο βαθμό από συντηρητική και αντιδραστική σκοπιά.
Ο Εργατικός Αγώνας σε πρόσφατη ανάρτηση του σχολίασε το εκλογικό αποτέλεσμα του 29ου συνεδρίου του Εργατικού Κέντρου Αθήνας. Σήμερα θα σταθούμε σε ορισμένες επιπλέον πλευρές, καθώς φαίνεται ότι από το αποτέλεσμα αυτό σε συνδυασμό με αυτό του πρόσφατου συνεδρίου της ΓΣΕΕ και αποτελέσματα Ομοσπονδιών, Εργατικών κέντρων και σωματείων μπορούν να συναχθούν πολύ χρήσιμα συμπεράσματα για το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και για τις σοβαρές δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει το επόμενο διάστημα.
Επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά η μεγάλη απαξίωση των σωματείων και του συνδικαλιστικού κινήματος συνολικά στη συνείδηση των εργατών και των υπαλλήλων και σε μεγάλο βαθμό από συντηρητική και αντιδραστική σκοπιά. Δεν περιβάλλουν οι εργαζόμενοι με καμία εμπιστοσύνη του σωματεία, έχουν διαρραγεί οι όποιοι δεσμοί υπήρχαν. Αυτό δείχνει η μεγάλη μείωση των αντιπροσώπων που αντιστοιχεί σε περισσότερους από 26.000 ψηφίσαντες στα σωματεία του ΕΚΑ.
Από την απομάκρυνση αυτή των εργαζομένων έχουν πληγεί οι παρατάξεις ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ. Τα τελευταία χρόνια και ως συνέπεια των «ανομημάτων» τους, ότι την εποχή των μνημονίων τάχθηκαν ανοιχτά με την κυβέρνηση, την εργοδοσία και τους θεσμούς οι παρατάξεις αυτές διασπάστηκαν. Οι επίσημες καθώς και οι νέες παρατάξεις που προήλθαν από τη διάσπαση τους έχουν πολύ μεγάλη μείωση των δυνάμεων τους.
Το ΜΕΤΑ και τμήμα του ΕΜΕΙΣ που κατέβηκαν σε κοινό ψηφοδέλτιο είχαν σημαντική αύξηση και ήρθαν δεύτερη δύναμη, γεγονός που υπογραμμίζει ότι όσες δυνάμεις αποχώρησαν από την ΠΑΣΚΕ δεν πήραν αγωνιστικό, ταξικό δρόμο, αλλά τροφοδότησαν τον ρεφορμισμό και το συμβιβασμό, ελπίζοντας στην άμβλυνση των επιθέσεων από μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Ο ισχυρισμός μας αυτός στηρίζεται στο γεγονός της συνύπαρξης στο ΜΕΤΑ δυνάμεων του νέου κυβερνητικού συνδικαλισμού με δυνάμεις που καταγγέλλουν το μνημόνιο, αλλά δεν κάνουν βήμα διάρρηξης των δεσμών τους μαζί του προς μια πορεία με ταξικά χαρακτηριστικά.
Το ψηφοδέλτιο που στήριξε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν ξέφυγε από τον κανόνα, έχοντας σημαντικές απώλειες. Δύο νέες παρατάξεις που εμφανίστηκαν για πρώτη φορά συγκέντρωσαν έναν αριθμό ψήφων κάθε μία, χωρίς να εκλέξουν στη διοίκηση.
Αξιοπρόσεκτη και με γενικότερη σημασία είναι η εκλογική επίδοση του ΠΑΜΕ, το οποίο παρότι αναδείχθηκε ξανά πρώτη δύναμη, απώλεσε το 20% των αντιπροσώπων του, όσο η ΔΑΚΕ και περισσότερο από την ΠΑΣΚΕ. Ουσιαστικά η μείωση του αριθμού των αντιπροσώπων του ακολουθεί επακριβώς τη γενική μείωση του συνόλου των αντιπροσώπων του ΕΚΑ. Από τον εκφυλισμό και τη διάσπαση των παρατάξεων του αστικοποιημένου συνδικαλισμού δεν κατάφερε να καρπωθεί τίποτε.
Με δύο λόγια οι εργάτες και οι υπάλληλοι της Αθήνας τιμωρούν τις παρατάξεις των αστικών κομμάτων για τις τεράστιες ευθύνες τους, ουσιαστικά για το ξεπούλημα των αγώνων και της εργατικής τάξης και στον ίδιο βαθμό αποστρέφονται και τιμωρούν το ΠΑΜΕ, όχι φυσικά γιατί στήριξε τα μνημόνια και την αντεργατική επίθεση, αλλά γιατί στάθηκε ανίκανο να οργανώσει τους αγώνες, να ενώσει τους εργάτες στη δράση με στόχο την απόκρουση της επίθεσης που δέχθηκαν.
Επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά η απαξίωση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στα μάτια των εργαζομένων, γυρίζουν την πλάτη στα σωματεία και στις διαδικασίες τους, ο αστικοποιημένος συνδικαλισμός υφίσταται μεγάλη φθορά αλλά οι συνδικαλιστικές δυνάμεις που βρίσκονται στον αντίποδα του αδυνατούν να δώσουν τη διέξοδο και ακολουθούν αντίστοιχη πορεία απαξίωσης.
Προφανώς υπάρχουν αιτίες γι’ αυτό. Είναι καταρχήν οι μεγάλες δυσκολίες επιβίωσης των εργαζομένων, η τεράστια ανεργία, η μεγάλη μείωση αποδοχών και συντάξεων με αποτέλεσμα την άνοδο της φτώχειας, αλλά υπάρχει και η τεράστια απογοήτευση από την πορεία του συνδικαλιστικού κινήματος και των αγώνων μέχρι σήμερα και αυτό οι εργαζόμενοι το εκφράζουν με μαζικό τρόπο.
Από την πορεία αυτή του συνδικαλιστικού κινήματος και της αγωνιστικής δράσης πρέπει να βγουν τα αναγκαία συμπεράσματα και στη βάση αυτών και της μεγάλης συσσωρευμένης πείρας από αγώνες πολλών δεκαετιών να χαραχθεί η πορεία προς το μέλλον που αναμένεται δύσκολη. Εν τάχει, πέραν από τις αντικειμενικές συνθήκες σημειώνουμε ως κύριες αδυναμίες το γεγονός ότι:
Οι αγώνες στα χρόνια του μνημονίου, τουλάχιστον από το ΠΑΜΕ, δεν αναπτύχθηκαν με στόχο την αμφισβήτηση και την ανατροπή της πολιτικής του κεφαλαίου. Σε πλείστες περιπτώσεις έδιναν την εντύπωση ότι στόχος ήταν η παρουσία στις εξελίξεις και η συντήρηση της επιρροής. Το περιεχόμενο των αγώνων και των διεκδικήσεων ήταν αφενός μεν μια ατέλειωτη παράθεση οικονομικών αιτημάτων που σε ορισμένες περιπτώσεις διανθιζόταν με τη Λαϊκή Εξουσία και την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής.
Ένα κράμα οικονομισμού και σεχταριστικής στενότητας. Φυσικά το οικονομικό στοιχείο κυριαρχούσε. Έλλειπε η σαφής διατύπωση μιας συνολικής πρότασης διεξόδου, όσο τουλάχιστον μπορεί να γίνει αυτό στο συνδικαλιστικό κίνημα, τα μέσα και οι μορφές που θα αξιοποιούνταν, οι δυσκολίες που η εργατική τάξη είχε μπροστά της και πως θ’ ανταποκρίνονταν.
Οι πολυδιασπασμένες δραστηριότητες. Αντί να δημιουργηθεί ένα αγωνιστικό κέντρο το οποίο θα προωθούσε τη συσπείρωση όσο το δυνατόν περισσότερων σωματείων και δευτεροβάθμιων οργανώσεων και θα κρατούσε σταθερό μέτωπο απέναντι στις ηγεσίες του αστικοποιημένου συνδικαλισμού, κάθε κόμμα και συνδικαλιστική παράταξη έκανε μέσω των σωματείων που είχε στον έλεγχο του εντελώς ξεχωριστές δραστηριότητες και ξεχωριστές συγκεντρώσεις. Η απόλυτη άρνηση της κοινής δράσης και των συνεργασιών μεταξύ των συνδικάτων και των παρατάξεων που κρατούσαν μια συνεπή αντιμνημονιακή και αντικυβερνητική στάση.
Το συνδικαλιστικό κίνημα και γενικότερα το λαϊκό κίνημα δρα και θα δράσει το επόμενο διάστημα σε ένα πολύ διαφορετικό και περισσότερο δύσκολο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον. Τα μνημόνια άλλαξαν βαθιά τις συνθήκες ζωής και δράσης της εργατικής τάξης. Πέραν από τις οικονομικές δυσκολίες, την ανεργία, την περικοπή μισθών και συντάξεων έχουν ουσιαστικά διαλυθεί οι συλλογικές συμβάσεις, αποδυναμωθήκαν οι κλαδικές και οι επιχειρησιακές συμβάσεις έγιναν ο κανόνας, καθώς αποτελούν περισσότερο από 90% των συμβάσεων σήμερα.
Καταργήθηκε ουσιαστικά ο κατώτατος μισθός που προέβλεπε η ΕΓΣΣΕ, ελαστικοποιήθηκαν οι σχέσεις εργασίας. Το επόμενο διάστημα αναμένεται ο συνδικαλιστικός νόμος που θα αλλάξει τα δεδομένα της αγοράς εργασίας στην κατεύθυνση μείωσης ακόμη περισσότερο του κόστους εργασίας και των δικαιωμάτων και των κατακτήσεων των εργαζομένων. Αρχίζει η εφαρμογή των μέτρων του 3ου μνημονίου που θα επιφέρουν νέα πλήγματα στο λαϊκό εισόδημα.
Η κατάσταση έχει φθάσει σε σημείο οριακό. Αν το συνδικαλιστικό κίνημα δεν καταφέρει να ανασυγκροτηθεί και να δράσει αποτελεσματικά το πλήγμα για τον εργαζόμενο λαό και το κίνημα θα είναι μεγάλο.
Τίθεται όμως ένα μεγάλο ερώτημα: Αν ο στόχος αυτός είναι εφικτός, πώς θα υλοποιηθεί και ποια προοπτική επιτυχίας έχει. Στο ερώτημα αυτό θα καταθέσουμε ορισμένες σκέψεις.
Σημείο εκκίνησης είναι η εξέταση τη κατάστασης της εργατικής τάξης σήμερα. Η εργατική τάξη και οι άνεργοι αποτελούν την πλειοψηφία του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, περισσότερο από το 60%. Παράλληλα όμως οι διαφοροποιήσεις και οι αντιθέσεις στις γραμμές της είναι πολύ μεγάλες και συνεχίζουν να αυξάνονται. Εργαζόμενοι και άνεργοι, εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα και εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα, εργαζόμενοι με την τάδε σύμβαση ή με τη δείνα εντός της ίδιας επιχείρησης και φυσικά με πολύ διαφορετικές αποδοχές, νεοεισερχόμενοι στην παραγωγική και παλαιότεροι, Έλληνες και αλλοδαποί κ.λπ.
Το φαινόμενο δεν είναι σημερινό, είναι πολύ παλιό, σήμερα όμως παίρνει πολύ μεγάλες διαστάσεις. Δημιουργεί μια πολυδιάσπαση σε σημείο που μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης δεν αντιλαμβάνονται τη θέση του στην παραγωγή και στην κοινωνία και θεωρούν αντίπαλο όχι τον επιχειρηματία και το κράτος αλλά τους καλύτερα αμειβόμενους εργαζόμενους ή τους ανέργους που υπάρχει κίνδυνος να πάρουν την απασχόληση τους.
Ως συνέπεια του γεγονότος αυτού και αναφερόμαστε μόνο στις αντικειμενικές συνθήκες, μια μικρή μειοψηφία ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα είναι οργανωμένη σε σωματεία και πολύ λιγότεροι παίρνουν μέρος στη ζωή και στη δράση τους.
Στις συνθήκες αυτές δρα το κράτος και οι μηχανισμοί του και αξιοποιεί τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και τον αστικοποιημένο συνδικαλισμό με στόχο τον επηρεασμό και την ενσωμάτωση των εργαζομένων, την ένταση της πολυδιάσπασης την ιδεολογική και πολιτική υποταγή τους στο κεφάλαιο. Σε προηγούμενες περιόδους η καταστολή ήταν η κύρια μέθοδος αντιμετώπισης του εργατικού κινήματος, πράγμα που συμβαίνει και σήμερα, ιδιαίτερα σε ορισμένες φάσεις. Κυρίως όμως σήμερα ο έλεγχος των εργαζομένων και η ενσωμάτωση τους επιτυγχάνεται κυρίως με την ιδεολογική επίδραση και την ιδεολογική κυριαρχία της αστικής τάξης.
Το γεγονός αυτό και στην εποχή του είχε επισημάνει με κρυστάλλινο τρόπο ο Καρλ Μαρξ. Στον Α’ τόμο του Κεφαλαίου γράφει: Στην παραπέρα πορεία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής αναπτύσσεται μια εργατική τάξη που από αγωγή, παράδοση και συνήθεια αναγνωρίζει σαν αυτονόητους φυσικούς νόμους τις απαιτήσεις του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Η οργάνωση του διαμορφωμένου κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής σπάει κάθε αντίσταση, η διαρκής δημιουργία ενός σχετικού υπερπληθυσμού κρατάει σε μια τροχιά που ανταποκρίνεται στις ανάγκες αξιοποίησης του κεφαλαίου, το νόμο της προσφοράς και ζήτησης εργασίας, επομένως και το μισθό εργασίας, ο βουβός εξαναγκασμός των οικονομικών σχέσεων επισφραγίζει την κυριαρχία του κεφαλαιοκράτη πάνω στον εργάτη.
Είναι αλήθεια πως εξακολουθεί να χρησιμοποιείται εξωοικονομική, άμεση βία, μόνο όμως σαν εξαίρεση. Για τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ο εργάτης μπορεί να αφεθεί στην επενέργεια των «φυσικών νόμων της παραγωγής», δηλαδή στην εξάρτηση του από το κεφάλαιο, εξάρτηση που ξεκινάει από τους ίδιους τους όρους της παραγωγής που την εγγυώνται και τη διαιωνίζουν.[1]
Πολύ σημαντικό ρόλο στη διαδικασία ενσωμάτωσης των εργαζομένων έχει ο αστικοποιημένος συνδικαλισμός, το μεγάλο μέρος του συνδικαλιστικού κινήματος, που φροντίζει να κρατούνται οι αγώνες και οι συνδικαλιστικές διεκδικήσεις στα πλαίσια του εφικτού, όπως αυτό του οριοθετεί η αστική τάξη. Για το σκοπό αυτό αξιοποιεί τη διπλή φύση της εργατικής τάξης, τις δύο τάσεις που συνυπάρχουν στα πλαίσια της.
Αυτή της ενσωμάτωσης, της συνεργασίας με τον εργοδότη, την αστική τάξη και την κυβέρνηση και η οποία τροφοδοτείται από τις ανάγκες της επιβίωσης και αυτή της αντίθεσης και της αντίστασης στον εργοδότη και το σύστημα που τροφοδοτείται από την τεράστια εκμετάλλευση ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, από τις απώλειες κεκτημένων τη στιγμή που τα κέρδη απογειώνονται, από τις επιθυμίες και τις διεκδικήσεις με βάση τις ανάγκες, όπως προσδιορίζονται από την εποχή, που δεν εκπληρώνονται, από τους αγώνες που αποκαλύπτουν βαθύτερα στοιχεία του συστήματος και της αστικής κυριαρχίας, από τα συνολικά, τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της εργατικής τάξης.
Είναι οι δύο τάσεις, η μια που οδηγεί στον κατακερματισμό, την υπερίσχυση των ενδοταξικών αντιθέσεων σε βάρος της αντίθεσης κεφαλαίου εργασίας και αυτή της αντίστασης, της βαθύτερης συνειδητοποίησης, της ταξικής συνείδησης.
Με βάση τα προηγούμενα η επικράτηση της ταξικής, ριζοσπαστικής γραμμής στο συνδικαλιστικό κίνημα, στα κορυφαία όργανα του σε συνθήκες αργών-ομαλών εξελίξεων δεν είναι καθόλου εύκολη. Κάτι που μπορεί να συμβεί όμως ευκολότερα σε συνθήκες κρίσης, επιτάχυνσης των εξελίξεων και έντονης λαϊκής αγωνιστικής δραστηριοποίησης, κάτω από τη δράση των πρωτοπόρων πολιτικών δυνάμεων και των συνδικάτων ταξικού προσανατολισμού. Σε κάθε περίπτωση όμως μπορεί μέσα από τη συνεπή ταξική δράση να διαμορφωθεί μια κρίσιμη και πολύ υπολογίσιμη μάζα με πρωτοπόρα χαρακτηριστικά και ταξική αντίληψη, η οποία μπορεί να παίξει καταλυτικό ρόλο.
Προϋπόθεση για την ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος και την ενίσχυση των ταξικών χαρακτηριστικών του είναι η αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού και αποκτά πολύ μεγάλη σημασία. Η αποτελεσματική σύγκρουση με το κράτος και τους μηχανισμούς του, η αποκάλυψη και η αντιμετώπιση του αστικοποιημένου συνδικαλισμού μπορεί να δώσει αποτελέσματα.
Αυτά προϋποθέτουν την ενότητα δράσης καταρχήν της εργατικής τάξης και των εργαζομένων και την πολιτική και ιδεολογική ενότητα στη συνέχεια. Και επειδή η κινητοποίηση των εργαζομένων και η αποτελεσματική δράση τους, η απόσπαση τους από την επιρροή του κεφαλαίου δεν είναι δυνατόν να γίνει με μαθήματα και ιδεολογική προπαγανδιστική δουλειά, αλλά μέσα στους ταξικούς αγώνες, πρέπει οι εργαζόμενοι να δράσουν από κοινού.
Με μόνη στην πρωτοπορία δεν μπορούμε να νικήσουμε. Θα ήταν όχι απλώς ανοησία αλλά έγκλημα να ρίξουμε μόνη την πρωτοπορία στην αποφασιστική μάχη, προτού όλη η τάξη, προτού οι πλατείες μάζες να έχουν πάρει θέση ανοιχτής υποστήριξης της πρωτοπορίας… για να φτάσει πραγματικά όλη η τάξη, για να φτάσουν πραγματικά οι πλατιές μάζες των εργαζομένων και καταπιεσμένων από το κεφάλαιο στο σημείο να πάρουν μια τέτοια θέση δεν αρκεί μόνο η προπαγάνδα, μόνο η ζύμωση. Για να γίνει αυτό χρειάζεται η πολιτική πείρα των ίδιων των μαζών, έγραφε ο Λένιν.[2]
Σήμερα οι θέσεις αυτές αμφισβητούνται. Προκειμένου να στηριχθεί η θέση για ξεχωριστή δράση πάση θυσία, να μην προχωρήσει καμία συνεργασία εφεύραν το επιχείρημα ότι καταλύεται η αυτοτέλεια του κομμουνιστικού κόμματος με τις συνεργασίες. Ας θυμηθούμε τα λόγια του Καρλ Μαρξ: Οι κομμουνιστές δεν αποτελούν ένα ξεχωριστό κόμμα που αντιτίθεται στα άλλα εργατικά κόμματα. Δεν έχουν συμφέροντα που ξεχωρίζουν από τα συμφέροντα του προλεταριάτου στο σύνολο του. Δεν διακηρύσσουν ξεχωριστές αρχές, που σύμφωνα με αυτές θα ήθελαν να πλάσουν το εργατικό κίνημα.
Οι κομμουνιστές διαφέρουν από τα άλλα εργατικά κόμματα μονάχα κατά τούτο: Ότι από τη μια μεριά, στους διάφορους εθνικούς αγώνες των προλετάριων, τονίζουν και επιβάλλουν τα συμφέροντα που είναι κοινά σε όλο το προλεταριάτο και ανεξάρτητα από την εθνότητα. Και από την άλλη, ότι στις διάφορες βαθμίδες ανάπτυξης του αγώνα ανάμεσα στον προλεταριάτο και στην αστική τάξη, εκπροσωπούν πάντα τα συμφέροντα του κινήματος στο σύνολο του.[3]
Το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα και παγκόσμια έχει συγκεντρώσει πλούσια πείρα από την προσπάθειά του για επίτευξη της κοινής δράσης και ενότητας της εργατικής τάξης στη σύγκρουση της με το κεφάλαιο. Αυτή η πείρα δεν πρέπει να παραμερίζεται, αλλά να αξιοποιείται δημιουργικά με βάση και τις σύγχρονες συνθήκες. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με πλατιά ενωτική δράση και τη μέγιστη δυνατή συσπείρωση που στην πορεία θα αυξάνεται σε πρωτοβάθμιες κυρίως και δευτεροβάθμιες οργανώσεις και θα αγκαλιάζει ευρύτερα εργατικά και λαϊκά στρώματα.
Άμεσος στόχος δεν μπορεί να είναι τίποτε λιγότερο από την αντιμετώπιση της επίθεσης με όσα μέσα το κίνημα διαθέτει, η πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση με την αστική τάξη, ο εξοπλισμός των εργαζομένων και η συγκέντρωση και μετάδοση της πείρας, η δημοκρατική λειτουργία, ο σεβασμός στην αυτοτέλεια κάθε φορέα, τα πάντα να μπαίνουν στη δοκιμασία της ανοιχτής συζήτησης και της κριτικής.
Το πολιτικό πλαίσιο πρέπει να είναι η αντιπαράθεση στα μνημόνια προηγούμενα και τωρινά, η υπεράσπιση και βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού και μέσω της αλλαγής της σχέσης μισθών-κερδών υπέρ των μισθών η γενικότερη βελτίωση της ζωής των εργαζομένων.
Η σύγκρουση με κορυφαίες, στρατηγικές επιλογές της αστικής τάξης και της ΕΕ, με τα βάθρα της αστικής πολιτικής και κυριαρχίας. Η διεκδίκηση της διαγραφής του δημόσιου χρέους ως προϋπόθεση για να αντιμετωπιστεί η κρίση στη χώρα, η ανάδειξη του χαρακτήρα και του ρόλου της ΕΕ, το σταθερό μέτωπο εναντίον των ευρω-ενωσιακών πολιτικών, στην προοπτική της αποδέσμευσης.
Η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα των κοινωνικών αγαθών, ο αγώνας εναντίον των ιδιωτικοποιήσεων, η εθνικοποίηση στρατηγικής σημασίας μονοπωλίων και καταρχήν των τραπεζών κ.λπ. Φυσικά όλα τα προηγούμενα δεν μπορούν να τεθούν ως προϋπόθεση για την κοινή δράση, αλλά σταδιακά θα μπαίνουν στο συνδικαλιστικό κίνημα ανάλογα με τις συνθήκες και το βαθμό ωρίμανσης τους, δεν είναι όμως δυνατόν να μένουν έξω από το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και τους αγώνες του.
Η δράση εναντίον της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας και των κινδύνων που εγκυμονεί για τη χώρα και την ευρύτερη περιοχή.
Σταθερό μέτωπο εναντίον της σημερινής κυβέρνησης και όλων των αστικών κυβερνήσεων.
Βασική πλευρά του πλαισίου δράσης είναι να μην υπάρξει η παραμικρή ανοχή απέναντι στους συνδικαλιστική γραφειοκρατία και τον αστικοποιημένο συνδικαλισμό, αλλά αμείλικτο ξεσκέπασμα του, η υπονόμευση και η διάλυση της επιρροής του, η αλλαγή των συσχετισμών. Ο στόχος αυτός καμιά σχέση δεν έχει με την οργανωτική διάσπαση του συνδικαλιστικού κινήματος, αντίθετα θα πρέπει να υπερασπίσουμε την οργανωτική ενότητα του.
Η προσπάθεια αυτή προϋποθέτει τουλάχιστον ένα μίνιμουμ συνεννόησης ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις που στον ένα ή τον άλλο βαθμό τάσσονται υπέρ της υπεράσπισης των εργατικών συμφερόντων. Εννοούμε το ΚΚΕ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τη ΛΑΕ και πολλές μικρές οργανώσεις και συλλογικότητες που υπάρχουν και λειτουργούν στο χώρο της αριστεράς, όσες τουλάχιστον συμφωνούν σε αυτή την κατεύθυνση.
Τέλος έχει πολύ μεγάλη σημασία για την πορεία του ΕΚΑ και όχι μόνο, η ανάδειξη προεδρείου έξω από τις δυνάμεις του αστικοποιημένου συνδικαλισμού. Υπάρχουν οι δυνατότητες για την ανάδειξη ενός προγραμματικού προεδρείου στη βάση της αντιμετώπισης των προβλημάτων των εργατοϋπαλλήλων και της αντιμετώπισης του εκφυλισμού και της διαφθοράς. Η επανάληψη των προ τριετίας χειρισμών, που ενώ υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις ανάδειξης προεδρείου με επικεφαλής το ΠΑΜΕ παραδόθηκε το ΕΚΑ στις δυνάμεις του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού και αδρανοποιήθηκε για τρία ολόκληρα χρόνια θα είναι εντελώς απαράδεκτη.
Το ΠΑΜΕ πρέπει να πάρει την πρωτοβουλία για το σχηματισμό προεδρείου στη βάση συγκεκριμένου πλαισίου, να απευθυνθεί σε όλες τις παρατάξεις εκτός αυτών που φέρουν τις μεγάλες ευθύνες για την κρίση και τον εκφυλισμό, με στόχο να βγει το συνδικαλιστικό κίνημα της Αθήνας από την απαξίωση και το διασυρμό και να αναπτυχθούν οι αγώνες και ας πάρει καθένας τις ευθύνες του.
(*) Ο Γεράσιμος Αραβανής ήταν επί σειρά ετών μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και βουλευτής του.
[1] Καρλ Μαρξ, Το Κεφαλαίο τόμος πρώτος σελίδα 762
[2]Λένιν Άπαντα τόμος 41, σ. 77-78
[3] Μαρξ Έγκελς Διαλεχτά έργα τόμος Α, σ. 34 -35
ΠΗΓΗ: ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ - 11 Ιουνίου 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου