Κυριακή 5 Ιουλίου 2020

Συγκέντρωση-Διαδηλώση, επιστροφή στο 1971



Νομοσχέδιο για το δικαίωμα στην διαδήλωση: επιστροφή στο 1971

 του Δημήτρη Μπελαντή
 Νομοσχέδιο για το δικαίωμα στην διαδήλωση: επιστροφή στο 1971, του Δημήτρη Μπελαντή

1.Το ως τώρα καθεστώς
Το δικαίωμα στην διαδήλωση (συνέρχεσθαι) προβλέπεται και ρυθμίζεται συνταγματικά κατά το άρθρο 11 του ισχύοντος Συντάγματος. Κατά την παράγραφο 1 αυτού, «οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα». Αυτό είναι το πεδίο προστασίας μέσα στο οποίο ασκείται το δικαίωμα. Το «ήσυχα» παραπέμπει στην αποφυγή βιαιοπραγιών. Το δικαίωμα είναι ατομικό, συλλογικά ασκούμενο και , επίσης, θεωρείται και πολιτικό δικαίωμα, δικαίωμα πολιτικής συμμετοχής. Η πρώτη μορφή του δικαιώματος αυτού εμφανίζεται στο Σύνταγμα του 1864 ( Σύνταγμα βασιλευόμενης δημοκρατίας) και έχει την ίδια δομή μέχρι και σήμερα («Οι Έλληνες έχουσι το δικαίωμα του συνέρχεσθαι ησύχως και αόπλως.. (άρθρο 10)». Όσον αφορά τους μη Έλληνες, αυτοί προστατεύονται στο δικαίωμα του συνέρχεσθαι όχι βάσει του άρθρου 11 του Συντάγματος αλλά βάσει του άρθρου 11 παρ. 1 της ΕΣΔΑ ,που αναφέρεται σε «παν πρόσωπο» και έχει υπερνομοθετική ισχύ.
 Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα συνταγματικά δικαιώματα, ο νομοθέτης μπορεί να εισαγάγει κατά την ρύθμισή τους περιορισμούς στην άσκηση για την προάσπιση άλλων αγαθών, όχι όμως να οδηγήσει στην στέρηση ή αδυναμία άσκησης του δικαιώματος. Οι περιορισμοί πρέπει να ανάγονται σε τυπικό νόμο. Η παράγραφος 2 της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 11 ορίζει τα ακόλουθα:

2.Μόνο στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις μπορεί να παρίσταται η αστυνομία (εννοεί εξ αντιδιαστολής : δεν μπορεί να παρίσταται σε αυτές που γίνονται σε κλειστό χώρο) .Οι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής γενικά, αν εξαιτίας τους αν εξαιτίας τους προκύπτει σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, σε ορισμένη δε περιοχή αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως νόμος ορίζει».
 Η διάκριση του «γενικά» και του «ειδικά» σημαίνει ότι η πρώτη περίπτωση (κίνδυνος για δημόσια ασφάλεια) δεν αφορά μια ιδιαίτερη περιοχή .Αυτό, όμως, δεν μπορεί να σημαίνει, κατά την σχετική νομολογία, ότι μπορεί η απαγόρευση να αφορά κάθε συνάθροιση σε μια περιφέρεια της χώρας και μάλιστα για αόριστο χρονικό διάστημα ( βλ. σε Κ. Χρυσόγονο «Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα», Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σελ. 456 υποσημ. 36 όπου και νομολογία του ΣτΕ). Επίσης, η ύπαρξη κινδύνου για την δημόσια ασφάλεια ή διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής πρέπει να αιτιολογείται ειδικά στην απόφαση απαγόρευσης της αστυνομικής αρχής. Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι επειδή το δικτατορικό ν.δ. 794/1971 (αναλυτικά παρακάτω) δεν προέβλεπε απαγόρευση για διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, πρακτικά ακόμη και σήμερα δεν υπάρχει εκτελεστικός νόμος του Συντάγματος για την περίπτωση αυτήν (πράγμα που εγείρει και ζητήματα νομιμότητας σχετικών απαγορεύσεων χωρίς εκτελεστικό νόμο που να τις προβλέπει).
 Ένα βασικό πρόβλημα στην άσκηση αλλά και στον περιορισμό του δικαιώματος στην (υπαίθρια) δημόσια συνάθροιση σχετίζεται με το θέμα του εκτελεστικού του νόμου, τον οποίον η συνταγματική διάταξη προβλέπει («όπως νόμος ορίζει») , και ο οποίος ποτέ δεν ψηφίσθηκε μετά την έναρξη ισχύος του Συντάγματος 1975. Τυπικά , εξακολούθησε να ισχύει για την διακύβευση της δημόσιας ασφάλειας και τάξης ως μη καταργηθέν ρητά το νομοθέτημα της δικτατορίας ν.δ. ( νομοθετικό διάταγμα) 794/1971 ( ν.δ. ήταν μια ειδική κατηγορία νομοθετήματος και νομοθέτησης κατά το Σύνταγμα του 1952). Είναι απορίας άξιο το γιατί καμία κοινοβουλευτική πλειοψηφία μετά το 1975 δεν έθεσε έναν εκτελεστικό νόμο, ο οποίος, όντως, να στηρίζει την άσκηση του δικαιώματος και να μην κατατείνει (όπως σαφώς το ν.δ. 794/1971) στην περιστολή και τον τελικά δυσανάλογο περιορισμό του. Το ν.δ. 794/1971 προβλέπει τις εξής μορφές περιορισμού:
-στο άρθρο 6 την απαγόρευση με απόφαση της αστυνομικής αρχής για λόγους που σχετίζονται με κίνδυνο (όχι «σοβαρό» όπως η συνταγματική διάταξη ) για την δημόσια τάξη και ασφάλεια ή την υπό συγκεκριμένους όρους διεξαγωγή της. Εδώ προβλέπεται και η έκδοση βασιλικού διατάγματος για την μη πραγματοποίηση συναθροίσεων σε ορισμένες περιοχές ή έξω από ορισμένα δημόσια κτίρια (υπήρχε ήδη το σχετικό β.δ. του 1968, το οποίο όχι μόνο δεν καταργήθηκε και αυτό, αλλά έχει εφαρμοστεί και πρόσφατα κατά τις επισκέψεις ξένων ηγετών).
- στο άρθρο 7 την διάλυση δημόσιας συνάθροισης από την αστυνομία, η οποία δεν έχει αναγκαστικά απαγορευθεί αλλά όπου αρχίζουν να συμβαίνουν βίαιες ενέργειες («εξελίσσεται σε βίαια»).
-στο άρθρο 3 την προηγούμενη γνωστοποίηση προ οριζομένου χρονικού διαστήματος της δημόσιας συνάθροισης από τον πρόεδρο ή οργανωτή αυτής, που μπορεί να είναι και νομικό πρόσωπο καθώς και τον υποχρεωτικό καθορισμό προέδρου/οργανωτή.
-στο άρθρο 4 μια σειρά από ειδικότερους περιορισμούς, όπως να μην ανήκουν σε απαγορευμένα κόμματα (τότε το ΚΚΕ βάσει του α. ν. 509/47) , να μην φέρουν σημαίες και σήματα αυτών κ.λπ.
 -στο άρθρο 9 την ειδική (αντικειμενική) ποινική ευθύνη των οργανωτών, προέδρων, νομίμων εκπροσώπων αυτών κλπ
Το ότι ο εκτελεστικός νόμος του Συντάγματος 1975 για τις δημόσιες συναθροίσεις είναι ένα χουντικό νομοθέτημα έχει προκαλέσει κατά καιρούς στην νομική θεωρία μια έντονη συζήτηση αν το νδ 794/1971 είναι σε ισχύ μετά την έναρξη του Συντάγματος 1975. Ο αείμνηστος καθηγητής Γιάννης Μανωλεδάκης στο έργο του «Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας άρθρα 167-182 του Ποινικού Κώδικα » (Θεσσαλονίκη 1988, εκδόσεις Σάκκουλα, σελ.160-163) αναφέρει ότι τυπικά μεν το ν.δ. 794 /1971 εξακολουθεί να ισχύει ως μη καταργηθέν και να είναι ο εκτελεστικός νόμος του Συντάγματος για τις δημόσιες συναθροίσεις. Πλην, όμως, θεωρεί ότι το νομοθέτημα αυτό είναι σε τέτοια και τόση έκταση αντικείμενο στην (μεταγενέστερη αυτού) συνταγματική διάταξη ,ώστε βάσει της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 112 παρ. 1 Συντάγματος να μην ισχύει. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι νόμοι και κανονιστικές διοικητικές πράξεις, οι οποίες έχουν τεθεί προ της έναρξης ισχύος του Συντάγματος, εξακολουθούν να ισχύουν ωσότου τεθεί νεότερος νόμος , με την σαφή όμως εξαίρεση «των αντικειμένων εις τας διατάξεις του Συντάγματος». Ο Μανωλεδάκης εντοπίζει τις εξής αντισυνταγματικότητες του ν.δ. 794/1971:
- δεν είναι νόμος ψηφισμένος από την Βουλή, κατά την ισχύουσα μετά το 1975 συνταγματική διαδικασία, και δεν νοείται περιορισμός συνταγματικού δικαιώματος που δεν ανάγεται σε τυπικό νόμο.
-αναφέρεται σε απαγορευμένα και καταργημένα κόμματα, όπως αυτό ίσχυε επί δικτατορίας.
-υποχρεώνει σε προηγούμενη γνωστοποίηση και σε ορισμό οργανωτή, κάτι που θεωρείται σαφώς αντισυνταγματικό (όπως ακριβώς και το παρόν νομοσχέδιο) .
-Προβλέπει αντικειμενική ποινική ευθύνη του προέδρου-οργανωτή, κάτι που ο Μανωλεδάκης αξιολογεί ως αντισυνταγματικό , καθώς στο φιλελεύθερο και δημοκρατικό ποινικό δίκαιο κατά κανόνα και πλην ορισμένων εξαιρέσεων ( πχ αγορανομικό δίκαιο, δική μας παρατήρηση ) δεν επιτρέπεται ποινική ευθύνη μη υποκειμενική, μη σχετιζόμενη δηλαδή με υπαιτιότητα και καταλογισμό στον δράστη.
 Στην πράξη , το νδ 794/71 δεν εφαρμόσθηκε παρά μόνο στο τμήμα αυτού που ήταν συμβατό με την συνταγματική διάταξη και με σαφή προτεραιότητα της συνταγματικής διάταξης στην ερμηνεία αυτού ( απαγόρευση με απόφαση αστυνομικής αρχής, διάλυση συναθροίσεων) . Ιδίως οι διατάξεις για την προγενέστερη γνωστοποίηση , τον ορισμό οργανωτή/προέδρου και την αντικειμενική ευθύνη αυτού, αν και τυπικά μη καταργηθείσες, ήταν απολύτως ανενεργές από το 1975 και εξής.
 Ο λόγος που και από τον καθηγητή Μανωλεδάκη αλλά και ευρύτερα το νδ 794/71 εθεωρείτο αντισυνταγματικό κατά την Μεταπολίτευση σχετίζεται με την τυποποίηση του συνταγματικού δικαιώματος στην ίδια την ισχύουσα συνταγματική διάταξη. Το Σύνταγμα (και συνεπώς, και οι βάσει αυτού εκτελεστικοί νόμοι) προβλέπει πριν από την πραγματοποίηση της δημόσιας συνάθροισης αποκλειστικά την δυνατότητα αστυνομικής απαγόρευσης για τους λόγους που αναφέρονται στην διάταξη και με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, όπως νόμος ορίζει. Δεν προβλέπει, σε καμία περίπτωση, προγενέστερη άδεια ή σύστημα προληπτικού ελέγχου της αστυνομίας ή κάποιου άλλου κρατικού οργάνου (Χρυσόγονος οπ.π. σελ. 455, και απόφαση 13005/1976 Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, Το Σύνταγμα 1977, σελ. 178) . Η διαδικασία ,όμως, προγενέστερης υποχρεωτικής γνωστοποίησης και ορισμού οργανωτή συνιστά, κατά την γνώμη μας, ή πάντως συνιστά δυνάμει σύστημα προληπτικού ελέγχου της άσκησης του δικαιώματος και ειδικότερα άδειας.
2.Το εισαγόμενο νομοσχέδιο
Το βασικότερο πρόβλημα , αλλά όχι το μόνο, του νομοσχεδίου που εισάγεται τώρα είναι ότι καθιστά πλήρως ισχύον δίκαιο εκείνες τις διαστάσεις του ν.δ.794/1971 που εθεωρούντο από την θεωρία αντισυνταγματικές και μη προσαρμόσιμες στο Σύνταγμα του 1975 και που στην πράξη τα αστυνομικά και διοικητικά όργανα δεν τις εφάρμοζαν, θεωρώντας τις ανενεργές και πρακτικά ανίσχυρες.
Κατά το άρθρο 3 του νομοσχεδίου (παρ. 1 και 2) «επαναφέρεται» η υποχρέωση γνωστοποίησης της δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης από τον οργανωτή αυτής του νδ. 794/1971 . «Οργανωτής» είναι το φυσικό πρόσωπο ή ο νόμιμος εκπρόσωπος νομικού προσώπου ή ένωσης προσώπων που απευθύνει πρόσκληση προς το ευρύ κοινό για συμμετοχή σε δημόσια υπαίθρια συνάθροιση ή ο οριζόμενος ως οργανωτής στο πλαίσιο της υποχρέωσης γνωστοποίησης του άρθρου 3 ( άρθρο 2 του νομοσχεδίου, ορισμοί).Η υποχρέωση γνωστοποίησης αφορά την πρόθεσή του οργανωτή να καλέσει το ευρύ κοινό ή ορισμένες κατηγορίες προσώπων ή αριθμό συγκεκριμένων ατόμων να συμμετάσχουν σε δημόσια υπαίθρια συνάθροιση, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Η γνωστοποίηση γίνεται ηλεκτρονικά ή στην ηλεκτρονική πλατφόρμα της Ελληνικής Αστυνομίας ( να και κάτι που το δικτατορικό νομοθέτημα δεν το είχε προβλέψει!! ). Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το άρθρο είναι το τρίτο του νομοσχεδίου και ανταποκρίνεται βασικά στο τρίτο άρθρο του νδ 794/1971. Δεν έχουν αλλάξει ούτε καν τον αριθμό.
 Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτή η υποχρέωση γνωστοποίησης έχει τυπικό μόνο χαρακτήρα και δεν αποτελεί « προγενέστερη άδεια», αφού κάθε «γνωστοποίηση» θα γίνεται δεκτή . Όμως αυτό δεν είναι βάσιμο. Το Σύνταγμα δεν ανέχεται άλλους περιορισμούς ή εγκρίσεις πέραν της ρητά αναφερόμενης προγενέστερης αστυνομικής απαγόρευσης και πρακτικά και της διάλυσης βίαιων συγκεντρώσεων «εν τω πράττεσθαι». Επιπλέον, το γεγονός ότι κατ’ αρχάς κάθε «ήσυχη και άοπλη» διαδήλωση είναι νόμιμη, εκτός αν απαγορευθεί κατά τα ανωτέρω, εδώ δεν ισχύει. Εδώ το τεκμήριο αντιστρέφεται έτσι ώστε η συνάθροιση που δεν γνωστοποιήθηκε να επιτρέπεται κατά το άρθρο 3 «εφόσον δεν διαφαίνονται κίνδυνοι διασάλευσης της δημόσιας ασφάλειας ή σοβαρής διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής. Στην περίπτωση αυτή η αρμόδια αστυνομική ή λιμενική αρχή καλεί τους συμμετέχοντες να ορίσουν οργανωτή, εφόσον οι υφιστάμενες συνθήκες το επιτρέπουν, ενώ δύναται να επιβάλει περιορισμούς σύμφωνα με το άρθρο 8. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με αυτούς, καθώς και με την υποχρέωση ορισμού οργανωτή, η αστυνομική ή λιμενική αρχή δύναται να προβεί στη διάλυση της ανωτέρω συνάθροισης» . Συνεπώς, η «υποχρέωση γνωστοποίησης» συν ο «ορισμός οργανωτή» συνιστούν σύστημα προγενέστερου ελέγχου της άσκησης και πρακτικά προγενέστερης έγκρισης ή άδειας. Επιπλέον, η πρακτική «άδεια» για την πραγματοποίηση της «αυθόρμητης διαδήλωσης» μπορεί να συνοδεύεται από ειδικούς περιορισμούς και όρους, πράγμα που επίσης παραπέμπει στο ν.δ. 794/1971 (άρθρο 6).
Επιπλέον, ο οργανωτής, που θα είναι η πολιτική ή κοινωνική οργάνωση που καλεί στην διαδήλωση και ο εκπρόσωπός της (φυσικό πρόσωπο, άτομο) που αυτή θα γνωστοποιεί θα έχει και καθήκοντα τήρησης της δημόσιας τάξης, θα είναι de facto κρατικό και αστυνομικό όργανο. Στο άρθρο 4 με τον τίτλο «υποχρεώσεις οργανωτή» ορίζονται τα ακόλουθα:
«Ο οργανωτής της συνάθροισης υποχρεούται να μεριμνά για την ομαλή διεξαγωγή της λαμβάνοντας κάθε αναγκαίο και πρόσφορο μέτρο. Ιδίως, ο οργανωτής της συνάθροισης: α) συνεργάζεται άμεσα με την αρμόδια αστυνομική ή λιμενική αρχή και ιδίως με τον Αστυνομικό ή Λιμενικό Διαμεσολαβητή και συμμορφώνεται στις υποδείξεις τους παρέχοντας τη συνδρομή του στην προσπάθεια για την τήρηση της τάξης και την ομαλή πραγματοποίηση της συνάθροισης, β) ενημερώνει τους μετέχοντες στη συνάθροιση για την υποχρέωσή τους να μην φέρουν αντικείμενα πρόσφορα για την άσκηση βίας και ζητά την παρέμβαση της αρμόδιας αστυνομικής ή λιμενικής αρχής για την απομάκρυνση ατόμων που φέρουν τέτοια αντικείμενα, γ) ορίζει επαρκή αριθμό ατόμων, τα οποία παρέχουν συνδρομή στην περιφρούρηση της συνάθροισης». Στην πραγματικότητα, το νομοσχέδιο μετατρέπει τον οργανωτή της διαδήλωσης σε ένα είδος ΤΕΑ (Ταγμάτων Εθνοφυλακής) του μετεμφυλιακού κράτους ή παρααστυνομικού οργάνου. Ένα είδος «αστυνόμου του εαυτού του» ,που θα έλεγε ο φιλόσοφος Μισέλ Φουκώ.
Στην πράξη, η ρύθμιση του κατατεθέντος νομοσχεδίου μετατρέπει τον συλλογικό φορέα του συνταγματικού δικαιώματος σε συνεπίκουρο και αρωγό της προστασίας της δημόσιας τάξης. Πρόκειται για συνάρθρωση ρόλων όχι μεν πάντοτε ανταγωνιστικών αλλά πάντως απολύτως διακριτών, καθώς αυτή η συλλογικότητα που πραγματοποιεί την συνάθροιση δεν είναι αστυνομικό όργανο ούτε πληροφοριοδότης ή επικουρικό όργανο της αστυνομίας αλλά φορέας άσκησης συλλογικού συνταγματικού δικαιώματος . Το άρθρο 4 του νομοσχεδίου, επίσης, αντιγράφει, σε βασικές γραμμές τα καθήκοντα-υποχρεώσεις του «οργανωτή-προέδρου» κατά το δικτατορικό νομοθέτημα 794/1971 (άρθρο 4 παρ. 5 ν.δ. 794/1971).
 Όμως, όπως υπάρχει ο «καλός οργανωτής», δηλαδή αυτός που συνεπικουρεί αποτελεσματικά την αστυνομία, υπάρχει αντεστραμμένα και ο «κακός οργανωτής» ή άνευ αμελείας ή δόλου «αποτυχημένος οργανωτής». Κατά το άρθρο 13 παρ. 4 του νομοσχεδίου, ο οργανωτής διαδήλωσης που εξετράπη σε βίαιη και προκάλεσε καταστροφές, τραυματισμούς και άλλες ζημίες «..ευθύνεται για την αποζημίωση όσων υπέστησαν βλάβη της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της ιδιοκτησίας από τους συμμετέχοντες στη δημόσια υπαίθρια συνάθροιση. Από την ευθύνη αυτή απαλλάσσεται, εάν είχε γνωστοποιήσει εγκαίρως τη διεξαγωγή της συνάθροισης και αποδεικνύει ότι είχε λάβει όλα τα αναγκαία και πρόσφορα μέτρα για την πρόληψη και αποτροπή της ζημίας, σύμφωνα με το άρθρο 4. 5. Η διάταξη της παρ. 4 εφαρμόζεται αναλογικά και για τον οργανωτή της παρ. 3 του άρθρου 3». Η διαφορά με το άρθρο 9 του ν.δ.794/1971 είναι ότι εκεί προβλεπόταν ιδιώνυμη ποινική ευθύνη του οργανωτή, ενώ εδώ προβλέπεται αστική ευθύνη( δηλ. υποχρέωση αποζημίωσης).
Η λογική αυτής της ρύθμισης είναι η συλλογική ευθύνη και η αντικειμενική ευθύνη. Αφού δεν μπόρεσες να περιφρουρήσεις την διαδήλωση της οποίας είχες την ευθύνη, αποζημιώνεις τους παθόντες κατά την διάρκεια αυτής. Ουσιαστικά, η συλλογικότητα και ιδίως ο εκπρόσωπος που αυτή ορίζει τιμωρείται αστικά διότι παρέλειψε να ασκήσει με επιτυχία καθήκοντα προστασίας της δημόσιας τάξης, παραστυνομικού χαρακτήρα και συνεπικουρικά των οργάνων της δημόσιας τάξης. Πρακτικά, στις μικρές οργανώσεις και κόμματα , η εφαρμογή αυτής της διάταξης θα οδηγήσει στον παροπλισμό ή και την διάλυσή τους, αν καλούνται κάθε λίγο να καταβάλουν αστρονομικά χρηματικά ποσά στους παθόντες βάσει πολιτικών-αστικών δικαστικών αποφάσεων μετά την άσκηση σχετικής αγωγής. Επίσης, είναι ερευνητέο αν η αστική ευθύνη θα αφορά την οργάνωση ή το άτομο που αυτή θα διορίζει ( ένα είδος «αυτοφωράκια» των διαδηλώσεων) ή και τους δύο εις ολόκληρον. Υπό αυτήν την έννοια, πρόκειται και για έντονο περιορισμό του δικαιώματος στον συνεταιρισμό ( άρθρο 12 του Συντάγματος) και στην πολιτική οργάνωση ή την συμμετοχή σε πολιτικά κόμματα ( άρθρο 29 του Συντάγματος ).
Στο φιλελεύθερο και δημοκρατικό ποινικό δίκαιο, κατά κανόνα η αντικειμενική ποινική ευθύνη είναι ασύμβατη με τον χαρακτήρα του και απορριπτέα. Η πράξη προϋποθέτει υπαιτιότητα του δράστη και καταλογισμό σε αυτόν. Ανάλογα ισχύουν και για την αντικειμενική ευθύνη στο αστικό δίκαιο. Η συλλογική-αντικειμενική ευθύνη είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα δικτατορικών και απολυταρχικών καθεστώτων ( όπως ακριβώς η δικτατορία του 1967-1974).
Παρ΄όλα αυτά, η αντικειμενική ευθύνη (ποινική κυρίως και δευτερευόντως αστική) έχει υπάρξει –πάλι κατά τρόπο απαράδεκτο- στο ποινικό δίκαιο των διαδηλώσεων ορισμένων δυτικών δημοκρατιών. Ο νόμος για τις διαδηλώσεις στην Δυτική Γερμανία το 1953 προέβλεπε ακριβώς την ύπαρξη «οργανωτή» και «υπευθύνου» των διαδηλώσεων, ως νομικό πρόσωπο και ως το φυσικό πρόσωπο που τον εκπροσωπεί και έχει ορισθεί έναντι της αρχής για αυτόν τον σκοπό. Καθώς και ειδική ποινική του ευθύνη. Επίσης, ο «νόμος κατά των ταραχών» (lois anticasseurs) της 8-5-1970, που εισήχθη από τον Πομπιντού για την αντιμετώπιση των ακροαριστερών οργανώσεων και διαδηλώσεων μετά τον Μάη του 68, προέβλεπε και αυτός αντικειμενική ποινική ευθύνη των διοργανωτών (– βλ. σε Λουίτζι Φεραγιόλι «Υπάρχει αντιπροσωπευτική δημοκρατία;» στον τόμο «Κόμμα Προλεταριακής Ενότητας για τον Κομμουνισμό- Εργατική Πρωτοπορία : για το κράτος, το σχολείο, το γυναικείο κίνημα το κόμμα», Αθήνα 1979 , Στοχαστής , σελ. 39 επ. σελ. 92 και υποσημ. 57).
Καταλήγοντας:
 Το νομοσχέδιο έχει και πολλά άλλα ζητήματα και θα χρειαστεί να επανέλθουμε. Η γενική εικόνα είναι αυτή ενός σχεδίου νόμου, το οποίο θέτει σε σοβαρό κίνδυνο την άσκηση του δικαιώματος στην διαδήλωση παρά αποσκοπεί στην δημοκρατική και σύμφωνη με το Σύνταγμα άσκησή και ρύθμισή του. Επίσης, θέτει σε κίνδυνο και το δικαίωμα στην πολιτική συμμετοχή και στην πολιτική οργάνωση των πολιτών. Ακόμη, πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που δίνει «παράταση ζωής» , ενεργή θετική νομιμότητα και πολιτική νομιμοποίηση στις ανενεργές και απολύτως αντισυνταγματικές διαστάσεις και όψεις του χουντικού νομοθετήματος ν.δ.794/1971. Δεν γιορτάζουμε τα επικείμενα 200 χρόνια από το 1821, σύμφωνα με αυτό το νομοθέτημα. Γιορτάζουμε τα επικείμενα 50 χρόνια από την θέσπιση του χουντικού «νόμου» για τις διαδηλώσεις.

Αναδημοσίευση από το kommon.gr

ΠΟΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΒΥΡΩΝΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου