Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

Όταν δεν μπορούν τα αφεντικά, μπορούμε εμείς

Αναδημοσίευση από εδώ.
Ηλίας Ιωακείμογλου

Τι να κάνουμε απέναντι στην παύση λειτουργίας των επιχειρήσεων;

Η τάξη των κε­φα­λαιο­κρα­τών δια­τη­ρεί το δι­καί­ω­μα να κα­τα­στρέ­φει τις υλι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις της ζωής μας, όταν αυτές δεν λει­τουρ­γούν ικα­νο­ποι­η­τι­κά ως κε­φά­λαιο. Κλεί­νει τις επι­χει­ρή­σεις σε μια ατε­λεί­ω­τη σειρά, επει­δή δεν απο­δί­δουν τα επι­θυ­μη­τά κέρδη. Πρό­σφα­τα, το φαι­νό­με­νο έγινε ιδιαί­τε­ρα αι­σθη­τό, επει­δή έκλει­σαν με­γά­λες και πολύ γνω­στές επι­χει­ρή­σεις και έτσι τί­θε­ται με έμ­φα­ση το ερώ­τη­μα τι πρέ­πει να κά­νου­με απέ­να­ντι σε αυτό. Χρειά­ζε­ται μια κεϊν­σια­νή πο­λι­τι­κή αύ­ξη­σης της ζή­τη­σης ή μια πο­λι­τι­κή κρα­τι­κής στή­ρι­ξης των προ­βλη­μα­τι­κών επι­χει­ρή­σε­ων, ώστε να συ­νε­χι­στεί η λει­τουρ­γία τους; Μήπως πρέ­πει, όντας ρε­α­λι­στές που γνω­ρί­ζουν τα πε­ριο­ρι­σμέ­να όρια των δυ­να­το­τή­των μας εντός κα­πι­τα­λι­σμού, να διεκ­δι­κού­με απλώς τις απο­ζη­μιώ­σεις για τους απο­λυ­μέ­νους ερ­γα­ζό­με­νους;

Η απά­ντη­ση δεν μπο­ρεί να απορ­ρέ­ει από γε­νι­κές αρχές ή ιδε­ο­λο­γι­κές κα­θη­λώ­σεις, αλλά από την ανά­λυ­ση της συ­γκυ­ρί­ας της κρί­σης στη συ­γκε­κρι­μέ­νη χώρα και στη συ­γκε­κρι­μέ­νη κα­τά­στα­ση.

Τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της ση­με­ρι­νής συ­γκυ­ρί­ας

Η πα­ρα­τε­τα­μέ­νη κρίση του ελ­λη­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού συ­νο­δεύ­ε­ται, ιδιαί­τε­ρα από το 2012, από εκ­κα­θά­ρι­ση των μη αντα­γω­νι­στι­κών ή λι­γό­τε­ρο αντα­γω­νι­στι­κών κε­φα­λαι­́ων, ώστε η οι­κο­νο­μι­́α να βρει, τε­λι­κά, έναν και­νούρ­γιο δρόμο αύ­ξη­σης των κερ­δών μέσω μιας δια­δι­κα­σι­́ας «φυ­σι­κής επι­λο­γής των ισχυ­ρο­τέ­ρων». Χάρη σε αυτή τη «φυ­σι­κή επι­λο­γή» των αν­θε­κτι­κό­τε­ρων κε­φα­λαί­ων, σε συν­δυα­σμό με τη μνη­μο­νια­κή θε­σμι­κή κα­το­χύ­ρω­ση της ρι­ζι­κής με­τα­τρο­πής του τα­ξι­κού συ­σχε­τι­σμού δυ­νά­με­ων σε βάρος της ερ­γα­σί­ας, οι αστι­κές κοι­νω­νι­κές δυ­νά­μεις θε­ω­ρούν, δι­καί­ως, ότι είναι σχε­δόν έτοι­μο ένα νέο κα­θε­στώς συσ­σώ­ρευ­σης κε­φα­λαί­ου, με δια­τή­ρη­ση της κερ­δο­φο­ρί­ας σε ανε­κτά, αν όχι ικα­νο­ποι­η­τι­κά επί­πε­δα, και τις ερ­γα­ζό­με­νες τά­ξεις πει­θαρ­χη­μέ­νες στις ορέ­ξεις του αχα­λί­νω­του κα­πι­τα­λι­σμού.

Αυτό ήταν ήδη ορατό κατά την πε­ρί­ο­δο ανά­με­σα στο κα­λο­καί­ρι του 2014 και του 2015, όταν η προ­σω­ρι­νή δια­κο­πή λήψης πρό­σθε­των μνη­μο­νια­κών μέ­τρων απάλ­λα­ξε την οι­κο­νο­μι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα από μια επι­πλέ­ον αύ­ξη­ση της δη­μο­σιο­νο­μι­κής πί­ε­σης και των υφε­σια­κών απο­τε­λε­σμά­των της. Σε αυτή την πε­ρί­ο­δο προ­στέ­θη­κε και το φθι­νό­πω­ρο του 2015, πριν προ­λά­βει να εκ­δη­λω­θεί ο αρ­νη­τι­κός αντί­κτυ­πος των πρώ­των μέ­τρων του τρί­του μνη­μο­νί­ου επί του ΑΕΠ. Όμως, από το 2016, με τη νέα αύ­ξη­ση της δη­μο­σιο­νο­μι­κής πί­ε­σης και τη νέα μεί­ω­ση των ει­σο­δη­μά­των των κυ­ριαρ­χού­με­νων κοι­νω­νι­κών τά­ξε­ων, οι υφε­σια­κές τά­σεις επα­νεμ­φα­νί­στη­καν και μαζί με αυτές οι εκ­κα­θα­ρί­σεις των ασθε­νέ­στε­ρων τμη­μά­των του κε­φα­λαί­ου επα­νήλ­θαν και μά­λι­στα εντυ­πω­σια­κά, διότι οι νέες πιέ­σεις, που ασκού­νται, σω­ρεύ­ο­νται πλέον επί των πα­λαιο­τέ­ρων.

Συ­νε­χί­ζε­ται έτσι στην Ελ­λά­δα της εσω­τε­ρι­κής υπο­τί­μη­σης η δια­δι­κα­σία απο­ε­πέν­δυ­σης, με την έν­νοια ότι οι επεν­δύ­σεις πα­γί­ου κε­φα­λαί­ου, που πραγ­μα­το­ποιού­νται, είναι τόσο μι­κρές, ώστε δεν φτά­νουν ούτε για να ανα­πλη­ρώ­σουν τις πά­γιες πα­ρα­γω­γι­κές εγκα­τα­στά­σεις που απο­σβέ­νο­νται ή απο­σύ­ρο­νται από το πα­ρα­γω­γι­κό δυ­να­μι­κό εξαι­τί­ας της παύ­σης της λει­τουρ­γί­ας ολό­κλη­ρων επι­χει­ρή­σε­ων ή τμη­μά­των επι­χει­ρή­σε­ων. Έχει κα­τα­στρα­φεί πλέον ένα με­γά­λο μέρος των συ­νο­λι­κών πα­γί­ων εγκα­τα­στά­σε­ων με το οποίο γι­νό­ταν η πα­ρα­γω­γή αγα­θών και υπη­ρε­σιών πριν από την κρίση. Αυτό έχει απο­τέ­λε­σμα να μειώ­νε­ται ο συ­νο­λι­κός όγκος προ­ϊ­ό­ντος που θα ήμα­σταν σε θέση να πα­ρα­γά­γου­με ακόμη και εάν υπήρ­χε η απα­ραί­τη­τη ζή­τη­ση γι’ αυτά τα προ­ϊ­ό­ντα. Το επί­πε­δο του ΑΕΠ κατά το 2016 είναι 185 δισ. ευρώ πε­ρί­που (σε στα­θε­ρές τιμές 2010), ενώ το δυ­νη­τι­κό ΑΕΠ (το μέ­γι­στο εφι­κτό υπό τις πα­ρού­σες συν­θή­κες) είναι πε­ρί­που 195 δισ. ευρώ. Το μέ­γε­θος του προ­ϊ­ό­ντος που μπο­ρού­σα­με να ανα­κτή­σου­με με μια πο­λι­τι­κή χρή­σης του αρ­γού­ντος πα­ρα­γω­γι­κού δυ­να­μι­κού (χωρίς τη συ­νει­σφο­ρά νέων κα­θα­ρών επεν­δύ­σε­ων) είναι μόνο το 15% του προ­ϊ­ό­ντος που χά­θη­κε από το 2008 μέχρι σή­με­ρα. Το 2013, αντι­θέ­τως, μπο­ρού­σα­με να ανα­κτή­σου­με το 40% του χα­μέ­νου προ­ϊ­ό­ντος μέσω μιας αρι­στε­ρής κεϊν­σια­νής πο­λι­τι­κής δια­χεί­ρι­σης της ζή­τη­σης.

Με το πα­ρα­γω­γι­κό σύ­στη­μα συρ­ρι­κνω­μέ­νο και ανί­κα­νο να απορ­ρο­φή­σει ολό­κλη­ρη την ανερ­γία ή έστω το με­γα­λύ­τε­ρο μέρος της, ακόμη και εάν χρη­σι­μο­ποι­η­θεί στο σύ­νο­λό του, ο ελ­λη­νι­κός κα­πι­τα­λι­σμός ανα­πτύσ­σει ισχυ­ρή ροπή προς μια κρίση κοι­νω­νι­κής ανα­πα­ρα­γω­γής. Οι ερ­γα­ζό­με­νοι που δεν είναι ανα­γκαί­οι για την αξιο­ποί­η­ση του μειω­μέ­νου και μειού­με­νου κε­φα­λαια­κού απο­θέ­μα­τος στην Ελ­λά­δα, δεν είναι σε θέση να που­λή­σουν την ερ­γα­σια­κή τους δύ­να­μη, διότι αυτή δεν μπο­ρεί να που­λη­θεί στον επι­χει­ρη­μα­τι­κό τομέα παρά μόνον υπό τον όρο ότι μπο­ρεί να αξιο­ποι­ή­σει το κε­φά­λαιο, να πα­ρά­γει κέρδη –αυτή είναι η χρη­σι­μό­τη­τά της στον κα­πι­τα­λι­σμό. Έτσι, η ανα­πα­ρα­γω­γή με­ρί­δων των ερ­γα­ζό­με­νων τά­ξε­ων πραγ­μα­το­ποιεί­ται ατε­λώς, με­ρι­κά, για τον απλό λόγο ότι αυτές στε­ρού­νται το μο­να­δι­κό ή κύριο ει­σό­δη­μά τους.

Σε μια τέ­τοια κα­τά­στα­ση, όπου η ανα­πα­ρα­γω­γή του κε­φα­λαί­ου δεν μπο­ρεί να συ­μπε­ρι­λά­βει στην κί­νη­σή της την ανα­πα­ρα­γω­γή με­ρί­δων των ερ­γα­ζό­με­νων τά­ξε­ων, αυτές απο­κλεί­ο­νται από τον κόσμο της ερ­γα­σί­ας, με­ρι­κώς ή πλή­ρως, πρό­σκαι­ρα ή ορι­στι­κά. Ο με­ρι­κός ή πρό­σκαι­ρος απο­κλει­σμός αυ­ξά­νει τον πλε­ο­νά­ζο­ντα πλη­θυ­σμό των ερ­γα­σια­κών εφε­δρειών που πα­ρα­μέ­νουν δια­θέ­σι­μες προς εκ­με­τάλ­λευ­ση. Ο ολι­κός ή μό­νι­μος απο­κλει­σμός από τον κόσμο της κα­πι­τα­λι­στι­κής ερ­γα­σί­ας δη­μιουρ­γεί ομά­δες πλη­θυ­σμού που είναι πε­ριτ­τές από την άποψη της κα­πι­τα­λι­στι­κής οι­κο­νο­μί­ας, διότι γι’ αυτές δεν υπάρ­χει στον ορί­ζο­ντα προ­ο­πτι­κή έντα­ξής τους στην κί­νη­ση της συσ­σώ­ρευ­σης κε­φα­λαί­ου. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή πε­ρί­πτω­ση «πε­ριτ­τού» πλη­θυ­σμού, του οποί­ου όμως την ύπαρ­ξη έχου­με εμείς, οι δυ­νά­μεις της ερ­γα­σί­ας, νο­μι­μο­ποι­ή­σει, είναι οι συ­ντα­ξιού­χοι. Πα­ράλ­λη­λα με τη συρ­ρί­κνω­ση της συσ­σώ­ρευ­σης κε­φα­λαί­ου στην Ελ­λά­δα, βρί­σκο­νται σε δια­δι­κα­σία κα­τάρ­ρευ­σης τα κα­νά­λια του κοι­νω­νι­κού κρά­τους με τα οποία διο­χε­τεύ­ει πό­ρους και υπη­ρε­σί­ες για τη συ­ντή­ρη­ση και την ανα­πα­ρα­γω­γή των μη ερ­γα­ζό­με­νων υπο­τε­λών κοι­νω­νι­κών ομά­δων. Ως απο­τέ­λε­σμα, μια κρίση συ­ντή­ρη­σης και ανα­πα­ρα­γω­γής, όχι μόνο των ερ­γα­ζό­με­νων τά­ξε­ων, αλλά του συ­νό­λου των υπο­τε­λών κοι­νω­νι­κών τά­ξε­ων βρί­σκε­ται σε εξέ­λι­ξη.

Αν δεν μπο­ρούν τα αφε­ντι­κά, μπο­ρού­με εμείς

Εάν αυτή είναι η πα­ρού­σα ιστο­ρι­κή συ­γκυ­ρία, μπο­ρού­με να θέ­σου­με ξανά το ερώ­τη­μα: Τι να κά­νου­με απέ­να­ντι στην παύση λει­τουρ­γί­ας των επι­χει­ρή­σε­ων; Η διεκ­δί­κη­ση των απο­ζη­μιώ­σε­ων που δι­καιού­νται οι ερ­γα­ζό­με­νοι, της συ­νέ­χι­σης της λει­τουρ­γί­ας της επι­χεί­ρη­σης με κα­πι­τα­λι­στι­κούς όρους, της άσκη­σης μιας μα­κρο­οι­κο­νο­μι­κής κεϊν­σια­νής πο­λι­τι­κής αύ­ξη­σης της ζή­τη­σης, είναι εκτός τόπου και χρό­νου, δη­λα­δή δεν έχουν καμία σχέση με τη συ­γκυ­ρία της κα­πι­τα­λι­στι­κής κρί­σης στην Ελ­λά­δα σή­με­ρα. Η πα­ρού­σα ιστο­ρι­κή στιγ­μή επι­βάλ­λει να διεκ­δι­κή­σου­με, εδώ και τώρα, να πά­ρουν οι ίδιες οι ερ­γα­ζό­με­νες τά­ξεις στα χέρια τους τις επι­χει­ρή­σεις που κλεί­νουν, τη διεύ­θυν­ση και την ορ­γά­νω­ση της πα­ρα­γω­γής, όχι για να ανα­συ­γκρο­τή­σουν τη μο­νά­δα πα­ρα­γω­γής επί κα­πι­τα­λι­στι­κών βά­σε­ων, αλλά με νέες μορ­φές ορ­γά­νω­σης της ερ­γα­σί­ας που θα τεί­νουν να υπερ­βούν τα τυ­πι­κά κα­πι­τα­λι­στι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της ερ­γα­σί­ας (ει­δι­κευ­μέ­νη-ανει­δί­κευ­τη ερ­γα­σία, εκτέ­λε­ση-διεύ­θυν­ση, δια­νοη­τι­κή-χει­ρω­να­κτι­κή ερ­γα­σία, ιε­ραρ­χι­κές σχέ­σεις, δε­σπο­τι­σμός και αδια­φά­νεια κ.λπ.).

Μια ορι­σμέ­νη Αρι­στε­ρά, που δεν ορα­μα­τί­ζε­ται το σο­σια­λι­σμό σαν Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σία, δη­λα­δή σαν ένα μελ­λο­ντι­κό στά­διο της ιστο­ρί­ας, αλλά ως μια τάση ενύ­παρ­κτη στον κα­πι­τα­λι­σμό την οποία πρέ­πει να ενι­σχύ­ου­με, θα πρέ­πει να ορ­γα­νώ­σει τη συν­δι­κα­λι­στι­κή, νο­μι­κή, ιδε­ο­λο­γι­κή, ηθική, πο­λι­τι­κή και επι­στη­μο­νι­κή στή­ρι­ξη των ερ­γα­ζο­μέ­νων που θα θε­λή­σουν να πά­ρουν στα χέρια τους τις ορ­φα­νές επι­χει­ρή­σεις.

Η ση­με­ρι­νή συ­γκυ­ρία, αυτό υπο­δει­κνύ­ει. Εάν δεν βα­δί­σου­με σε αυτή την κα­τεύ­θυν­ση, το μέλ­λον μας ως τάξη είναι ζο­φε­ρό, καθώς η κρίση κοι­νω­νι­κής ανα­πα­ρα­γω­γής και εξώ­θη­σης με­γά­λων ομά­δων του πλη­θυ­σμού στο πε­ρι­θώ­ριο, τη φτώ­χεια και την κα­τα­στρο­φή, τεί­νει να γίνει εγ­γε­νές χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του νέου κα­θε­στώ­τος συσ­σώ­ρευ­σης κε­φα­λαί­ου που ανα­δύ­ε­ται στην Ελ­λά­δα και εν­σω­μα­τώ­νει όλες τις βαρ­βα­ρό­τη­τες που υπο­στή­κα­με από τη μνη­μο­νια­κή πο­λι­τι­κή.

Πηγή: rproject.gr - 19 Ιουλίου 2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου