Αναδημοσίευση από εδώ.
του Κώστα Μουρίκη
Η κατάληψη του ΕΜΠ από επαγγελματίες της αυτόκλητης «εξέγερσης», δυο ημέρες πριν το γιορτασμό του Πολυτεχνείου, υπηρετεί πολλαπλές επιδιώξεις και αξιοποιείται, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, σε ένα γενικότερο, διαχρονικό σχέδιο «ξεδοντιάσματος» του εξεγερτικού πνεύματος του Νοέμβρη, στο οποίο εμπλέκεται άμεσα η πρεσβεία και ο «αμερικανός φίλος» του Τσίπρα. Συνοδευόμενο με προληπτικές κινήσεις κατά της ανασυγκρότησης του λαϊκού και ειδικά, του φοιτητικού κινήματος, ενόψει των μαχών ενάντια στα νέα μέτρα του ευρωμνημονιακού καθεστώτος και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ.
Ένα μικρό χρονικό με αμερικανικό «δάκτυλο»
Είναι τόσο ακραία ενοχλητικό το πολύμορφο εξεγερτικό μήνυμα του Πολυτεχνείου για τους κρατούντες (εσωτερικού και εξωτερικού), που εδώ και 44 χρόνια κάνουν ό,τι μπορούν για να το ξεριζώσουν από την καρδιά, τη μνήμη και το νου του λαού και της νεολαίας.
Το 1974 η καραμανλική Δεξιά έστησε εκλογές την ίδια μέρα της πρώτης επετείου, με την πίστη ότι ο κοινοβουλευτισμός είναι το καλύτερο όπλο για το ξεδόντιασμα. Κάθε συγκέντρωση απαγορεύεται. Λίγες μέρες μετά και παρά τη σαρωτική νίκη της ΝΔ, πάνω από 300.000 λαού και νεολαίας πορεύτηκαν ή παρακολούθησαν την πορεία προς την αμερικανική πρεσβεία. Σε εμπιστευτικές αναφορές του, ο αμερικανός πρέσβης που παρακολουθεί άμεσα και παρεμβαίνει «καθοδηγητικά», εκδηλώνει την ανησυχία του για την ταύτιση της χούντας με τις ΗΠΑ και πληροφορεί τα αφεντικά του ότι ζήτησε εξηγήσεις από την κυβέρνηση, απαιτώντας να απαγορευτεί στο μέλλον η πορεία προς την πρεσβεία (βλ. άρθρο του Ιού, Εφημερίδα των Συντακτών, 15/11/14). Το 1976, η απαίτηση γίνεται πράξη: η πορεία προς την πρεσβεία απαγορεύεται, επιτρέπεται μόνον μέχρι τη Βουλή. Το 1977 και πάλι, κάθε συγκέντρωση απαγορεύτηκε, λόγω των εκλογών που προκηρύχθηκαν στις 20 Νοεμβρίου. Το 1980 απαγορεύεται και πάλι η πορεία προς την αμερικανική πρεσβεία, η αστυνομία επιτίθεται βίαια, δολοφονούνται οι Κουμής και Κανελλοπούλου. Τίποτε από όλα αυτά δεν έσβησε το εξεγερτικό περιεχόμενο του Πολυτεχνείου.
Από το 1981, με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, οι μορφές ξεδοντιάσματος αλλάζουν. Η ωμή αστυνομική καταστολή της Δεξιάς δίνει τη θέση της στη «γλυκιά συμμορία» των ιδεολογικών επιχειρημάτων του ΠΑΣΟΚ: τώρα, «ο αγώνας δικαιώνεται», η κυβέρνηση κάνει τη δουλειά του κινήματος. Στα πρώτα πασοκικά χρόνια, ο γιορτασμός του Πολυτεχνείου επιχειρείται να μετατραπεί σε γλυκανάλατη σχολική γιορτή, σε εθνική κηδεία του βαθύτερου νοήματός του. Και πάλι όμως, το εξεγερτικό πνεύμα του Πολυτεχνείου δεν πεθαίνει, «ο αγώνας συνεχίζεται» με νέο, πιο κοινωνικό περιεχόμενο, χωρίς να αλλάζει ο προορισμός στην αμερικανική πρεσβεία. Η δολοφονία του 15χρονου Καλτεζά αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα.
Στη σύντομη περίοδο της περεστρόικα και των οικουμενικών συγκυβερνήσεων ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΚΚΕ – ΚΚΕ ες (ενιαίου Συνασπισμού), το ριζοσπαστικό φοιτητικό κίνημα μαζί με τις λαϊκές αντιστάσεις δίνουν «αντι-συναινετικό» και σύγχρονο αντιαμερικανικό περιεχόμενο ενάντια στην γκορμπατσοφική «ειρηνική συνύπαρξη». Το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – Πολυτεχνείο «ζει» ξανά μαζί με τον Τεμπονέρα.
Μετά τις καταρρεύσεις του «υπαρκτού σοσιαλισμού», στη χρυσή εποχή της «παγκοσμιοποίησης» και της δεύτερης εφταετίας του ΠΑΣΟΚ, ο αιχμηρός αντιιμπεριαλισμός κατά των ΗΠΑ επιχειρείται να ανακοπεί, όχι μόνο από τα γλυκερά σαξόφωνα του Κλίντον, αλλά και από μια δήθεν αριστερή, «αλλαγή πορείας» από τον αντιαμερικανισμό σε μια «κοινωνική πορεία» χωρίς την πρεσβεία μέσα.
Συνέχιση της ίδιας πολιτικής με άλλα μέσα
Εκεί περίπου, επί Σημίτη, ο πόλεμος κατά του Πολυτεχνείου συνεχίζεται «με άλλα μέσα». Επιστρατεύεται η πιο πονηρή, η πιο υποχθόνια, η πιο πετυχημένη μορφή πλευροκόπησης του μαχητικού πνεύματός του: η τυφλή βία, όχι από την αστυνομία, αλλά από τις «ομάδες κουκουλοφόρων» που δίνουν το απαραίτητο άλλοθι για την ανοιχτή, τη «νόμιμη» αστυνομική βία. Ο κύριος «ευχαριστώ τις ΗΠΑ» για τα Ίμια, το πιο πειθήνιο (μέχρι τότε) οργανάκι τους, δεν απαγορεύει την πορεία, δεν χρησιμοποιεί ιδεολογικά επιχειρήματα. Λογιστής σε όλα του, πάνω από όλα μετράει αριθμούς: με την πλάγια βία και την «πονηρή» καταστολή επιχειρεί να κατεβάσει τους αριθμούς συμμετοχής, να μετατρέψει το χαρακτήρα της πορείας, από παλλαϊκό σε στενά αριστερό και «κομματικό». Ο στημένος κλεφτοπόλεμος δήθεν αναρχικών και αστυνομικών μετατρέπεται σε θέαμα για τα τρομο-δελτία των οκτώ, από τα ιδιωτικά, πλέον, κανάλια. Το τρίγωνο κουκουλοφόροι – ματατζήδες – καναλάρχες μετατρέπεται στο πιο αμαρτωλό τρίγωνο εκμαυλισμού του Πολυτεχνείου και του μαζικού κινήματος, ειδικά του φοιτητικού. Το πανεπιστημιακό άσυλο προβοκάρεται συστηματικά από τη χρήση του ως σκηνικό βανδαλισμών και ναρκεμπορίας προς τέρψιν των καναλαρχών και των κερδών τους. Έπειτα, οι επαγγελματίες εξεγερμένοι καταγγέλλουν τους «αλήτες – ρουφιάνους – δημοσιογράφους».
Παράλληλα, για την πλευροκόπηση του Πολυτεχνείου και του φοιτητικού κινήματος, στήνεται ένα ολόκληρο δίκτυο ασφαλίτικης παρέμβασης στα διπλανά Εξάρχεια, που καπηλεύεται και διαστρέφει τις αναρχικές ιδέες και το χρώμα τους, αλλά και εκμεταλλεύεται τις δομικές αντιεξουσιαστικές αδυναμίες, καθώς και τη ροπή προς την αυτόκλητη και έξω από το μαζικό κίνημα, «ατομική» ή «ομαδική τρομοκρατία». Ο χώρος αυτός, καθυστερεί δραματικά να κατανοήσει τον κίνδυνο, ενώ και τμήματα της Αριστεράς, ακόμη και της αντικαπιταλιστικής, τον υποτιμά. Αποκορύφωμα, ο εμπρησμός της Μαρφίν και οι δολοφονίες αθώων από μαυροφορεμένους «κουκουλοφόρους», που ανακόπτουν το πρώτο λαϊκό αντιμνημονιακό ξέσπασμα και «συνδέονται» από τα κανάλια με τους αναρχικούς και την αντικαπιταλιστική Αριστερά.
Ο κόσμος τρομοκρατείται, φοβάται, συγκρατείται από τη συμμετοχή του στις πορείες του Πολυτεχνείου, εκτός από τους μυημένους. Ωστόσο, παρά τη μείωση των αριθμών στις πορείες, και πάλι ο τριήμερος μαζικός γιορτασμός συνεχίζει να αποτελεί χώρο μύησης στο ριζοσπαστικό μαζικό και πολιτικό κίνημα και πεδίο καλλιέργειας ανυπότακτου πνεύματος.
Όταν το κράτος καταλαμβάνει τον ΣΥΡΙΖΑ (και όχι το αντίθετο)
Η αρχικά πρόχειρα στημένη, αλλά με γνώση εκ των έσω, ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ που ασχολείται με τα ζητήματα αστυνομίας και στρατού, γνωρίζει πολύ καλά το στημένο δίκτυο της Ασφάλειας στα Εξάρχεια και τη δράση του, ειδικά από την περίοδο όπου βρισκόταν στην αξιωματική αντιπολίτευση. Το ρόλο των «κουκουλοφόρων» τον γνώρισε καλύτερα και πάνω στην πλάτη του, στην πρώτη θητεία της κυβέρνησής του, με τις προβοκάτσιες που στήθηκαν εναντίον του, με στόχο να τον κάμψουν. Τότε ήταν που οι πληροφορίες για το δίκτυο αυτό, που «δεν λογοδοτεί σε κανέναν», είδαν το φως της δημοσιότητας στο διαδίκτυο, διοχετευόμενες από «κύκλους» της τότε κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Ταυτόχρονα, το ελληνικό «βαθύ κράτος» έκανε εξαγωγή της «πατέντας» του. Ειδικά στη Γαλλία, όπου πριν από χρόνια, ο τότε αποσκιρτήσας από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, Μελανσόν, κατήγγειλε στη βουλή με αδιάσειστες αποδείξεις, τη δράση αστυνομικών με ρούχα «ακτιβιστών» και κουκούλες στο πλιάτσικο καταστημάτων κατά τη διάρκεια εργατικών και νεανικών διαδηλώσεων.
Είναι η εποχή όπου ο «under cover», ο «καλυμμένος», ο «μυστικός» μπάτσος, γίνεται η πιο συμπαθής φιγούρα στο Χόλιγουντ.
Στην εποχή της ίδρυσης της Σκότλαντ Γιαρντ, το αστυνομικό δόγμα έλεγε ότι, για την αντιμετώπιση του εγκλήματος, σε κάθε «φανερό», «νόμιμο» αστυνομικό έπρεπε να αντιστοιχούν τρεις «μυστικοί». Ειδικά στην εποχή μας, το αδίστακτο, λόγω της δομικής κρίσης, κεφάλαιο θεωρεί ως μέγιστο, κοινωνικό έγκλημα τη δράση του ταξικού εργατικού και λαϊκού κινήματος κατά των «επενδύσεων», δηλαδή των κερδών του. Και σήμερα, θεωρεί ως τέτοια τη δράση εναντίον των ευρωμνημονίων, τη μαζική δράση για την ανατροπή τους. Έτσι, στήνει και ταϊζει ένα υπέρογκο «καλυμμένο δίκτυο» ασφαλιτών με πολιτικά που χρησιμοποιείται εναντίον του λαϊκού κινήματος.
Στη λαϊκή συνείδηση, μετά τη Μαρφίν και τις εμπειρίες από τις μεγάλες λαϊκές διαδηλώσεις, η προβοκατόρικη δράση αυτών των ομάδων έγινε κάτι περισσότερο από εμφανής. Οι αποκαλύψεις από εφημερίδες και ιστοσελίδες με φωτογραφίες και βίντεο για τη δράση ατόμων που εφορμούσαν πίσω και μέσα από τις διμοιρίες των ΜΑΤ για να εκσφενδονίζουν μολότοφ κατά των φίλων τους ματατζήδων, δεν άφηναν περιθώρια παρερμηνειών, παρά τις σκευωρίες που στήθηκαν (και κατέρρευσαν) κατά αναρχικών και αντιεξουσιαστών αγωνιστών (π.χ. για τη Μαρφίν).
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ερχόμενος στην κυβερνητική εξουσία, υπόσχεται να απαγορεύσει την «παράνομη» δράση του κράτους κατά του κινήματος. Αντί όμως να καταλάβει το κράτος, το κράτος καταλαμβάνει την κυβέρνησή του, όπως πάντα συμβαίνει σε κυβερνητικές εναλλαγές χωρίς βαθύτερες ρήξεις. Δεν ήταν δα και τόσο δύσκολο: στις κρίσιμες θέσεις της πολιτικής διοίκησης της Ασφάλειας, διορίστηκαν οι «εγκεκριμένοι» άνθρωποι, με την κατάλληλη γνώση και βιογραφικό, όπως και την κατάλληλη εμπιστοσύνη για τη «συνέχεια του κράτους».
Μόνο που οι μηχανισμοί αυτοί υπηρετούν πολλούς αφεντάδες. Στη συγκεκριμένη στιγμή, σήμερα, δουλεύουν πάνω από όλα για να εμπεδώνεται η προπαγάνδα του Κυριάκου και της ΝΔ για την «ανομία στα Εξάρχεια», την οποία υποτίθεται πως «ευνοεί ο ΣΥΡΙΖΑ». Αδύναμος να εμφανίσει οποιαδήποτε άλλη «εναλλακτική» στην ευρωμνημονιακή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης καταφεύγει στο δοκιμασμένο εργαλείο της τρομολαγνείας, του νόμου και της τάξης. Πιασμένος στο δόκανο, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αναγκασμένος να χορεύει στα νταούλια της ΝΔ: ήδη ανακοινώθηκε ότι 5.500 αστυνομικοί θα κληθούν να «επιτηρούν το νόμο και την τάξη». Έτσι, η δήθεν αριστερή μας κυβέρνηση κατρακυλά βαθύτερα στο βούρκο του νεοφιλελευθερισμού, του νόμου και της τάξης. Μετατρέπεται ο ίδιος σε Δεξιά. Και προετοιμάζει την επάνοδο μιας ρεβανσιστικής ακροδεξιάς, που δεν θα έχει κατανάγκην το πρόσωπο του Μιχαλολιάκου και του Κασιδιάρη, αλλά του Κυριάκου, του Βορίδη, του Άδωνι και ίσως, ορισμένων «μεταμελημένων» χρυσαυγιτών και ποιος ξέρει ποιών άλλων.
Το «βαθύ κράτος» μπορεί να αντιμετωπιστεί
Τις στιγμές αυτές, επικρατεί αμηχανία στους κόλπους του μαζικού κινήματος και της μαχόμενης Αριστεράς. Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί ο αδίστακτος εγκληματικός μηχανισμός του «βαθέως κράτους»; Πώς να διαχωριστεί από την καταστροφική μεν, αλλά αυθόρμητη δράση τυφλής βίας, ειδικά κάποιων νέων, που ενισχύεται αντικειμενικά από την απόγνωση της κρίσης, την ήττα και υποχώρηση του μαζικού κινήματος; Και πώς δεν θα πέσουμε στη γνωστή προβοκατορολογία, που στο όνομα της προβοκάτσιας, αντί να προστατεύει το κίνημα από τη δράση του «βαθέως κράτους», προστατεύει το «κόμμα» από το ριζοσπαστισμό του κινήματος;
Πρόκειται βεβαίως, για δύσκολο, πολύμορφο και μακρόχρονο εγχείρημα. Ωστόσο, πρόκειται για ζωτική ανάγκη ώστε να αναπνεύσει το μαζικό κίνημα. Και πρόκειται για μια μάχη που μπορεί να αποβεί νικηφόρα κατά του «βαθέως κράτους» χωρίς να πληρωθεί με το ποταπό αντίτιμο της «νομιμοφροσύνης».
Η πείρα επιβεβαιώνει ότι το εργατικό, λαϊκό και νεολαιίστικο κίνημα μπορεί να επιβάλει τέτοιες νίκες, να χτυπήσει, να αποκρούσει ακόμη και να παραλύσει σε τέτοιο βαθμό τη δράση του «βαθέως κράτους», ώστε να αποβεί είτε άχρηστη, είτε αναποτελεσματική –γιατί σε συνθήκες καπιταλιστικής κυριαρχίας δεν πρόκειται ποτέ να καταργηθεί. Η αποκάλυψη, σύλληψη και καταδίκη του παρα-κρατικού δικτύου που δολοφόνησε τον Λαμπράκη είναι ένα πρώτο, παλιότερο παράδειγμα. Με διαφορετικό τρόπο, η αποκάλυψη, σύλληψη και δίκη κατά της Χρυσής Αυγής, αποτελεί το πιο σύγχρονο παράδειγμα, παρά το γεγονός ότι η εγκληματική νεοναζιστική οργάνωση, ενώ συνδέεται, δεν είναι η ίδια «παρα-κράτος».
Το πρωταρχικό ζήτημα είναι η αποκάλυψη και η καταγγελία του σύγχρονου «βαθέως κράτους». Η αποκάλυψη και καταγγελία αποτελεί μέσο γνώσης, επίγνωσης και συνειδητότητας για το μαζικό κίνημα. Κινητοποιεί τη σκέψη, ενισχύει τη δράση εναντίον του. Θέτει προ των ευθυνών τους, τη «νόμιμη» Αστυνομία, που επιχειρεί να κρύβεται πίσω από την «under cover» δράση και την κάθε κυβέρνηση, που αποτελεί τον πολιτικό προϊστάμενό της και καμώνεται πως δεν ξέρει τίποτε για το έγκλημα. Η θαρραλέα αποκάλυψη και καταγγελία αποτελεί το πρώτο, το κύριο, το πιο αποφασιστικό βήμα, διότι όταν η καλυμμένη ασφαλίτικη δράση ξεσκεπάζεται, της αφαιρείται το βασικό ατού της, η ειδική υπεραξία της. Αποτελεί ταυτόχρονα, μέσο πολιτικής και μαζικής αυτοάμυνας των αγωνιστών και των μαζικών συλλογικοτήτων. Το αίτημα προς την κυβέρνηση για άμεσο ξήλωμα αυτών των μηχανισμών, μαζί με την άμεση κατάργηση των ΜΑΤ και της οπλοφορίας κατά του λαϊκού κινήματος, είναι η αιχμή του δόρατος που την ξεμπροστιάζει.
Το δεύτερο βήμα είναι η μαζική και πολιτική καταδίκη και απομόνωση των συγκεκριμένων ομάδων. Φυσικά, πάντα απαιτείται η διάκριση της αυθόρμητης δράσης παρασυρμένων ανθρώπων και κυρίως νέων. Δεν είναι όλες οι δράσεις όλων των ομάδων τυφλής βίας μέρος των σχεδιασμών της Ασφάλειας. Ωστόσο, αξιοποιούνται αδίστακτα και κυνικά από τις κυβερνήσεις και το κράτος. Και όταν πάνω στις πλάτες του κινήματος παίζεται το μέλλον του, όταν διακυβεύεται η σωματική ακεραιότητα αγωνιστών, οι προθέσεις και τα κίνητρα –που πάντα έχουν τη σημασία τους- έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Η μέχρι τώρα ανοχή ή έστω υποτίμηση, ορισμένων αναρχικών αλλά και αριστερών ρευμάτων, στην εγκληματική δράση του «βαθέως κράτους» στο όνομα «των παρασυρμένων παιδιών» έχει προκαλέσει τεράστια ζημιά στο μαζικό λαϊκό κίνημα, ειδικά της νεολαίας και πιο ειδικά, των φοιτητών και των μαθητών, που στερούνται αντικειμενικά της απαραίτητης εμπειρίας.
Η καταδίκη και απομόνωση έχει αποτέλεσμα όταν είναι πρωτίστως μαζική και πολιτική, όχι «στρατιωτική». Μια «στρατιωτική» αντιμετώπιση της δράσης του «βαθέως κράτους», την οποία προκρίνουν «υπεραριστερές» απόψεις, παρά τη φαινομενική μαχητικότητα, αποτελεί την πιο λανθασμένη επιλογή. Στις σημερινές, δοσμένες συνθήκες, αποτελεί επιλογή μάχης πάνω στο πεδίο του αντιπάλου, εκεί που είναι πιο δυνατός, έμπειρος και αποτελεσματικός. Για αυτό αποτελεί επιλογή σίγουρης ήττας και όχι νίκης. Ωφελεί καθαρά τον αντίπαλο, ο οποίος την επιδιώκει, τη χρειάζεται. Είναι το λιγότερο ανόητη και αφελής, εάν δεν είναι πολιτικά επικίνδυνη.
Σε συνθήκες ώριμες, που δεν ωριμάζουν βεβαίως από μόνες τους, αλλά με σταθερή θεωρητική, πολιτική και οργανωτική προετοιμασία από σήμερα, μπορεί να οικοδομηθεί μια αληθινά μαζική λαϊκή και νεανική αυτοάμυνα ενάντια σε όλες τις εκφάνσεις του κράτους, των φασιστών και της βίας τους, με δημόσιο τρόπο και στα πλαίσια του μαζικού κινήματος, των συνελεύσεων και των αποφάσεών τους.
Το τρίτο βήμα είναι η θεωρητική και πολιτική μάχη εναντίον των ομάδων τυφλής, αυτόκλητης βίας. Διότι, έστω και αδέξια, έστω και εξόφθαλμα στημένα, η δράση αυτή έχει ανάγκη πάντα από κάποια «ιδεολογική» ή «κινηματική» επιχειρηματολογία, η οποία πατά σε όψεις των αναγκών, της δράσης και των αδυναμιών του μαζικού κινήματος. Για παράδειγμα, η τωρινή «κατάληψη του Πολυτεχνείου» επιχειρεί να νομιμοποιήσει ιδεολογικά και πολιτικά την αντικειμενικά εχθρική προς το κίνημα δράση της, με το επιχείρημα «να απελευθερώσουμε το χώρο από τα κομματικά παράσιτα που καπηλεύονται την εξέγερση του Πολυτεχνείου», που πατά πάνω στον υπαρκτό, αστικό, κομματικοποιημένο μηχανισμό στο συνδικαλιστικό και μαζικό κίνημα και τη συνδιαλλαγή του με κατεστημένο, κράτος και εργοδοσία. Πρόκειται όμως για νεοφιλελεύθερη επιχειρηματολογία α λα Τζήμερου, όπως επισήμανε το alfavita.gr, αλλά και για την ίδια επιχειρηματολογία με αυτήν της Χρυσής Αυγής στην περίοδο των πλατειών, που στρέφει τα βέλη κατά της αριστερής και ριζοσπαστικής πολιτικοποίησης, ειδικά των νέων.
Πάνω από όλα, θα βοηθήσει το κίνημα να απομυθοποιηθεί η δήθεν «εξεγερτική» δράση των διαφόρων αυτόκλητων σωτήρων του λαού, που υποκαθιστούν το μαζικό κίνημα και την αυτενέργεια του ίδιου του λαού. Η φιλοσοφία αυτή αποτελεί το θεωρητικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο χτίζεται και δικαιολογείται η δράση των ομάδων του αστικού «βαθέως κράτους». Η φιλοσοφία αυτή δεν αποτελεί παρά μια μικροαστική, μικρογραφική και για αυτό εντελώς αναποτελεσματική, αντιγραφή της ουσίας του κοινοβουλευτισμού που δρα σε απείρως πιο πλατιές βάσεις: της ανάθεσης στους βουλευτές «εκπροσώπους» της σωτηρίας ενός λαού που κάθεται σε καναπέδες.
Δυστυχώς, αυτή η θεωρητική και πολιτική πρακτική έχει βαθιές ρίζες σε μια μικροαστική πλευρά που ενυπάρχει μέσα στο αναρχικό και αντιεξουσιαστικό κίνημα. Αποτελεί θετική εξέλιξη ότι τμήματα από τους μαζικά δρώντες αναρχικούς, ειδικά τους αναρχοσυνδικαλιστές και αντιεξουσιαστές, διαχωρίζονται από αυτή τη φιλοσοφία και πρακτική. Πολύ περισσότερο, ο ακόμη βαθύτερος στρατηγικός και πολιτικός διαχωρισμός της μαχόμενης και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς από αυτές τις απόψεις και πρακτικές θα βοηθήσει τους αγωνιστές, ειδικά τους νέους, να αποφύγουν τις ενυπάρχουσες πρακτικές υποκατάστασης του μαζικού κινήματος από το «κόμμα», την «οργάνωση» ή την «παράταξη», που υποβοηθούν άθελά τους την υποκατάσταση του κινήματος από την «ομάδα».
«Βαθύ μέτωπο» και «βαθιά στρατηγική»
Πάνω από όλα, η μαζική δράση του «βαθέως κράτους» θα αντιμετωπιστεί μέσα από τη μαχητική δράση εναντίον των «αφεντικών» του, της υπάρχουσας πολιτικής και στρατηγικής της κυβέρνησης, του ευρωμνημονιακού καθεστώτος, του κεφαλαίου, της ΕΕ, του ΔΝΤ, των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Μέσα από τη μετωπική και ριζοσπαστική ανασυγκρότηση του ίδιου του μαζικού κινήματος.
Ένα «αποστειρωμένο», «καθώς πρέπει» και κατακερματισμένο μαζικό κίνημα «γύρω από τον εαυτό μας», δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τη δράση του «βαθέως κράτους». Αυτό έδειξε καθαρά η εμπειρία της επίθεσης εναντίον του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, τον Οκτώβρη του 2011, στο Σύνταγμα. Η προηγούμενη αυτο-απομόνωση του ΚΚΕ συνέβαλε καθοριστικά στην τότε ήττα του. Η αντιμετώπιση του «βαθέως κράτους» απαιτεί τακτικό «βαθύ μέτωπο» και επαναστατικά «βαθιά στρατηγική», αντίστοιχων με το βάθος των προκλήσεων της εποχής μας, που θα εξοπλίσουν με βαθιά συνείδηση τη «βαθιά ψυχή» που χρειάζεται ο σημερινός δύσκολος αγώνας.
Τώρα, η άμεση απάντηση είναι η καταγγελία, από το μαζικό κίνημα, όλη τη μαχόμενη Αριστερά και τον αντιεξουσιαστικό χώρο, της «αντικινηματικής κατάληψης» του Πολυτεχνείου, μαζί με την καταγγελία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και της ΝΔ, ως των πολιτικά υπεύθυνων για την αξιοποίηση της «κατάληψης» από την αστυνομία, με στόχο, όχι μόνον το άσυλο, αλλά την ακύρωση του τριήμερου γιορτασμού και ειδικά, την απομαζικοποίηση, ακόμη και τη ματαίωση της πορείας προς την αμερικανική πρεσβεία.
Το μήνυμα που παρέλαβε ο Τσίπρας από τον Τραμπ πρέπει να επιστραφεί στον παραλήπτη, μαζί με τα μνημόνια της ΕΕ και του ΔΝΤ. Απάντηση σε όλα αυτά θα είναι η μαζική συμμετοχή, το ριζοσπαστικό, σύγχρονο αντιιμπεριαλιστικό και εργατικό - αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο της συγκέντρωσης και της πορείας.
Αυτή θα είναι και η καλύτερη τιμή μνήμης για τους αδικοχαμένους νεκρούς από τη «μνημονιακή» καταιγίδα, στη Μάνδρα και όπου αλλού.
Πηγή: kommon.gr - 16 Νοεμβρίου 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου